Το τελευταίο αντίο στον δάσκαλο Ιωάννη Κορναράκη

  • Dogma

Στην τελευταία του κατοικία συνόδεψαν συνάδελφοι, φίλοι και συγγενείς τον, ομότιμο καθηγητή της Θεολογικής Σχολής του Πανεπιστημίου Αθηνών Ιωάννη Κορναράκη .

Θεοδώρα Αβαγιανού

Στην τελευταία του κατοικία συνόδεψαν συνάδελφοι, φίλοι και συγγενείς τον, ομότιμο καθηγητή της Θεολογικής Σχολής του Πανεπιστημίου Αθηνών Ιωάννη Κορναράκη .

Η Εξόδιος Ακολουθία τελέστηκε χθες στον Ιερό Ναό Ευαγγελισμού της Θεοτόκου Χαλανδρίου.

Ο Πρωτοπρεσβύτερος κ. Αδαμάντιος Αυγουστίδης, Αν. Καθηγητής της Θεολογικής Σχολής του Πανεπιστημίου Αθηνών και Γενικός Διευθυντής της Διεύθυνσης Ποιμαντικής Μέριμνας, Πολιτισμού και Επικοινωνίας της Ι.Α.Α, εκφώνησε τον επικήδειο.

Διαβάστε τον επικήδειο λόγο:

Η είδηση της εκδημίας του ομότιμου καθηγητή της Θεολογικής Σχολής του Πανεπιστημίου Αθηνών κ. Ιωάννη Κορναράκη βρήκε τη Θεολογική Σχολή και την ευρύτερη Ακαδημαϊκή κοινότητα ήδη αναστατωμένες και προβληματισμένες για τα τεκταινόμενα εντός και εκτός των τειχών της και για τις επερχόμενες εξελίξεις ή ίσως και δεινά.

Η θλίψη για την απώλεια ενός εξέχοντος μέλους της Ακαδημαϊκής μας οικογένειας, σε εποχές που αυτές οι απώλειες μετράνε πολύ περισσότερο, συνήχησε με όσα σηματοδότησε η γόνιμη και καρποφόρα διακονία της ιεράς επιστήμης και του ευρύτερου εκκλησιαστικού βίου από τον εκλιπόντα, επιτείνοντας επώδυνα την αίσθηση ότι πτωχεύουμε όλο και περισσότερο.

Σε εποχή θεμιτών και αθέμιτων ανακατατάξεων· Σε εποχή εξόχως μεταβατική και σχεδόν άμορφη σχετικά με το τι πρέπει να μείνει πίσω, τι θα κληρονομήσουμε και τι μέλλον μας πρέπει, η παρακαταθήκη και οι σημασιοδοτήσεις που αφήνει σε μας ο πορευόμενος σήμερα την μακαρία οδό δάσκαλός μας είναι βαρυσήμαντες. Με την πλήρη έννοια του όρου. Και αναπόδραστα δεσμευτικές.

Σεβόμενος τη συγκινησιακή φόρτιση και την οδύνη όλων και ιδιαίτερα της οικογένειας θα σταθώ μόνο σε μερικά σημεία, υποδεικτικά της οφειλόμενης ευγνωμοσύνης για τη συμβολή του στην επιστήμη και, κυρίως, για το υπόδειγμα ακαδημαϊκού και εκκλησιαστικού ανδρός που μας κληροδότησε.

