Αρχιμανδρίτης Εφραίμ Τριανταφυλλόπουλος: Οι Άγιοι Τρεις Ιεράρχες και η εποχή μας (ΒΙΝΤΕΟ)

  • ΔΟΓΜΑ

Του Αρχιμανδρίτου του Οικουμενικού Θρόνου Εφραίμ Τριανταφυλλόπουλου, Δρος Θεολογίας ΑΠΘ,

Πρωτοσυγκέλλου Ιεράς Μητροπόλεως Φθιώτιδος.

Σεβασμιώτατε Ποιμενάρχα τῆς θεοσώστου ταύτης ἐπαρχίας κ. Σ υ μ ε ώ ν,

Ἐκλεκτοὶ προσκεκλημένοι, ἐλλογιμώτατοι κύριοι καὶ κυρίες καθηγηταί,

Ζοῦμε..σὲ μιὰ ἐποχή, ποὺ μοιάζει μὲ μακρὺ ψυχορράγημα.

Ὁ ἄνθρωπος ὑπερύψωσε..τόσο..τόν Ἄνθρωπο,ποὺ τὸν ἔχασε ἀπὸ τὰ μάτια του. Μελαγχολία, ἀπαισιοδοξία, πάθη κρυφὰ καὶ ἀνομολόγητα, ἄγχος, κορεσμὸς ἀπὸ κάθε τι, φαίνεται νὰ χαρακτηρίζουν τὰ χρόνια μας. Σὰν νὰ ἀλλάζει τὸ πνευματικὸ DNA τοῦ Ἀνθρώπου καὶ αὐτός, ζώντας αὐτάρεσκα, βυθίζεται ὁλοένα καὶ περισσότερο στὴν ἄβυσσο τῆς ἀπώλειας. Ἀκοῦμε καθημερινὰ γιὰ παράξενα ἐγκλήματα, γιὰ περίεργες σχέσεις, ζοῦμε τὸν εὐτελισμὸ τοῦ ἀνθρωπίνου προσώπου, ἀγωνιοῦμε, κλαῖμε, προσευχόμαστε.

Δέν ξέρω, μένει καὶ σὲ σᾶς νὰ τὸ δεῖτε αὐτό, ἂν ὁ Ἄνθρωπος τελικὰ εὐτυχεῖ, ἢ σπαράσσεται ἀπὸ τὰ ἴδια του τὰ πάθη. Μᾶς ὑποσχέθηκαν παραδείσους ποὺ ὄχι μόνον καὶ οἱ ἴδιοι δὲν γεύτηκαν, ἀλλὰ καὶ ποὺ ὅσοι δοκιμάσαμε μὲ προτροπή τους, μείναμε καὶ μεῖς μὲ μιὰ πίκρα, μιὰ καυτὴ ἁλμύρα, μιὰ στυφὴ γεύση, μιὰ πείνα καὶ μιὰ δίψα.

Ἀπ’ ὅλ’ αὐτὰ γυρίσαμε νηστικοί. Τελείως ὅμως!

Ντυμένος στὸ πανέμορφο μαῦρο χρῶμα καὶ βυθίζοντας τὴν καθημερινότητά μου στὴ νέκρα γιὰ τὰ παρόντα, τὰ ζῶ ὁλοζώντανα, γι’αὐτὸ καὶ στέκω μπροστά σας, εὐτυχισμένο παιδί. Παραδόξως, στὴ Φυσικὴ λέγεται ὅτι τὸ μαῦρο χρῶμα, ἀπορροφάει ὅλο τὸ Φῶς. Πνευματικὰ μιλώντας, Σᾶς λέω ὅτι ἀλλοίμονο στὸν μαυροφορεμένο ποὺ δὲν αἰσθάνεται ἐλεημένο παιδὶ τοῦ Φωτός, ποὺ δὲν χαίρεται σὰν ὀρφανὸ ποὺ βρῆκε στὴν Ἐκκλησία τοῦ Χριστοῦ, τῆς Θεοτόκου καὶ τῶν Ἁγίων, τὴν πλατυτέρα Μητρότητα ποὺ ἀναζητοῦσε. Δὲ λείπουν βέβαια καὶ οἱ στιγμὲς ποὺ κάθε ἄνθρωπος κατανοεῖ πὼς εἶναι τυφλὸς ποὺ δὲ βρῆκε τὸ φῶς του ἀκόμη, ἀλλὰ μέσα στὴν Ἐκκλησία, μὲ κέφι καὶ χαρά, ψάχνει. Τί; Μά, τὸν πολύτιμο μαργαρίτη.

Ἀνήκωστὴ γενιὰ τοῦ 80, γενιὰ ἀπογοητευμένη ἀπὸ ἰδεολογήματα ποὺ δὲν καρποφόρησαν, γιατὶ ἦταν ξένα πρὸς τὴ ζωὴ καὶ ποὺ παθιασμένα τὰ χειροκροτούσαμε. Χωρὶς νὰ μοῦ λείπουν κάποιες σπουδές, τὸ σημαντικὸ γιὰ μᾶς τότε ἦταν, ὅτι ψάχναμε τὸ Θεό. Πολλοὶ ἀπὸ μᾶς δὲν τὸ καταλαβαίναμε κιόλας ὅτι Τὸν ψάχναμε. Εἴχαμε βαριές ἀπογοητεύσεις ἀπὸ πολλούς, σὲ πολλοὺς χώρους, ἀκόμη καὶ σὲ κείνους τοὺς χώρους ποὺ δὲν φαντάζεστε. Εἴχαμε τὴν αἴσθηση ὅτι θέλουμε νὰ ἀναπνεύσουμε ὀξυγόνο, γιατὶ γιὰ τὸ ὀξυγόνο ἔχουν πλαστεῖ τὰ πνευμόνια μας καὶ ἐμεῖς ἀναπνέαμε ὑγραέριο. Ἀσφυξία. Ὑπαρξιακὸ ἀδιέξοδο.

Θὰ καταλήξω στοὺς Τρεῖς Ἱεράρχες, κάνοντάς σας ὅμως πρὶν μιὰ ἀπαραίτητη περιήγηση καὶ διευκρινίζοντας κάποια θέματα, ὄχι γιὰ τίποτε ἄλλο, ἀλλὰ γιὰ νὰ σᾶς μεταδώσω -ἂν μπορέσω- κάτι. Φύση λογοτεχνικὴ καθὼς ἤμουν, διάβαζα ἀρειμανίως ἑλληνικὴ καὶ ξένη Λογοτεχνία, Ποίηση, πολὺ Θέατρο, ἀρχαῖο, νεοελληνικὸ καὶ ξένο, πολλὴ ὑπαρξιακὴ Φιλοσοφία, τὸν Σὰρτρ καὶ τὸν Καμύ, τὴν φαινομενολογία τοῦ Μερλὼ-Ποντύ, Φρόυντ, Λακὰν καὶ τὴ γαλλικὴ Ἀντιψυχιατρική, πάρα πέρα τὰ ἀνατολικὰ θρησκεύματα καὶ ἐν μέρει λογοτεχνικὰ κείμενα αὐτῶν τῶν λαῶν, κλπ, κλπ, κλπ.

Ὅλ’ αὐτά, μὲ σκοπὸ νὰ κορέσω τὴν πείνα καὶ τὴ δίψα μου. Ἡ ἀπογοήτευση ὅμως συνεχιζόταν γιατὶ ὅλα κατέληγαν στὸ θάνατο. Σκεπτόμουν: Τί νὰ τὰ κάνω τὰ πτυχία καὶ τὰ διαβάσματα, τὴ συγγραφὴ καὶ τὴν ἐνημέρωση, ἂν μιὰ μέρα αὐτὰ καταλήγουν στὸν τάφο; Ἂν τὸ νόημα τῆς ζωῆς μου περικλείεται ἀνάμεσα σὲ μία ἡμερομηνία γέννησης καὶ μία ἡμερομηνία ταφῆς κι ἔπειτα ὅλα τελειώνουν, δὲν ὑπάρχει πιὸ ἡλίθιο πλᾶσμα πάνω στὴ γῆ ἀπὸ τὸν Ἄνθρωπο, γιατὶ φέρεται σὰ νὰ μὴν πρόκειται νὰ πεθάνει, ἐνῶ μόνο δύο αλήθειες κρατάει σίγουρες και σταθερὲς στὰ χέρια του: 1ον τὸ ὅτι θὰ πεθάνει καὶ 2ον δὲν ξέρει πότε! Καὶ πῶς ν’ ἀντέξουμε ἔτσι μέχρι τὸ θάνατο;

Μήπως νὰ τὸν ἐπισπεύσουμε, ἀλοίμονο;!

