Αρχιεπίσκοπος Αμερικής Ελπιδοφόρος: Με στοχοποίησαν κέντρα και παράκεντρα
«Ο θεσμικός ρόλος μου είναι να υπηρετώ την Ελλάδα και τα εθνικά μας συμφέροντα», δηλώνει στην αποκλειστική συνέντευξή του στην «Real» και εκφράζει την αισιοδοξία του για επαναλειτουργία της Θεολογικής Σχολής της Χάλκης τον Σεπτέμβριο του 2026.
Στον ΘΑΝΑΣΗ Κ. ΤΣΙΤΣΑ, Νέα Υόρκη
Σε μια περίοδο κατά την οποία ο αμερικανικός θρησκευτικός χάρτης μεταβάλλεται αθόρυβα αλλά ουσιαστικά, η Ορθόδοξη Εκκλησία —για δεκαετίες μια μικρή, σχετικά άγνωστη πτέρυγα του χριστιανισμού στις Ηνωμένες Πολιτείες— βρίσκεται απροσδόκητα στο επίκεντρο. Πρόσφατο ρεπορτάζ των New Υork Times καταγράφει εντυπωσιακή άνοδο συμμετοχής σε ενορίες από τη Βόρεια Καρολίνα έως την Πενσυλβάνια, με εκατοντάδες νέους κατηχουμένους να αναζητούν μια πιο αυθεντική και απαιτητική μορφή πίστης σε μια εποχή πολιτισμικής ρευστότητας.
Μέσα σε αυτό το κλίμα αναδιάταξης, ο Αρχιεπίσκοπος Αμερικής Ελπιδοφόρος κινείται σε ένα σύνθετο πεδίο, όπου οι πνευματικές ανάγκες μιας διευρυνόμενης βάσης πιστών συναντούν τις γεωπολιτικές πιέσεις που επηρεάζουν την Ορθοδοξία στις ΗΠΑ και πέρα από αυτές. Ο κ.Ελπιδοφόρο αντιμέτωπος με διαφορετικά και συχνά αντικρουόμενα ρεύματα στο εσωτερικό της Αρχιεπισκοπής, προχωρά στον δικό του απολογισμό, σχολιάζει στην “R” τις μεχρι πρότινος τεταμένες σχέσεις με μελη της κυβέρνησης Μητσοτάκη καταγγέλλοντας στοχοποίηση από κέντρα και «παρακέντρα» σε Ελλάδα και ΗΠΑ.
Η επταετής θητεία του έχει σημαδευτεί από προσπάθειες προοδευτικής ανασυγκρότησης, εσωτερικές εντάσεις, διαμάχες και αναπόφευκτες προσαρμογές και συμβιβασμούς. Ο Αρχιεπίσκοπος Αμερικής συμμετέχει σημερα στην πρώτη αποστολική επίσκεψη του Πάπα Λέοντα στην Κωνσταντινούπολη στο πλαίσιο των εορτασμών για τα 1.700 χρόνια από την Α΄ Σύνοδο της Νικαίας, η οποία -εκτός των άλλων – υπογραμμίζει πόσο φορτισμένο έχει γίνει το θρησκευτικό τοπίο εν μέσω διεθνών συγκρούσεων.
Σε ένα γεωπολιτικά ρευστό περιβάλλον, όπου η θρησκεία συχνά λειτουργεί ως παράγοντας ισχύος αλλά και τριβής, η Αρχιεπισκοπή Αμερικής βρίσκεται να διαδραματίζει ρόλο μεγαλύτερο από αυτόν που παραδοσιακά της αποδιδόταν. Οι εσωτερικές διεργασίες στο Φανάρι, οι διωγμοί χριστιανικών πληθυσμών στη Μέση Ανατολή και η αναζωπύρωση του ενδιαφέροντος για την Ορθοδοξία στις ΗΠΑ συνθέτουν ένα τοπίο όπου καμία πλευρά —ούτε η Εκκλησία ούτε η διπλωματία— δεν μπορεί να αγνοήσει την άλλη.

Ερ.: Πώς αντιλαμβάνεστε τη Σύνοδο στη Νίκαια; Ως θεολογική ευκαιρία, ως χειρονομία συμφιλίωσης ή ως ένα ακόμη συμβολικό βήμα χωρίς συνέχεια;
Απ.: Δεν θα έλεγα ότι είναι ένα βήμα χωρίς συνέχεια. Το αντίθετο. Τη βλέπω ως έναν ακόμη κρίκο σε μια διαρκή προσπάθεια επαναπροσέγγισης των Εκκλησιών. Αυτή η προσπάθεια είναι σήμερα πιο αναγκαία από ποτέ, όταν ο Χριστιανισμός σε πολλές περιοχές συρρικνώνεται ή και διώκεται.Δεν είμαι τόσο αφελής ώστε να πιστεύω ότι τώρα στη Νίκαια θα γίνει κάτι θεαματικό, όπως η ένωση των Εκκλησιών. Είναι όμως σημαντικό ότι υπάρχει σταθερή βούληση συνεργασίας από όλες τις πλευρές.
Είναι επίσης ενδεικτικό ότι, παρά τις αλλαγές Πάπα, συνεχίζεται από την εποχή του Παύλου ΣΤ΄ η παράδοση ο Ποντίφικας να επισκέπτεται τον Οικουμενικό Πατριάρχη και να προωθεί την πανχριστιανική συνεργασία.