Στο βιογραφικό του σημείωμα, δια χειρός καθηγητού Δημητρίου Γόνη, που διασώζεται στην αφιερωμένη σε αυτόν επετηρίδα της Σχολής μας, υπάρχει μια πολύ περιεκτική αναφορά:

Ο καθηγητής Ιωάννης Κορναράκης επεδίωξε «να διευκρινίσει, μέσω του οικείου ψυχολογικού υλικού των διαφόρων θεωριών, αλλά και της σχετικής πατερικής παρακαταθήκης τη βιωματική σχέση εξομολόγου και εξομολογουμένου, στις βαθύτερες και αθέατες (μη συνειδητές) ψυχοδυναμικές της. Στο σημείο αυτό ο επιστημονικός ποιμαντικοψυχολογικός του προσανατολισμός, σε συνάρτηση με την προβληματική της σχέσεως των δύο αυτών παραγόντων του εξομολογητικού διαλόγου, αποκάλυψε τις αστοχίες αλλά και τους κινδύνους μιας αυτονόητης αντιλήψεως της σχέσεως αυτής με παρωχημένα ηθικιστικά ή αποτελματωμένα πνευματικώς, σε τυπικές εξωτερικές διαδικασίες, εκκλησιαστικά πρότυπα».

Με άλλα λόγια, ο δάσκαλος υπήρξε πρωτοπόρος τόσο στον επιστημονικό χώρο όσο και στην εκκλησιαστική πραγματικότητα, όντας, όπως πολύ εύστοχα περιγράφει αλλού ο κ. Γόνης, «ταυτόχρονα παραδοσιακός και πρωτοπόρος και πολύπλευρος».

Η πρωτοποριακότητα των ενδιαφερόντων του και των επιστημονικών του αναζητήσεων εντυπωσιάζει εξ αρχής. Σε περίοδο που κυριαρχούσε ο ηθικισμός και οι σχέσεις Θεολογίας, Ψυχολογίας και Ψυχιατρικής ήσαν αμοιβαία σχεδόν ψυχροπολεμικές, εκείνος ξανοίγεται σε πρωτόγνωρου περιεχομένου για την εποχή μεταπτυχιακές σπουδές στην Ευρώπη.

Με υποτροφία του καθηγητή Hubert Urban, εκπαιδεύεται στην «Ψυχοπαθολογία και τις θεραπευτικές κλινικές εφαρμογές» στην Πανεπιστημιακή Ψυχιατρική Κλινική του Ιννσμπουρκ, στην Αυστρία. Συνεχίζει με υποτροφία του Παγκοσμίου Συμβουλίου Εκκλησιών μεταπτυχιακές σπουδές με αντικείμενο την «Χριστιανική Παιδαγωγική και Ποιμαντική» στο Πανεπιστήμιο του Στρασβούργου. Και μετά, με υποτροφία του Ρω­μαιοκαθολικού επισκόπου της πόλεως Μύνστερ, στη Γερμανία, ειδικεύεται στην «Ποιμαντική, Χριστιανική Ηθική, Ψυχολογία του Βάθους και Ποιμαντική Φροντίδα ψυχασθενών», στο Πανεπιστήμιο της εν λόγω πόλεως.

Επιστέφοντας, υπηρέτησε καταρχήν στην Εκκλησιαστική εκπαίδευση σε πολλά και σημαντικά κέντρα σπουδών, όπως στην Πατμιάδα Εκκλησιαστική Σχολή και στην Εκκλησιαστική Σχολή της Αγίας Αναστασίας στη Θεσσαλονίκη, στο Ανώτερο Εκκλησιαστικό Φροντιστήριο, στις Ανώτερες Εκκλησιαστικές Σχολές Θεσσαλονίκης και Αθηνών και αλλού, αθροιστικώς επί δέκα εννέα έτη.

Προοδευτικά, έκανε την είσοδό του στην ακαδημαϊκή κοινότητα. Αρχικά στη Θεολογική Σχολή του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης, όπου πρώτα ως εντεταλμένος υφηγητής και μετά ως Έκτακτος καθηγητής υπηρέτησε για μια δεκαετία (1968-1978), διδάσκοντας Ποιμαντική Ψυχολογία. Και έπειτα, από το 1978 μέχρι και τη συνταξιοδότηση του, το 1993, κόσμησε την Θεολογική Σχολή Αθηνών ως Τακτικός Καθηγητής Ποιμαντικής Ψυχολογίας και Εξομολογητικής, ενώ από το 1994 υπήρξε Ομότιμος Καθηγητής του Τμήματος Ποιμαντικής (νυν Κοινωνικής Θεολογίας).