Πῶς ν’ἀντέξει ὁ Ἄνθρωπος τὸ φοβερὸ δίδυμο ζυγὸ τοῦ χωροχρόνου δίχως νόημα ὕπαρξης; Τότε ὁ χῶρος καὶ ὁ χρόνος γίνονται δύο τέρατα ποὺ ἀπαισιότερα δὲν ὑπάρχουν, διότι γεννοῦν τὸ θάνατό μας. Τί νὰ τὶς κάνω ὅλες τὶς ἐπιτυχίες τοῦ κόσμου, ἂν εἶναι νὰ καταφέρω, ἁπλῶς, νὰ κηδευτῶ λαμπρά; Τί νὰ τὰ κάνω τὰ ὄμορφα χρώματα καὶ στολίδια γιὰ νὰ στολίσω τὴ φυλακή μου; Τὸ θέμα εἶναι νὰ βγῶ ἀπὸ τὴ φυλακή.

Ποῦ εἶναι ἡ ἀλήθεια ἐπιτέλους Θεέμου; Ἀναρωτιόμουν. Ὑποπτευόμουν ὅτι κάτι ὑπάρχει, ἀλλὰ ἕνα φρᾶγμα μὲ χώριζε ἀπὸ αὐτό, ἴσως ἕνα φοβερὸ βάραθρο. Ἀνάμεσα σὲ μένα καὶ σ’ Ἐκεῖνον ποὺ ὑπῆρχε ἀπέναντί μου καὶ Τὸν ὑποπτευόμουν, ὑπῆρχε «χάσμα μέγα» ποὺ λέει καὶ τὸ Εὐαγγέλιο.

Μέχρις ὅτου ἀνέβηκα στὸ Ἅγιο Ὄρος τὸ 1986, Ἰούλιο μήνα, γιὰ πρώτη φορά. Στὰ χέρια μου ἔπεσαν τότε κάποια ποιήματα τοῦ σήμερον ἑορτάζοντος ἁγίου Γρηγορίου τοῦ Θεολόγου. Ὁ Θεὸς μέσα ἀπὸ τὴν Ποίηση χτύπησε τὴν πόρτα τῆς καρδιᾶς μου. Μιὰ ἀχτίδα φωτὸς με διαπέρασε τότε καὶ ὁ λίβας τῆς τρομερής σύγχυσης, πῆρε νὰ ὑποχωρεῖ. Πρῶτα-πρῶτα αἰχμαλωτίστηκα ἀπὸ τὸ κάλλος τῶν γραφομένων. Ρήματα βάθους καὶ φθέγματα κάλλους. Τὸ μέτρο πολλῶν του ποιημάτων ἦταν τὸ δακτυλικὸ ἑξάμετρο τοῦ Ὁμήρου, ἄρα συναντοῦσα καὶ τὸν Ὅμηρο, ὁλοζώντανο. Ὄχι μόνον τὸν Ὅμηρο, ἀλλὰ καὶ τὰ Ἀρχαῖα τῶν Ἀρχαίων, ὁμηρικὲς λέξεις, ποὺ σημαίνει ὅτι ὁ πατὴρ ἦταν πιὸ Ἕλληνας καὶ ἀπ’ τοὺς Ἕλληνες, δεδομένου ὅτι μὲ τὸν συμμαθητὴ καὶ καρδιακὸ φίλο του, Μέγα Βασίλειο, εἶχαν σπουδάσει στὴν Ἀθήνα. Ἀντὶ γιὰ «φῶς», χρησιμοποιοῦσε τὴν ἀρχαιότερη λέξη«φάος». Ἀντὶ «Μωυσέως», ἔγραφε..«Μωυσῆος», ἀντὶ γιὰ «ἡλίου», ἔγραφε «ἡελίοιο»!

Πάρτε, τώρα, δύο ἄλλα κείμενα: Τὶς θεῖες Λειτουργίες ποὺ ἔχουν γράψει οἱ ἅγιοι Βασίλειος καὶ Χρυσόστομος, ἀπὸ τὶς ὁποῖες ἡ τοῦ Χρυσοστόμου, αὐτὴ τὴν ὁποία τελοῦμε συνήθως, θεωρεῖται σύντμηση τῆς Βασιλειανῆς Λειτουργίας. Ἂν τὶς ἀντιμετωπίσουμε σὰν φιλολογικὰ κείμενα, ἁπλῶς, θὰ δοῦμε ὅτι ἔχουν χαρακτῆρα χοροδράματος, δηλαδὴ φαίνεται καθαρὰ πὼς οἱ δύο ἅγιοι εἶχαν μελετήσει καλὰ, ἐκεῖ στὴν Ἀθήνα ποὺ σπούδασαν, καὶ τὴν ὁποία ὁ ἅγιος Βασίλειος ἀποκαλοῦσε «Χρυσῆ Ἀθήνα τῶν Γραμμάτων», τὸ ἀρχαῖο Δράμα. Χρησιμοποίησαν παρόμοια δομὴ γιὰ νὰ διαπορθμεύσουν τὸ μήνυμα τοῦ Εὐαγγελίου στοὺς ἀνθρώπους, ἄρα τὸν φιλοσοφικὸ καὶ μορφωτικό τους ἐξοπλισμό, διέθεσαν στὴν ὑπηρεσία τῆς Ἐκκλησίας, τῶν πιστῶν, στὴν οἰκοδομὴ τοῦ Σώματος. Δὲν θὰ ἦταν παρακινδυνευμένο νὰ λέγαμε ὅτι μετὰ τὴν ὑπηρεσία ποὺ πρόσφερε ἡ ἀρχαία δραματικὴ Τέχνη στὴ θεία Λειτουργία, αὐτὴ ἡ τελευταία μᾶς ἀποκαλύπτεται ὡς τὸ ὄντως Θέατρο ὡς Θέαση – θεῶμαι, βλέπω σημαίνει τὸ ρῆμα- τέτοιο θέατρο ποὺ παρόμοιό του δὲν εἶχε ὑπάρξει ποτὲ πάνω στὴ γῆ, διότι μᾶς φέρνει τὸν Οὐρανὸ πάνω στὴ Γῆ. Στὴν ὀρθόδοξη θεία Λειτουργία, ἐπουράνια καὶ ἐπίγεια συγχορεύουν, ὁ Θεὸς κατεβαίνει ἀνάμεσά μας λέγοντάς μας: φάτε με καὶ πιεῖτε με! Καὶ μεῖς ἀφθαρτιζόμαστε θεοπρεπέστατα καὶ γευόμαστε τὴν αἰωνιότητα μέσα ἀπὸ τὴν εὐλογία τοῦ παρόντος, νὰ ἔχουμε ἕνα Θεὸ βρώσιμο καὶ πόσιμο!

Κάπου μυστικὰ στέκουν καὶ οἱ πρόγονοί μας: Ὁ Πλάτων μᾶς μίλησε γιὰ τὸν «Πάσχοντα Δίκαιο», ὁ Σόλων γιὰ τὴν «ἀλάθητη σάρκα ἀπ’τὴν ὁποία..θὰ γεννηθεῖ ὁ Θεός», ὁ Αἰσχύλος γιὰ «Ἐκεῖνον ποὺ κατέβηκε στὸν ἀνάβλητον Ἅδη», κάποιους ἀπὸ αὐτοὺς ἀναφέρει ὁ μέγας Ἀθανάσιος. Σωστὰ ἡ Ἐκκλησία μας μὲ τὸ ἀλάνθαστο κριτήριό Της, ἁγιογραφεῖ τους προγόνους μας σὲ νάρθηκες ἁγιορειτικῶν καὶ ἄλλων Μονῶν, ὡς τοὺς Κατηχούμενους τῶν πρώτων χριστιανικῶν αἰώνων.

Ποιός ἦταν ἄλλωστε ὁ σκοπὸς τῆς ἀρχαίας τραγωδίας; Νὰ φᾶμε τὸ σῶμα τοῦ θεοῦ Διονύσου γιὰ νὰ καθαρθοῦμε καὶ ἀποκατασταθοῦμε!

Δὲ θὰ μᾶς ἔφθανε ὁ χρόνος νὰ ἀναφερθοῦμε καὶ στὴν δυτικὴ Λογοτεχνία, ἁπλῶς θὰ Σᾶς θυμίσω τὸν «ἀπωλεσθέντα παράδεισο» τοῦ Μίλτον, τὴν «εὕρεση τοῦ χαμένου χρόνου» τοῦ Μαρσὲλ Προύστ, τὰ θεατρικὰ ἔργα «Περιμένοντας τὸν Γκοντό (: θεούλης στὰ Γαλλικά), τοῦ Μπέκετ, «Ὅταν ξυπνήσουμε ἀνάμεσα στοὺς νεκροὺς» τοῦ Ἴψεν, «Ἡ μικρή μας πόλη» τοῦ Γουάιλντερ κλπ.

Ποιόν λοιπόν, νοσταλγικὰ ἔψαχναν οἱ πρόγονοί μας, ἀλλὰ καὶ κάποιοι ἀπὸ τοὺς συγχρόνους συγγραφεῖς ποὺ μόλις ἀνέφερα, ἔστω καὶ ἀνεπίγνωστα, χωρίς ίσως να το καταλαβαίνουν;

Αὐτὸν ποὺ ἔχουμε ἀνάμεσά μας, εἰδικότερα τὴν ὥρα ποὺ λειτουργούμαστε, τὸν Χριστό μας! Πάει πουθενὰ ἀλλοῦ τὸ μυαλό μας μήπως;

Ἐπανέρχομαι τώρα στὰ κείμενα τοῦ ἁγίου Γρηγορίου, γιὰ νὰ σᾶς πῶ ἐπιπλέον καὶ τοῦτο: ἡ ἀχτίδα φωτὸς ἢ καλύτερα ἡ ἀστραπὴ παρηγοριᾶς ποὺ διαπέρασε τὰ σωθικά μου, ἐρχόταν ἀπὸ τὶς λέξεις καὶ τὰ γράμματα. Σάν, δηλαδή, ἡ κάθε λέξη νὰ ἦταν ἕνα κέλυφος ποὺ ἔσπαζε, ἢ ἕνα πέτασμα ποὺ ὑποχωροῦσε καὶ ἀποκάλυπτε τὴν ὄπισθεν κεκρυμμένη ὡραιότητα, μιᾶς ἄλλης τάξεως ὀμορφιά, ἕνα οὐράνιο τόξο εἰρήνης, ἀγαλλίασης, εὐφροσύνης, ἀνδρείας, ἐνθουσιασμοῦ, χαρᾶς, ἱλαρότητας (δὲν λέμε«φῶς ἱλαρόν»; ) ἢ καὶ ὅλ’αὐτὰ μαζί. Ὁ λόγος δηλαδή, τὰ λόγια, γινόταν ὄχημα τοῦ Λόγου, ἀποκαλυπτικοῦ τῆς ὡραιότητας καὶ τοῦ φωτὸς τῆς δόξας.

Ἔτσι, δροσιζόταν πιά, ὁ ἀναιμικὸς νέος κοινωνιολόγος, ποὺ ἤθελε ὅλα νὰ τὰ ἀναλύει καὶ νὰ βάλει τὸ Θεὸ στό … τσεπάκι! Ἔτσι εὐλογεῖτο πιὰ καὶ ὁ χῶρος καὶ ὁ χρόνος μου πού, μπαίνοντας μέσα στὸν Χριστό, ἔπαψαν νὰ μὲ ἀγχώνουν καὶ ἀπειλοῦν ἔκτοτε. Ὁ Χριστὸς γίνεται ὁ χῶρος καὶ ὁ χρόνος σου.

Δὲν εἶναι λοιπὸν θέμα τὸ ΤΙ νικάει τὸ θάνατο, ἀλλὰ τὸ ΠΟΙΟΣ νικάει τὸ θάνατο. Ἔτσι, γνωρίζει κανεὶς τὸν Χριστό, μέσα ἀπὸ μεγάλη, ἐπώδυνη προσωπικὴ περιπέτεια.

Τὸ σημαντικὸ ποὺ ἔβλεπα εἶναι ὅτι, ὅταν χρειάζεται, ὁ ἅγιος Γρηγόριος, ὅπως καὶ οἱ ἄλλοι δύο συνεορτάζοντες Ἱεράρχες, Βασίλειος καὶ Χρυσόστομος, ἀλλὰ καὶ ὅλοι οἱ Πατέρες ποὺ εἶχαν ἐπιστημονικὲς γνώσεις, γίνονται ὀξυνούστατοι ἀκριβολόγοι στὴ διατύπωση τοῦ δόγματος, ἐρευνητὲς ἐπιστημονικοί, διεισδυτικότατοι κοινωνικοὶ ἀναλυτές, χωρὶς ὅμως διόλου νὰ θίγουν τὸ μυστήριο τῆς ἐγγύτητας τῆς παρουσίας τοῦ Θεοῦ. Γιὰ τὰ κτιστά, τὰ κτίσματα, τὴν αἰσθητὴ δημιουργία δηλαδή, χρησιμοποιοῦσαν ἐπιστημονικὸ λόγο καὶ τὰ πορίσματα τὰ πιὸ σύγχρονα, τῆς ἐπιστήμης τοῦ καιροῦ τους, ὅπως κάνουν καὶ τώρα. Ὅταν ὅμως ἔρχονταν στὰ ἄκτιστα, ὅπως λέμε τὰ πράγματα τοῦ Θεοῦ, διέκριναν:

α)τὴν οὐσία τοῦ Θεοῦ ποὺ γιὰ τὸν Ἄνθρωπο εἶναι ἐντελῶς ἀπρόσιτη, καὶ

β)τὶς ἐνέργειες τοῦ Θεοῦ, στὶς ὁποῖες μπορεῖ νὰ μετέχει ὁ Ἄνθρωπος καὶ μπορεῖ ἐπίσης νὰ ἀποδεικνύει τοῦ Θεοῦ αὐτὲς τὶς ἐπισκέψεις ποὺ εἶναι πράγματα, πραγματικότητες ἁπτές.

Ἀποδεικνύει ἐπίσης τὴν ὕπαρξη τοῦ Θεοῦ, μέσα ἀπὸ τὴν ὕπαρξη τῶν κτισμάτων.

Εἶναι ἡ λεγομένη διπλῆ μέθοδος τῶν Πατέρων μας αὐτή, ποὺ διαφυλάσσει ἀπείραχτη τὴν παρουσία τοῦ Θεοῦ στὴ ζωὴ καὶ τὴν καρδιά μας. Ἀπέφυγαν ἔτσι τὴν παγίδα τοῦ Σχολαστικισμοῦ ποὺ εἶναι νὰ μεταχειρίζεσαι τὶς φιλοσοφικὲς μεθόδους στὰ πράγματα τοῦ Θεοῦ, ὁπότε σκοτίζεσαι καὶ ἐξορίζεις τὸ Θεό ἀπὸ τὴ ζωή σου, εἴτε διότι ὁ «Θεὸς» ποὺ ἔτσι κατασκευάζεις δὲν ὑπάρχει, εἴτε διότι μὲ αὐτὴ τὴ μέθοδο ἐγκαταλείπεις τὸν πραγματικὸ Θεό. Παραμένει μέσα σὲ μιὰ ἀτέλειωτη μοναξιὰ ἐσὺ καὶ τὸ ἀναιδὲς ὄρνεο, ὁ νοῦς σου.