Σε όλη αυτή τη μακροχρόνια πορεία είναι εμφανής η σταθερότητά του στο επιστημονικό του όραμα. Ο πρωτοπόρα παραδοσιακός Ιωάννης Κορναράκης δεν απέκλινε ποτέ μιας επιστημονικής πορείας που, σύμφωνα με το βιογραφικό του «αποσκοπούσε κυρίως στη συγκρότηση μιας Ορθόδοξης Ποιμαντικής Ψυχολογίας, προκειμένου να δημιουργηθεί ουσιαστική προϋπόθεση μελέτης και κατανοήσεως των ποικίλων πνευματικών προβλημάτων στο έργο της Εκκλησίας από την εντελώς ανθρώπινη πλευρά τους».

Έτσι, ο δάσκαλός μας υπήρξε ο θεμελιωτής και αυτός που καθιέρωσε τον κλάδο της Ποιμαντικής Ψυχολογίας στον ακαδημαϊκό χώρο των ορθοδόξων θεολογικών σπουδών.

Σε όσους εργασθήκαμε επιστημονικά υπό την καθοδήγησή του αλλά και από όσους μελετήσουν προσεκτικά το έργο του, εύκολα γίνεται κατανοητό, ότι η βαθύτητα του στοχασμού, η συνθετικότητα της σκέψης και η πρωτοτυπία των προβληματισμών του δεν συνιστούν ποτέ αυθαίρετους διανοητικούς ακροβατισμούς. Ο δάσκαλος πατά στέρεα στο έδαφος της Ορθόδοξης Θεολογίας και, ορμώμενος από την ορθόδοξη αυτοσυνειδησία του, διαλέγεται νηφάλια και προσληπτικά με τα θύραθεν.

Με τον δικό του πολύ μοντέρνο τρόπο συνεχίζει την πατερική μας παράδοση, που πάντοτε προσλαμβάνει με διάκριση και μεταμορφώνει εν αγίω Πνεύματι όσα προσφέρουν σε κάθε εποχή οι άλλες, εκτός Θεολογίας, επιστήμες, για να εκκλησιάσει τους καρπούς τους και να τους αξιο­ποιήσει επ ωφελεία της σωτηρίας του ανθρώπου.

Χρησιμοποιώντας τη σύγχρονη γλώσσα της ψυχολογίας και των επι­στημών του ανθρώπου αναδεικνύει και προβάλει με ενάργεια τον πλούτο, το βάθος, το εύρος, και την όντως ανθρωπολογική ευστοχία των ψυχολογικών γνώσεων που κρύβονται στην πατερική σοφία και εμπειρία.

Κατορθώνει, ακόμα, να διαλεχθεί με τις ψυχολογικές θεωρίες κριτικά και με σεβασμό, αξιοποιώντας με τρόπο θετικό τους καρπούς τους. Υποδεικνύοντας, όμως, με διαύγεια και τους εγγενείς περιορισμούς τους και τα σημεία όπου αυτές υπολείπονται της Όντως Γνώσης.

Άνοιξε έτσι τον δρόμο ώστε να ξανασυζητηθεί, ιδιαίτερα στο εγγύς και στο απώτερο μέλλον, ποιες αρνητικές επιπτώσεις είχε και έχει η άκριτη υιοθέτηση από την δυτικοχριστιανική ποιμαντικοψυχολογική σκέψη των ανθρωπολογικών και υπαρξιακών αρχών των ψυχολογικών θεωριών εις βάρος της χριστιανικής ανθρωπολογίας.