Ὅλο τὸ φιλοσοφικό τους ἐξοπλισμὸ οἱ ἅγιοιΤρεῖς Ἱεράρχες καὶ μετέπειτα οἱ ἄλλοι Πατέρες, τὸν χρησιμοποίησαν γιὰ τὴ διατύπωση τῆς ἀλήθειας τῶν πραγμάτων, πράγμα ποὺ μπορεῖ νὰ κάνει κάθε καλοπροαίρετος ἐπιστήμονας · καὶ τοῦτο γιατὶ αὐτὸς ποὺ ἔχει εὐσεβὴ διάνοια μιλάει γιὰ τὰ πράγματα τοῦ Θεοῦ καὶ ἐκφράζει τὴν ἀλήθειά τους, ἀκόμη καὶ μὲ λέξεις ποὺ δὲν ὑπάρχουν στὴν Ἁγία Γραφή, πχ μὲ φιλοσοφικοὺς ὅρους, ἐνῶ ὁ διεφθαρμένος στὸ νοῦ, ἀκόμη κι ἂνχρησιμοποιεῖ λέξεις τῆς Βίβλου, δὲν μπορεῖ νὰ ἐκφράσει τὴν ἀλήθεια. Ψεύδεται.

Εἶναι γνωστὸ ἄλλωστε πὼς καλοπροαίρετοι κορυφαῖοι ἐπιστήμονες, ὅσο περισσότερο ἀνέλυαν τὸ ἐπιστημονικό τους ἀντικείμενο, τόσο καὶ ἐγγύτερα στὸ Θεὸ αἰσθάνονταν.

Ἔτσι, βλέποντας κι ἐγὼ τὸ τόσο ὑγιὲς καὶ ζωντανὸ πνεῦμα τῶν Πατέρων, τὴν ἀνοησία τοῦ «πίστευε καὶ μὴ ἐρεύνα» γιὰ τοὺς ἀνθρώπους τῆς Ἐκκλησίας ποὺ μοῦ εἶχαν κάποιοι «περάσει», τὴν ἔβαλα στὴν ἄκρη. Ὑπῆρχε, λοιπόν, ἄφθονος χῶρος καὶ γιὰ μένα τὸν «κουλτουριάρη» -ὅπως λέμε τὸν διανοούμενο- μέσα στὴν Ἐκκλησία.

Ἐπανέρχομαι:

Ὁ ἅγιος Γρηγόριος καὶ ὅλοι οἱ Πατέρες, μᾶς λένε ὅτι πίσω ἀπὸ τὶς λέξεις κρύβεται ἡ θεία χάρη, ἡ ὁποία «προχέεται»(!) τόσο ἀπὸ τὰ κείμενα τῶν Ἁγίων, ὅσο καὶ ἀπὸ τὰ λείψανά τους. Οἱ λέξεις τότε γίνονται ἐπώνυμες καὶ συνώνυμες τοῦ φωτός, φωτονυμικές θά λέγαμε.

Εἶχα τόση χαρὰ τότε λοιπόν, ποὺ εἶπα ὅτι, ἂν εἶναι τόσο ὄμορφα μὲ τὸ Χριστό, ἀξίζει νὰ ἀνταλλάξω τὸ ὑπόλοιπο τῆς ζωῆς μου γι’ Αὐτὸν καὶ μόνο, βέβαιος ὅτι Ἐκεῖνος ποτὲ δὲ θὰ μὲ διέψευδε! Ἔβλεπα τὸ κενὸ τῶν παλαιῶν μου πράξεων καὶ τῆς μέχρι τότε ζωῆς μου νὰ γεμίζει μὲ φῶς, κουράγιο, χάρη, αἰσιοδοξία καί, στὸ λυκόφως τῶν γκρεμισμένων εἰδώλων μου, ἀχνόφεγγε τὸ λυκαυγὲς τῆς ἐρχομένης βασιλείας, ὡστόσο πάντοτε παρούσας. Σάμπως τὰ νεκρὰ υπόλοιπα τῶν παθῶν μου νὰ έστεκαν πιὰ ξέπνοα, ἀφημένα σὰν πεταμένα κουρέλια στὰ σταυροδρόμια τῶν Καιρῶν.

Θυμᾶμαι τώρα τὸ Νικολὰ Ρενὲ Ἐνί, μαθητὴ τοῦ Ζὰν Πὼλ Σὰρτρ στὸ Παρίσι, ποὺ κατηχήθηκε καὶ βαπτίστηκε Ὀρθόδοξος στὸ ἅγιον Ὄρος στὴ Μονὴ Γρηγορίου. Ἀναδυόμενος ἀπὸ τὰ νερὰ τῆς βάπτισης στὸν ἀρσανᾶ τῆς συγκεκριμένης Μονῆς, ρωτήθηκε από τον περουβιανό ἱερομόναχο Συμεών ντὲ λὰ Χάρα Χίγκινσον:

-Τί εἶναι ἡ Ὀρθοδοξία γιὰ σένα;

Ἀπάντησε: – Φῶς, πολὺ Φῶς!

-Καὶ ὁ Σάρτρ;

Ἀπάντησε: -Ἰδέες εἶναι ὁ Σάρτρ, καὶ ἕνα μέρος πολλῶν πραγμάτων ποὺ μοιάζουν μὲ σωρὸ από σκουπίδια σὲ σκουπιδοτενεκὲ και ποὺ ἀφρίζουν καὶ βρωμοῦν ἀνυπόφορα.

Σᾶς λέω πὼς ἔτσι αἰσθάνθηκα καὶ τοῦ λόγου μου κατὰ τὴ μεταστροφή μου, χωρὶς νὰ ἔχω προϋπάρξει ἀδιάφορος ρωμαιοκαθολικὸς καὶ ἀκραῖος ἀριστερὸς ὅπως ὁ Ἐνί. Προϋπῆρξα Ὀρθόδοξος ποὺ δὲνεἶχε σχέση μὲ τὸ θησαυρὸ ποὺ λέγεται Ὀρθοδοξία, ὅπως οἱ περισσότεροί μας. Ἄφηνα τώρα καὶ γὼ κατ’ ἀναλογία πίσω μου ἕνα σωρὸ ἀπὸ σκουπίδια ποὺ ἄφριζαν καὶ βρωμοῦσαν ἀνυπόφορα. Συμπληρωματικὰ σᾶς λέγω, καὶ θέλω νὰ τὸ προσέξετε αὐτό, ὅτι, ἐνῶ τυπικὰ ἤμουν ἕνα ἐνάρετο «καλὸ παιδὶ» ποὺ λένε, οὐσιαστικὰ πέθαινα, σάπιζα καὶ ὑπέφερα.

Καὶ εἶναι πιὸ ἀνυπόφορο νὰ σαπίζεις καὶ νὰ πεθαίνεις ὡς «ἐνάρετος», παρὰ ὡς ἁμαρτωλός, πρᾶγμα πιὸ φυσιολογικό.