Η σημασία όλων αυτών των προβληματισμών δεν έχει ακόμη συνειδητοποιηθεί σε όλο το εύρος της. Όμως, το γεγονός ότι κάποιοι ξεκινήσαμε από την Ιατρική ή από άλλες θύραθεν επιστήμες και επιλέξαμε να αφοσιωθούμε στη επιστημονική και πρακτική διακονία της Ποιμαντικής Θεολογίας και της Ποιμαντικής Ψυχολογίας, υποδεικνύει ότι το επιστημονικό του όραμα υπήρξε πηγή εμπνεύσεως και οραματισμών και για τις νεότερες γενιές. Και έχουμε χρέος τούτη την ύστατη ώρα να εκφράσουμε την ευγνωμοσύνη στον άνθρωπο, στον οποίο οφείλουμε μεγάλο μέρος της επιστημονικής μας ύπαρξης. Να τον ευχαριστήσουμε δημόσια για τον καινούργιο δρόμο που άνοιξε – σχεδόν προφητικά- αναγνωρίζοντας του αυτή την προσφορά, τη σπουδαιότητα του έργου του και τη σημασία της πάντοτε ενεργού και καρποφόρας παρουσίας του στο ακαδημαϊκό και στο εκκλησιαστικό γίγνεσθαι.

Σε αυτό το σημείο είναι χρήσιμο να υπενθυμίσω, ότι ο θεράπων της λεγόμενης Πρακτικής Θεολογίας δεν κρίνεται μόνο από τον στοχασμό του αλλά και από το αν το επιστημονικό του έργο είναι αξιοποιήσιμο στην ποιμαντική πράξη. Το ερώτημα, που τίθεται, δηλαδή, είναι όχι μόνο πόσο το έργο ενός επιστήμονα πρακτικού θεολόγου συμβάλει στην πρόοδο της επιστήμης του και πόσο αναγνωρίζεται από τους ομοτέχνους του ή από άλλους επιστήμονες αλλά και πόσο αξιοποιήσιμο αποδεικνύεται αυτό στον εκκλησιαστικό και κοινωνικό βίο.

Όσον αφορά το πρώτο σκέλος, και μόνο η καταγραφή 204 τίτλων δημοσιευμένων έργων και η επιστημονική αναφορά πολλών εξ΄ ημών σε αυτά είναι αρκούντως αποκαλυπτική. Εργασίες, όπως για παράδειγμα, η υφηγεσία του, με τίτλο «Η νεύρωσις ως “αδαμικόν πλέγμα”. Συμβολή εις την Ποιμαντικήν Θεολογίαν», η μελέτη με τίτλο «Νείλου του Ασκητού ψυχολογικές προοπτικές υπό το πρίσμα συγχρόνων γνώσεων», ή η εισήγησή του Θ΄ Διεθνές Πατρολογικό Συνέδριο με τίτλο «Ψυχική διάσπαση και σύγκρουση κατά τον άγιο Γρηγόριο Νύσσης», και πολλά άλλα, αποτελούν κείμενα αναφοράς για την ποιμαντικοψυχολογική επιστήμη.

Όμως, όσοι διακονούμε την Εκκλησία είμαστε αψευδείς μάρτυρες των ποικίλων τρόπων που η θεωρητική του διδασκαλία βρίσκει εφαρμογές και αξιοποιείται στο ποιμαντικό έργο. Άλλωστε ο ίδιος δεν παρέμεινε ποτέ περιορισμένος εντός των ακαδημαϊκών τειχών. Η διακονία του στην Εκκλησιαστική εκπαίδευση, η αδιάλειπτη συμμετοχή του σε ιερατικά συνέδρια, οι ομιλίες του σε ιερατικές συνάξεις αλλά και η συμμετοχή του σε ποιμαντικά και άλλα θεολογικά συνέδρια με ανακοινώσεις πρακτικού ποιμαντικού περιεχομένου λειτούργησαν καταλυτικά στον εμβολιασμό της σύγχρονης ποιμαντικής θεωρίας και πράξης με τα αποτελέσματα του ερευνητικού του έργου και τα πορίσματα των προβληματισμών του.