Ἦρθε λοιπὸν ὁ ἅγιος Γρηγόριος στὴ ζωή μου καὶ τὰ διαβάσματά μου σὲ αὐτὸν ἐπεκτάθηκαν: μαθαίνω γιὰ τὴ μητέρα του τὴν ἁγία Νόννα, ποὺ σταύρωνε τὸ μικρὸ Γρηγόριο ὅταν κοιμόταν, νὰ τὴν ἀξιώσει ὁ Θεὸς νὰ τὸν καμαρώσει Κληρικό! Καὶ ἀποτελεῖ κόλαφο αὐτὴ ἡ συμπεριφορὰ τῆς μητέρας τοῦ Ἁγίου γιὰ τοὺς σημερινοὺς γονεῖς, ποὺ στὴν τραγική τους πλειοψηφία δὲν ἀσχολοῦνται μὲ τὰ παιδιά τους, ἢ ἀσχολοῦνται μὲ τρόπο ποὺ νὰ ἱκανοποιεῖ τὰ δικά τους ἀπωθημένα: ὅ,τι δὲν πέτυχαν αὐτοὶ στὴ ζωή τους, πρέπει νὰ τὸ πετύχουν τὰ παιδιά τους πάσῃ θυσίᾳ! Οὐδεμία ἄλλη ἀσχολία μὲ τὰ παιδιά. Γι’αὐτὸ καὶ τὰ παιδιά, στὴ μεγάλη τους πλειοψηφία μοιάζουν δυστυχισμένα καὶ προβληματικά, κακοποιημένα κυρίως ἀπὸ τὰ πάθη τῶν γονέων τους, δέσμια τῆς εἰκονικῆς πραγματικότητας καὶ τοῦ διαδικτυακοῦ σύμπαντος, ποὺ τὰ ἐμποδίζουν νὰ ζήσουν καὶ τὴν παιδικότητά τους, τὸ ὅτι εἶναι δηλαδὴ παιδιά.

Ἔχουμε μήπως κάτι καλύτερο νὰ προσφέρουμε στὰ παιδιὰ ἀπὸ τὸ Χριστό;

Ὑπάρχει κάτι ἄλλο νὰ προτείνουμε;

Εἶπε ὁ Χριστὸς κάτι ποὺ δὲν εἶναι καλὸ γι’ αὐτά;

Ἐντύπωση προξενεῖ στὸν ἀναγνώστη τῶν Γρηγοριανῶν κειμένων, ἡ ἀγάπη τοῦ Ποιητῆ Ἁγίου στὴ μητέρα του, τὴν ὁποία θυμᾶται συχνά-πυκνά στὰ χρόνια τῆς μοναχικῆς του ἀφιέρωσης στὰ βάθη τοῦ Πόντου καὶ δακρύζει καὶ κλαίει. Πίσω πάλι ἀπὸ τὸν Μεγάλο Βασίλειο ὑπάρχει ἄλλη μιὰ ἁγία μητέρα ἡ Ἐμμέλεια, ἐνῶ πίσω ἀπὸ τὸν ἅγιο Ἰωάννη τὸ Χρυσόστομο ὑπῆρξε τὸ ἀνάστημα τῆς ἁγίας Ἀνθούσας.

Ὁποῖοι γονεῖς καὶ δὴ μητέρες, ὁποῖα τέκνα!

Εἶναι ὁ ἅγιος Γρηγόριος, ὁ πλέον εὐαίσθητος καὶ καλλιτέχνης τοῦ λόγου καὶ αἰσθητικὸς τῶν λέξεων ἀπὸ τοὺς τρεῖς, ἀλλὰ καὶ ἡ κορυφὴ τῆς Θεολογίας, γι’αὐτὸ καὶ ἡ Ἐκκλησία μας τοῦ ἀπέδωσε τὸν τίτλο «Θεολόγος», τὸν ὁποῖο μόνο σὲ ἄλλους δύο ἀκόμη, τόν Ἰωάννη τόν Εὐαγγελιστὴ καὶ τὸν Συμεὼν τὸ Νέο Θεολόγο ἀπέδωσε, δείχνοντάς μας ὅτι θεολόγος δὲν εἶναι ὁ πτυχιοῦχος τοῦ ἀντιστοίχου πανεπιστημιακοῦ τμήματος, ἀλλὰ αὐτὸς ποὺ γνώρισε τὸ Θεό, τόν γνώρισε ὁ Θεὸς καὶ μᾶς γνωρίζει καὶ μᾶς τὸ Θεό, σὲ ὅσους εἴμαστε δεκτικοί. Θεολόγος ἐπίσης μὲ τὴ χάρη τοῦ Θεοῦ μπορεῖ νὰ γίνει ὁποιοσδήποτε ἄνθρωπος, ὅταν ὁ λόγος του καὶ τὰ ἔργα του -δόγμα καὶ ἦθος, «πιστευτέα καὶ πρακτέα» ποὺ λέμε- ταυτίζονται μέσα στὴν Ἐκκλησία. Αὐτὴ ἡ σύζευξη λόγου καὶ παραδείγματος εἶναι χαρακτηριστικὸ τῶν τριῶν Ἱεραρχῶν καὶ εἶναι αὐτὸ ποὺ λείπει ἀπὸ ὅλους σχεδὸν ἐμᾶς. Εἶναι τραγικὴ ἡ κατάσταση τοῦ ἀνθρώπου ἐκείνου, Λαϊκοῦ ἢ Κληρικοῦ, γιὰ τὸν ὁποῖο ὁ λαὸς λέει τὸ τόσον εὐφυές: «Δάσκαλε ποὺ δίδασκες καὶ νόμο δὲν ἐκράτεις».

Καὶ σὺ κάθεσαι καὶ κάνεις συλλογὴ πτυχίων γιὰ νὰ ἀποκτήσεις καλὸ βιογραφικό, πολλὰ τυπικὰ προσόντα στὸν κλάδο σου καὶ νὰ ἐξελιχθεῖς. Καλὰ κι αὐτά, ἀλλὰ μόνον μέσα ἀπὸ τὴν προοπτικὴ τοῦ τάφου ποὺ ἔρχεται σὰν κλέφτης μέσα στὴ νύχτα, φαίνονται στὶς πραγματικές τους διαστάσεις: αὐτὴ ἡ μνήμη θανάτου ἦταν διηνεκὴς στοὺς τρεῖς Ἱεράρχες καὶ σ’ ὅλους τοὺς ἁγίους καὶ στὸ βάθος, τὸ βιογραφικὸ ὅλων τους εἶναι τὸ βιογραφικὸ τῆς αἱμορροούσας, τῆς γυναίκας ποὺ αἱμορραγοῦσε καὶ τὴν ἔκαμε καλὰ ὁ Κύριος, γιατρεύοντας τὴν αἱμορραγία τοῦ σώματος, ἀλλὰ καὶ τῆς ψυχῆς της.

Τέτοιο βιογραφικὸ νὰ ἀποκτήσουμε ὡς βάση -νὰ μᾶς γιατρέψει ὁ Χριστὸς πα’ νὰ πεῖ, χρήζουμε σοβαρῆς θεραπείας- καὶ τὰ ὑπόλοιπα καθ’ ὁδὸν ἂς προστίθενται, ἂν προστίθενται!

Εἶναι ὅμως αὐτὴ ἡ συνεχὴς μνήμη θανάτου χαρμόσυνη, διότι ὁ Χριστός, μὲ τὴν ἀγωνία Του πάνω στὸ σταυρό, κατήργησε τὴ δική μας ἀγωνία, θεραπεύοντας ὁμοιοπαθητικῶς τὸ ὅμοιο μὲ τὸ ὅμοιο. Ἔτσι, αὐτὸς ποὺ ζεῖ μὲ μνήμη θανάτου δὲν ἀγωνιᾶ, διότι γνωρίζει ὑπαρξιακὰ καὶ ὁλοσώματα πὼς ὁ θάνατος ἀπονευρώθηκε κι ἐνῶ ἡ φαινομενολογία του παραμένει -τὸν βλέπουμε, τὸν ἀκοῦμε, τὸν αἰσθανόμαστε, μᾶς ἐπισκέπτεται- στὴν οὐσία τελικὰ δὲν ἔχει ἐξουσία ἐπάνω μας.

Ἀπὸ τὴ στιγμὴ τῆς Ἀνάστασης καὶ μετά, ὅλα κρίνονται μέσα στὸ ἀναστάσιμο Φῶς, ἅπαξ καὶ Χριστὸς ἀνέστη ἐκ νεκρῶν.