Υπάρχει μια πτυχή ακόμα, καθοριστική για την κατανόηση του έργου και των προϋποθέσεων της επιστημονικής καρποφορίας του εκλιπόντος καθηγητού.

Θαρρώ πως ούτε το επιστημονικό του έργο, ούτε το ήθος με το οποίο ανταποκρίθηκε στα διοικητικά του καθήκοντα ως Πρόεδρος δύο φορές του Τμήματος Ποιμαντικής, ως Διευθυντής του Τομέα Χριστιανικής Λατρείας, Αγωγής και Διαποιμάνσεως, ως Πρόεδρος της Εφορίας της Πανεπιστημιακής Φοιτητικής Λέσχης, ως τακτικό μέλος του Πειθαρχικού Συμβουλίου Φοιτητών, του Πειθαρχικού Συμβουλίου του Υπουργείου Εμπορίου και ως μέλος σε πολλές άλλες πανεπιστημιακές επιτροπές, αλλά ούτε και την προσφορά του στο ποιμαντικό έργο μπορούμε να κατανοήσουμε επαρκώς, αν δεν λάβουμε υπόψη τον ακρογωνιαίο λίθο επί του οποίου οικοδομήθηκαν όσα προαναφέραμε.

Ο Ιωάννης Κορναράκης υπήρξε πάντοτε άνθρωπος της Εκκλησίας. Δεν ήταν ποτέ ένας παθητικός πιστός ή ένας ατομοκεντρικός ευσεβής. Υπήρξε πάντοτε ενεργό μέλος του ευχαριστιακού σώματος της Εκκλησίας.

Δεν δίδασκε κάτι που δεν τον αφορούσε προσωπικά. Δεν ερευνούσε για να ικανοποιήσει ατομικές αναζητήσεις. Δεν ζούσε αλλιώς από ότι διεκήρυττε. Δεν διαχώριζε το σπουδαστήριο από τον πνευματικό βίο. Δεν ήταν άλλος στον ιδιωτικό και άλλος στον δημόσιο βίο. Γι αυτό, ακόμα και οι διαφωνούντες μαζί του τον σέβονταν. Γι αυτό και όταν κάποτε έμοιαζε αυστηρός ή απόλυτος ήξερες ότι ήταν έτσι πρώτα στον εαυτό του. Ότι αυτή η στάση του δεν σήμαινε τίποτε περισσότερο από μια αδιάλειπτη προσπάθεια συνέπειας έργων και λόγων. Όταν όμως τον πλησίαζες και συνεργαζόσουν μαζί του καταλάβαινες πόση ευαισθησία και πνευματική αναζήτηση κρυβόταν πίσω από την φαινομενική καθηγητική αυστηρότητα.

Και πόση ταπεινοφροσύνη.

Φυλάω ως πολύτιμο υπόδειγμα ακαδημαϊκής σχέσης δα­σκάλου και μαθητού μια ιδιωτική στιγμή, που κατεγράφη μέσα μου ως παρακαταθήκη για το τι πρέπει να προσδοκώ και με ποιο αίτημα και στόχο οφείλω να καθοδηγώ και να ενθαρρύνω τους δικούς μου μαθητές.

Όταν πήγα στο σπίτι του δασκάλου για να παραδώσω το σώμα της διδακτορικής μου διατριβής, μου είπε με την απλότητα, την αμεσότητα και την ειλικρίνεια που μόνο ένας καταξιωμένος επιστήμονας μπορεί να έχει προς τους μαθητές του: «Είμαι χαρούμενος που τελείωσε αυτή η εργασία και θέλω να σου πω ότι αυτή τη διατριβή θα ήθελα να την είχα γράψει εγώ».