Ἡ λύπη, λοιπὸν, γιὰ τὴν κατάντια μας, ἐξισορροπεῖται ἀπὸ τὴ χαρὰ ὅτι ὁ Χριστὸς μᾶς δέχεται ὅπως εἴμαστε μέσα στὸ ἀναστάσιμο Φῶς Του καὶ μᾶς προτρέπει νὰ Τὸν ἐπικαλούμαστε συνεχῶς σὰν τὸ μεγάλο φίλο καὶ ἀδελφό μας ποὺ ποτὲ δὲ θὰ μᾶς διαψεύσει. Όσα είναι περιττὰ μέσα μας καὶ γύρω μας θὰ τὰ ἀπομακρύνει Ἐκεῖνος. Λύπη καὶ χαρά, συνεπῶς, συνδυάζονται σ’ αὐτὸ ποὺ οἱ Πατέρες μας ὀνομάζουν «χαρμολύπη» μέσα σὲ μιὰ θαυμαστὴ ἰσορροπία ὅπου, οὔτε ἡ λύπη ἐκτρέπεται πρὸς τὴν κατάθλιψη, οὔτε ἡ χαρὰ πρὸς τὴ μανία. Ὅλα στέκουν καλῶς.

Ἐρχόμαστε τώρα σ’ ἕνα θέμα πιὸ πεζό, αὐτὸ τῆς ἰδιοκτησίας.

Ὁ ἅγιος Γρηγόριος εἶναι ἐκεῖνος ποὺ τολμηρὰ γιὰ τὴν ἐποχή του γράφει ὅτι ἰδιοκτησία δὲν ὑπάρχει, εἶναι ἕνα ψέμα. Πράγματι, ὅ,τι παίρνεις στὸν τάφο σου, αὐτὸ εἶναι δικό σου, δηλαδὴ τίποτε· ὁτιδήποτε ἄλλο ἔχεις, ἀκόμα κι ἂν νόμιμα εἶναι δικό σου, οὐσιαστικὰ δὲν σοῦ ἀνήκει. Ἐπειδὴ αὐτὸ δὲν κατανοοῦν οἱ ἄνθρωποι γι’αὐτὸ καὶ ταλαιπωροῦνται, λέει ὁ Ἅγιος. Ὁ δὲ Μέγας Βασίλειος πούλησε ὅ,τι εἶχε καὶ δὲν εἶχε, τὴ μεγάλη πατρική του περιουσία καὶ ἔχτισε ὁλοκληρη πόλη, τὴ Βασιλειάδα, ἕνα καύχημα παροχῆς κοινωνικῶν, πνευματικῶν καὶ ἰατρικῶν ὑπηρεσιῶν τῆς ἐποχῆς ἐκείνης. Μάλιστα ὁ ἅγιος αὐτὸς ἐπίσκοπος, ποὺ εἶχε ἐπιφορτισθεῖ μὲ τὶς εὐθύνες μιᾶς τεράστιας ἀρχιεπισκοπῆς ὅπως ἡ Καισάρεια τῆς εποχῆς ἐκείνης, μὲ ἔκταση ὅση περίπου καὶ ἡ σημερινὴ Τουρκία, δὲν ἔπαυε στὴν ἀνάπαυλα τῶν πολλῶν του ἐκκλησιαστικῶν καθηκόντων, ὅποτε ὑπῆρχε, νὰ ἐπισκέπτεται τὴ Βασιλειάδα καὶ νὰ περιποιεῖται εἰδικὰ τοὺς λεπρούς, τῶν ὁποίων ἀσπαζόταν τὰ σακατεμένα μέλη λέγοντας: αὐτὰ εἶναι τὰ πονεμένα μέλη τοῦ Χριστοῦ!

Ὁ ἴδιος πάσχοντας ἀπὸ φυματίωση, δὲν ἀπέφευγε τὶς συχνὲς αἱμοπτύσεις, ἀκόμη καὶ στὴ διάρκεια τοῦ κηρύγματος, τονίζοντας πάντοτε τὸ γεγονὸς τῆς σωματικῆς ἀσθένειας σὰν ἀπὸ Θεοῦ μέγιστη εὐεργεσία. Δὲν ἀντιδροῦσε διαφορετικὰ ὁ ἅγιος Ἰωάννης ὁ Χρυσόστομος, ποὺ ἔπασχε ἀπὸ συχνὲς γαστρορραγίες – δόξα τῷ Θεῷ πάντων ἕνεκεν- εἶπε τὴν ὥρα τοῦ θανάτου του, καὶ ὁ ὁποῖος συχνότατα πίεζε τὸν αὐτοκράτορα γιὰ περισσότερες παροχὲς στοὺς πεινασμένους, κάποτε καὶ μὲ θορυβώδη τρόπο. Οὐδὲν σχόλιον!

Ἐσεῖς, ἐλλογιμώτατοι κύριοι καὶ Κυρίες Καθηγηταί, καὶ σεῖς οἱ παλαιότεροι, οἱ ἀξιοτίμητοι καὶ ἔμπειροι θεολόγοι, ἀπὸ τὴ σοφία τῶν χρόνων, ποὺ τιμάει σήμερα ἡ Ἡμέρα, ὅπως καὶ σύμπαντα τον εκπαιδευτικό κόσμο -ποὺ μοῦ θυμίζετε κι ἐμένα τοὺς παλιούς μου καλότατους δασκάλους ὅλων τῶν βαθμίδων, τῶν περισσοτέρων ἀπὸ τοὺς ὁποίους τὰ ὀνόματα εἶναι γραμμένα πιὰ στὴ βίβλο τῆς Ζωῆς, καὶ χαίρομαι καὶ συγκινοῦμαι- ἀσφαλῶς θὰ ἔχετε κατανοήσει καὶ ὡς δίδαγμα τὸ μεταδίδετε καὶ στοὺς νεώτερους, ὅτι παιδευτική διαδικασία χωρὶς φιλάνθρωπο καὶ ἐλεήμονα χαρακτῆρα εἶναι μάταιη καὶ ἐνάντια στὸν Ἄνθρωπο.

«Κάθε επιστήμη ποὺ χωρίζεται ἀπὸ τὴν Ἀρετή, δὲν είναι σοφία, αλλά πανουργία» μας λέει ο Πλάτων στον Μενέξενο.

Φτάσαμε στὸ σημεῖο νὰ ζοῦμε τόσο πολὺ κατὰ φαντασία, ποὺ προτιμοῦμε νὰ πεθαίνουν ἀπὸ τὴν πεῖνα ἢ νὰ σκοτώνονται οἱ ἄνθρωποι, ἀρκεῖ νὰ εὐημεροῦν οἱ ἀριθμοί. Ὡραῖο ὄντως ὅραμα ζωῆς ἔχουμε νὰ προσφέρουμε στοὺς νεότερους! Τὴν ἴδια ἀποτυχία παρουσιάζει καὶ ἡ Πολιτική, ὅταν δὲν ἔχει χαρακτῆρα ἔντιμης ἱερατικῆς ἀφοσιώσεως. Ταλαιπωροῦμε τὸν ἑαυτό μας καὶ ὅλοι ταλαιπωροῦμε ὅλους, δέσμιοι παθῶν καὶ ἰδιοτροπιῶν.

Οἱ σήμερον τιμώμενοι ἅγιοι τρεῖς Ἱεράρχαι, ἂν καὶ εἶναι ἄνθρωποι τῶν Γραμμάτων, πανεπιστήμονες τῆς ἐποχῆς τους, ἐν τούτοις δὲν ἔπαυαν ποτὲ νὰ θέτουν τὴ γνώση τους καὶ τὰ ἀγαθά τους στὴν ὑπηρεσία τοῦ Ἀνθρώπου.

Ἀναφορικὰ μὲ τὶς γνώσεις, «δὲν θὰ ἀτιμάσουμε καὶ δὲν θὰ περιφρονήσουμε τὴν παιδεία ἐπειδὴ ἔτσι ἀρέσει σὲ κάποιους», λέει ὁ ἄγιος Γρηγόριος, στηλιτεύοντας τοὺς θρησκευάμενους σκοταδιστὲς τῆς ἐποχῆς. Ἡ δὲ ἐξαιρετικὰ ἐκτεταμένη γιὰ τὰ χρόνια ἐκεῖνα παιδεία τοῦ ἁγίου Βασιλείου φαίνεται ἀπὸ τὸ γνωστὸ θαυμάσιο σύγγραμμά του «Ἑξαήμερος», ὅπου ἐκεῖ ἀναλύει τὴ δημιουργία τοῦ κόσμου καὶ τοῦ Ἀνθρώπου μὲ τόση ἐμβρίθεια, ὥστε νὰ ἐκπλήσσεται ἀκόμη καὶ ὁ σύγχρονος ἐπιστήμονας. Τὴν ἀνάγνωση τοῦ παραπάνω συγγράμματος ἐκθύμως Σᾶς συνιστοῦμε, ὅπως καὶ τὰ καταπληκτικὰ σχόλια πάνω στὴν «Ἑξαήμερο», τοῦ ἁγίου Γρηγορίου Νύσσης, ἀδελφοῦ κατά σάρκα τοῦ Μεγάλου Βασιλείου. Ὁ ἴδιος ὁ Μέγας Βασίλειος προτείνει στοὺς νέους νὰ διαβάζουν Ἕλληνες συγγραφεῖς, διότι τὰ κείμενά τους μποροῦν πολὺ νὰ τοὺς ὠφελήσουν.

Ἐπαναλαμβάνοντας τὸν Πλάτωνα, διὰ στόματος τοῦ Μενέξενου, ποὺ εἶχαν καλὰ μελετήσει, ὅτι κάθε ἐπιστήμη ὅταν χωρίζεται ἀπὸ τὴν ἀρετὴ εἶναι πανουργία καὶ ὄχι. σοφία, δὲν ἔπαυαν ὅλον αὐτὸ τὸ γνωσιολογικό τους ἐξοπλισμὸ νὰ τὸν χρησιμοποιοῦν γιὰ τὴ δόξα τοῦ Θεοῦ καὶ γιὰ τὴν ἀνακούφιση τοῦ πλησίον ποὺ εἶναι εἰκόνα τοῦ Θεοῦ. Ἐδῶ μπορεῖ νὰ Σᾶς βοηθήσει, διδάσκοντες καὶ διδασκόμενους ἡ Παιδαγωγικὴ Ἀνθρωπολογία τοῦ ἁγίου Ἰωάννου τοῦ Χρυσοστόμου, ποὺ ἀνατέμνει σὲ βάθος τὴ σχέση δασκάλου καὶ μαθητῆ, τὶς παιδαγωγικὲς συμβουλὲς πρὸς τὸ δάσκαλο, ὥστε νὰ ἐπιτύχει δημιουργικὴ καὶ ὄχι δουλικὴ ὑπακοὴ ἀπὸ τὸν μαθητή του.

Περνᾶμε σ’ἕνα ἄλλο θέμα τώρα:

Στὰ χρόνια τοῦ ἁγίου Γρηγορίου ἡ μοιχεία γιὰ τὴν γυναίκα ἦταν βαρύτερη ἀπ’ ὅ,τι γιὰ τὸν ἄντρα. Στηλιτεύοντας τὸ κατεστημένο τῆς ἐποχῆς του ὁ Ἅγιος, πολὺ πρὶν τὸ φεμινιστικὸ κίνημα τοῦ προτελευταίου αἰώνα, 17 αἰῶνες πρίν, λέμε, τολμάει νὰ πεῖ ὅτι ἄντρες νομοθέτησαν, γι’ αὐτὸ οἱ γυναῖκες ταλαιπωροῦνται. Μποροῦν νὰ βροῦν καλύτερο σύμμαχο οἱ φεμινίστριες ἀπὸ τὸν ἅγιο Γρηγόριο;

Ἐπειδὴ εἶχε πνεῦμα εὐρύ, ἀνοικτό, συνδιαλεγόταν μὲ τοὺς αἱρετικοὺς τῆς ἐποχῆς του καὶ ρωτοῦσε πάντοτε τὸ φίλο του Βασίλειο, μέχρι ποίου σημείου νὰ διαλέγεται μὲ τοὺς αἱρετικούς, διότι ὑπῆρχαν καὶ οἱ γραφικοὶ «θρῆσκοι», οἱ σοῦπερ-ὀρθόδοξοι τῆς ἐποχῆς, ποὺ ὑπάρχουν σὲ κάθε ἐποχὴ γιὰ νὰ κάνουν ἁπλῶς θόρυβο καὶ κεῖνος τὸν συμβούλευε. Θεωροῦνταν ἀπὸ τοὺς θρήσκους ζηλωτὲς ἐκείνων τῶν καιρῶν, ἐλαστικοὶ καὶ οἱ δύο τους.

Αὐτὸ μᾶς μαθαίνουν οἱ τρεῖς Ἱεράρχες μέσα ἀπὸ τὰ κείμενα καὶ τὴ ζωή τους: νὰ μὴν εἴμαστε θρῆσκοι. Τὸ νὰ εἶσαι θρῆσκος εἶναι πολὺ ἁπλὸ πρᾶγμα σήμερα καὶ θὰ ἔλεγα μᾶλλον ὅτι ἔχει πέραση. Ἡ θρησκεία ὅμως εἶναι νεύρωση, ὅπως ἔλεγε ὁ μακαριστὸς πατὴρ Ἰωάννης Ρωμανίδης.

Στὸ βάθος κάθε θρησκευτικοῦ συστήματος, πάρτε ὅποιο θέλετε, ὑπάρχει ὁ φοβισμένος Ἄνθρωπος ποὺ προσπαθεῖ νὰ ἐξευμενίσει ἕναν ἀπρόσιτο, ἀδέκαστο καὶ τιμωρὸ Θεό. Ὁ Ἄνθρωπος προσπαθεῖ νὰ πάει πρὸς τὸ Θεό.

Στὴν Ὀρθοδοξία, λένε οἱ Πατέρες μας, ἄλλωστε τὸ ἔβλεπα στὴ ζωὴ καὶ τὰ ἔργα τους, ὁ Θεὸς εἶναι Ἐκεῖνος ποὺ κατεβαίνει, ἀκριβέστερα «συγκαταβαίνει» καὶ ἀγκαλιάζει τὸν Ἄνθρωπο. Καὶ τὸν ἀγαπάει σὲ τέτοιο βαθμό, ποὺ ἀνεβαίνει στὸ Σταυρὸ καὶ πεθαίνει γι’ αὐτόν. Τὸ ἔχετε δεῖ πουθενὰ ἀλλοῦ αὐτό;

Στὴν οὐσία λοιπόν, οἱ σήμερον ἑορτάζοντες ἅγιοι Τρεῖς Ἱεράρχες, γκρεμίζουν κάθε θρησκεία, κάθε νευρωτικό, φοβικὸ θρησκευτικὸ σύστημα καὶ μᾶς καλοῦν νὰ γνωρίσουμε τὸ Χριστό. Δηλαδή; Νὰ γίνουμε Ἐκκλησία, ἐκκλησιαστικοὶ ἄνθρωποι –πρᾶγμα δύσκολο κι ἐπίπονο- ὄχι θρησκευάμενοι, θρῆσκοι, «θεοῦσοι» -συγχωρέστε με- ποὺ λέει ὁ ἁπλὸς λαὸς καί, ποὺ ἐννοεῖ τί; Τὸ ἀνάλογο τοῦ κατεστημένου τῶν Γραμματέων καὶ Φαρισαίων τῆς ἐποχῆς τοῦ Χριστοῦ στὸ σήμερα!