Τώρα, εν μέσω συναδέλφων και αδελφών και, κυρίως, ενώπιον του, πριν τον τελευταίο ασπασμό, θέλω να του απαντήσω εξίσου ειλικρινά και για πρώτη και τελευταία φορά στον ενικό. Με την οικειότητα που επιτρέπει μια όντως υιική σχέση:

«Σεβαστέ μου δάσκαλε, θα ήθελα κι εγώ να είχα γράψει πολλά από τα δικά σου έργα. Κι ακόμα θα ήθελα να ξέρεις ότι το δέντρο που φύτεψες μεγάλωσε. Κι ανθεί και λουλουδίζει. Και γίνεται δάσος επιστημόνων που τους ενέπνευσε το έργο και η παρουσία σου. Και είναι μεγάλη τιμή και ευθύνη βαριά να είμαι επιστημονικός σου απόγονος και διάδοχος».

Η τρανότερη, όμως απόδειξη ότι ο δάσκαλος ήταν όντως εκκλησιαστικός άνδρας είναι η παρούσα στο πλευρό του και μοιραζόμενη το πένθος μαζί μας οικογένειά του.

Ο Θεός χάρισε στο ευλογημένο ζεύγος Ιωάννη και Ελένης Κορναράκη τέσσερα χαριτωμένα με τη θεολογική έννοια του όρου παιδιά. Και ευχαριστιακώ τω τρόπω τα παιδιά αυτοδωρήθηκαν στην Εκκλησία και στη διακονία της Θεολογικής Επιστήμης. Η νεώτερη θυγατέρα, η αδελφή Παραμυθία, αγιογράφος κατ’ αρχήν, είναι σήμερα μοναχή. Ο νεότερος υιός, ο πατήρ Αλέξανδρος, αγιογράφος επίσης, φιλοξενεί σήμερα, πριν το τελευταίο ταξίδι, τον πατέρα του στον ναό του. Η άλλη θυγατέρα, η Αφροδίτη, διακονεί ενεργά τη θεολογική επιστήμη στον δύσκολο χώρο της μέσης εκπαιδεύσεως. Και ο πρεσβύτερος υιός, ο εκλεκτός και αγαπητός συνάδελφος Κωνσταντίνος Κορναράκης, κοσμεί τη Θεολογική Σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών ως αναπληρωτής καθηγητής Χριστιανικής Ηθικής και ήδη εκλεγμένος διευθυντής του Τομέα Συστηματικής Θεολογίας. Είναι προφανές, ότι τα σχόλια περιττεύουν. Όταν μιλά κατ ευθείαν η ορατή πραγματικότητα παρέλκουν οι περιγραφές.

Αγαπημένε μας δάσκαλε, καθηγητά κ. Ιωάννη Κορναράκη,

Σε αποχαιρετούμε σήμερα θρηνητικώς και οδυνόμενοι. Όμως όχι «καθώς και οι λοιποί οι μη έχοντες ελπίδα».

Ως κατακλείδα αυτής της αποχαιρετιστήριας προσλαλιάς ας ακουστεί ο δικός σου λόγος. Λόγος ενδεικτικός του ήθους σου και παρηγορητικός για εμάς τους περιλειπόμενους. Λόγος που επιβεβαιώνει την πεποίθησή μας ότι ο δάσκαλος μας δικαιούται να βρίσκεται πλέον εν σκηναίς δικαίων, αναπαυόμενος εν κόλποις Αβραάμ και συναριθμούμενος μετά των αγίων:

«Το βασικό πρόβλημα της υπάρξεώς μας είναι σε ποιο μέτρο αληθεύει η ζωή μας εν Χριστώ Ιησού. Ο Χριστός, η κατ εξοχήν ανυπέρβατη αλήθεια, μας υποχρεώνει, εφ΄ όσον θέλουμε “οπίσω αυτής περιπατείν”, να αληθεύουμε εν παντί. Όταν δεν το κάνουμε, “παίζουμε εν ου παικτοίς”, στο τραπέζι των ευαγγελικών αληθειών».

Καλό ταξίδι και καλή αντάμωση δάσκαλε.

TOP NEWS