Ὁ Χριστὸς μᾶς εἶπε νὰ εἴμαστε ἁπλοὶ σὰν τὸ περιστέρι καὶ φρόνιμοι σὰν τὸ φίδι, δηλαδὴ ἁπλοὶ καὶ ταπεινοὶ στὴν καρδιὰ καὶ ἔξυπνοι στὸ μυαλό. Αὐτὸ τὸ χρυσὸ συνδυασμὸ συναντᾶμε σὲ ὅλα τὰ μεγάλα ἀναστήματα τῆς Ὀρθοδοξίας, ὅπως σήμερα στοὺς ἑορτάζοντες Τρεῖς Ἱεράρχες. Φύση πρακτικὴ ὁ Βασίλειος, ἡσυχαστικὴ ὁ Γρηγόριος, κοινωνικὴ ὁ Χρυσόστομος, εἶχαν ἕνα κοινό, τὴν ἀδιάλειπτη προσευχή, καὶ τὴν προσεκτικὴ ζωή. Αὐτὸ τὸ κοινό στοιχεῖο, ἡ ἴδια αὐτὴ εὐλογία, ἐπιμεριζόταν στὸν καθένα, καί, ἀνάλογα μὲ τὴν ἰδιοσυγκρασία του, φανέρωνε τὸ δεσπόζον χαρακτηριστικό του. Ἔχοντας συνείδηση ὅτι τοὺς κάλεσε ὁ Θεός, κατέθεταν ὅλα τὰ χαρίσματά τους στὴν Τράπεζα τῆς Ζωῆς, τὴν Ἐκκλησία. Ἦταν καὶ θρόνων διάδοχοι, ὡς ἐπίσκοποι, ἀλλὰ καὶ τρόπου ζωῆς ἁγίου μέτοχοι. Τὸ κοινωνικὸ ἔργο τὸ ὁποῖο ἐπιτελοῦσε ὁ καθένας τους ἦταν τὸ ἀποτέλεσμα μακρῶν, ἀλλὰ κρυφῶν, δακρύβρεκτων ταπεινῶν ἀγώνων νηστείας, ἀγρυπνίας, προσευχῆς, φοβερῆς πάλης ἐναντίον τοῦ κοσμικοῦ φρονήματος καὶ τοῦ διαβόλου.

Χωρὶς αὐτὴ τὴ βάση νὰ τὸ στηρίζει, τὸ ὅποιο ἔργο καταλύεται καὶ χάνεται· δὲν ἔχει πνοὴ ζωῆς: εἶναι κάτι τὸ ἐφήμερο, ποὺ μπορεῖ νὰ προκαλέσει μιὰ προσωρινὴ ἀνθοφορία συναισθημάτων, ποὺ ὅμως φυλλορροοῦν καὶ δὲν δένουν καρπό, γιατὶ λείπει τὸ Ἕνα ποὺ χρειάζεται καὶ εἶναι ὁ Χριστός.

Νὰ μὴ μένουμε λοιπὸν μόνο στὸ ἐξωτερικὸ ἔργο τῶν Τριῶν Ἱεραρχῶν, ἀλλὰ νὰ προσέξουμε ποιοὶ ἦταν ἀπὸ μέσα τους καί, ἀκριβῶς ἐπειδὴ ἀπὸ μέσα τους εἶχαν ἐπίμονα καὶ ἐπίπονα καλλιεργηθεῖ σὲ βαθμὸ νὰ ἀποτελοῦν ζωντανὰ ἐκμαγεῖα τῆς Χάριτος, γι’ αὐτὸ καὶ τὰ ἔργα τους λάμπουν.

Ἐμεῖς, συχνὰ θέλουμε νὰ πετύχουμε τὸ ἴδιο, χωρὶς ὅμως τὶς πνευματικὲς προϋποθέσεις ποὺ προανέφερα, ἀκριβῶς ἐπειδὴ μᾶς πλανάει ἡ ἐξωτερικὴ φανταχτερὴ ὄψη τοῦ πράγματος. Ἀκόμη καὶ γιὰ τὸν ἅγιο Χρυσόστομο, τοῦ ὁποίου συχνὰ ἀναφέρουν τὸ κοινωνικὸ ἔργο καὶ τοὺς ἀγῶνες, χωρὶς νὰ ἑστιάζουν καθόλου στὴν ἀσκητικὴ βιοτή του, γνωρίζουμε ὅτι διδάχτηκε τὴν πνευματικὴ ζωὴ ἀπὸ κάποιον Σῦρο Γέροντα γιὰ τέσσερα χρόνια, τὰ 2 ἀπὸ τὰ ὁποῖα πέρασε μέσα σὲ μιὰ σπηλιά. Προετοιμάστηκε καλὰ λοιπόν, καὶ μάλιστα μέσῳ τῆς ἀρχαίας συριακῆς παραδόσεως κι ἔπειτα ἀνοίχτηκε φανερὰ στὸν πόλεμο καὶ τοὺς ἀγῶνες.

Περαίνοντας, θὰ λέγαμε σὲ ἀντιστοιχία μὲ ὅσα είπαμε στὴν ἀρχή τῆς ὁμιλίας σχετικὰ μὲ τὸν σημερινὸ Οὑμανισμό, στοὺς Πατέρες ὑπάρχει ἕνα εἶδος ἀνάποδου Ἀνθρωπισμοῦ: δὲν γνωρίζω τὸ Θεὸ διὰ τοῦ πλησίον μου ἀνθρώπου· πηγαίνω ἐγὼ πρὸς τὸν Θεό καὶ μέσα στὸ Θεὸ βρίσκω τὸν πλησίον. Ὅταν βρῶ τὸν πλησίον βρίσκομαι ἤδη μέσα στὸ Θεό. Γι’ αὐτό καὶ βρίσκω τὸν πλησίον μου ἄνθρωπο μοναδικῶς σωστά: Ὡς δικό μου μέλος δηλαδή.

Εἶναι αὐτὸ ποὺ ἀναζητοῦσε ὁ πολὺς Λουδοβῖκος Βιττγκενστάιν, ὁ ὁποῖος ἔλεγε ὅτι ὅλη ἡ δυτικὴ Φιλοσοφία πρέπει νὰ ἀπαλλαγεῖ ἀπὸ τὸν Καρτεσιανισμό της, διότι ὅταν λέει «σκεπτόμενο ὑποκείμενο» ἀναφέρεται στὸ νοῦ, χωρὶς νὰ ὑπολογίζει τὸ σῶμα, ἐρήμην τοῦ σώματος. Ὅλο τὸ δυτικὸ σύστημα σκέψης πάσχει ἀπὸ μιὰ νοσταλγία σώματος, πρᾶγμα ποὺ δὲν συμβαίνει μὲ τὴ θεολογία τῶν Τριῶν Ἱεραρχῶν καὶ ὅλων τῶν Πατέρων, γιατὶ εἶναι μία θεολογία ἔνσαρκη. «Γευτεῖτε καὶ δέστε πόσο χρηστὸς εἶναι ὁ Κύριος», λέμε στὴ θεία Λειτουργία. Ποιός εἶναι ὁ Κύριος; Δέστε τὸ σῶμα καὶ τὸ αἷμα Του. Ὅλοι μας ποὺ κοινωνοῦμε «κοινωνικὰ ἐνδιασφιγγόμαστε» λέει ὁ ἅγιος Μάξιμος συνάδοντας πρὸς τὸ πνεῦμα τῶν Τριῶν Ἱεραρχῶν, καὶ γινόμαστε σύσσωμοι καὶ σύναιμοι, εἴμαστε ἕνα Σῶμα καὶ γνωριζόμαστε ὡς μέλη τοῦ ἰδίου Σώματος. Σὲ ἰδέες δὲν πιστεύουμε γιατὶ γνωρίζουμε ἐμπειρικὰ τὸ Θεό, γνωριζόμαστε μεταξύ μας μέσα Του!

Αὐτὸ μᾶς λένε καὶ οἱ Τρεῖς Ἱεράρχες σήμερα: μᾶς προκαλοῦν καὶ μᾶς προσκαλοῦν, ἐμπειρικὰ νὰ γνωρίσουμε τὸ Θεό.

Γιὰ νὰ ὀμορφύνει καὶ νὰ ζήσει ὁ κόσμος.

Γιὰ νὰ λαμπρυνθεῖ καὶ μοσκοβολήσει η ζωή μας, ἡ κοινωνία μας, ἡ πολιτική μας, ἡ πατρίδα μας, ἡ ἒκπαίδευσή μας.

Σᾶς εὐχαριστῶ γιὰ τὴν ὑπομονή Σας.

TOP NEWS