Ερ.: Πόσο ώριμη είναι σήμερα η σχέση μεταξύ Ορθοδόξων και Καθολικών;
Απ.: Ζούμε σε μια εποχή όπου οι διαφορές – πολιτισμικές, γλωσσικές, εθνικές – δεν θεωρούνται πλέον εμπόδιο στη συνεργασία και την ειρηνική συνύπαρξη. Αυτό ισχύει ακόμη περισσότερο όταν μιλάμε για ανθρώπους της ίδιας πίστης, του Χριστιανισμού.
Μέσα στη Ρωμαιοκαθολική Εκκλησία θα δείτε τεράστια ποικιλία γλωσσών και λειτουργικών παραδόσεων, χωρίς αυτό να διασπά την ενότητα υπό τον Πάπα. Στην Ορθόδοξη Εκκλησία δεν έχουμε έναν Ποντίφικα· έχουμε όμως την κοινή πίστη και τη μυστηριακή κοινωνία μεταξύ μας, η οποία δεν διαταράσσεται από γλωσσικές ή λειτουργικές διαφορές.
Το παράδοξο είναι πως μιλάμε για κοινό εορτασμό του Πάσχα με τη Δύση, ενώ οι ίδιοι οι Ορθόδοξοι δεν έχουμε καταφέρει να συμφωνήσουμε σε κοινή ημερομηνία εορτασμού των Χριστουγέννων. Εμείς, που έχουμε κοινό ποτήριο και μυστηριακή ενότητα, δεν μπορούμε ακόμη να εορτάσουμε ομοφώνως ούτε τα Χριστούγεννα. Αυτό δείχνει πόσο περίπλοκο είναι το ζήτημα της ενότητας.
Ερ.: Θα τεθεί στη Σύνοδο το θέμα του κοινού εορτασμού του Πάσχα και θα ληφθεί απόφαση;
Απ.: Το θέμα έχει ήδη τεθεί εδώ και καιρό· δεν μπαίνει τώρα για πρώτη φορά. Υπήρχε μια διαδικασία προς λήψη απόφασης, αλλά, απ’ όσο γνωρίζω, διεκόπη λόγω της κοίμησης του Πάπα Φραγκίσκου και της εκλογής νέου Ποντίφικα.
Θεωρώ μάλλον πρόωρο να προχωρήσει ένας Πάπας που μόλις εκλέχθηκε σε τόσο βαρύνουσα απόφαση. Πιθανότατα θα μετατεθεί σε μεταγενέστερη φάση. Σε κάθε περίπτωση, η ίδια η συζήτηση είναι σημαντική, ακόμη κι αν η τελική απόφαση καθυστερήσει.
Η επίσκεψή του στην Κωνσταντινούπολη και η επίσκεψη που προγραμματίζεται στη Μέση Ανατολή, και ειδικά στον Λίβανο, δείχνουν ότι προτεραιότητα του Βατικανού παραμένουν η προσέγγιση των χριστιανών, η ειρήνη και η προστασία των χριστιανικών κοινοτήτων της Μέσης Ανατολής, που δοκιμάζονται μαζί με όλους τους λαούς της περιοχής. Αυτό είναι σαφές και είναι κάτι στο οποίο όλοι οφείλουμε να συμβάλουμε.

Ερ.: Η Σύνοδος θα συμπέσει με γεωπολιτικές εντάσεις και αυξημένο εθνικισμό, με θύματα και χριστιανικές κοινότητες στη Μέση Ανατολή. Πώς μπορεί η Εκκλησία να μιλά για ενότητα, όταν οι κοινωνίες επιλέγουν τη διάσπαση και τον θρησκευτικό φανατισμό;
Απ.: Ίσως η Σύνοδος είναι ακριβώς η απάντηση σε αυτή την πρόκληση. Βλέπουμε παγκοσμίως μια γενικότερη τάση υπαναχώρησης σε θέματα συνεργασίας, μια διάθεση τα έθνη να κλειστούν στον εαυτό τους, να προβάλλουν αποκλειστικά τις δικές τους «καθαρές» εθνικές αξίες, υποτιμώντας ή διώκοντας το διαφορετικό.
Όμως πλέον οι κοινωνίες είναι βαθιά αναμεμειγμένες: σε καμία χώρα δεν λείπουν μεγάλες ομάδες μεταναστών, άλλης εθνικότητας, άλλης θρησκείας, άλλης γλώσσας. Μια προσπάθεια επιστροφής σε κλειστές, «ομοιογενείς» κοινωνίες θα έχει μεγάλο κόστος, θα γεννήσει βία και ίσως αιματοχυσία και θα οδηγήσει σε μεγάλη διεθνή αποσταθεροποίηση.
Ερ.: Πώς αξιολογείτε την επίσκεψη του μεταβατικού Σύρου προέδρου στον Λευκό Οίκο;
Απ.: Σας μιλά ένας άνθρωπος που κατάγεται από τη Συρία από τη μεριά της μητέρας του και γνωρίζει τη χώρα από μέσα. Ήμουν από τους πρώτους που χαιρέτισαν την κατάρρευση του καθεστώτος Άσαντ, παρότι όλοι γνωρίζουμε ότι το καθεστώς αυτό υπήρξε προστατευτικό προς τους Χριστιανούς και την Ορθοδοξία.
Η αιτία είναι ότι επρόκειτο για ένα τυραννικό και καταπιεστικό καθεστώς, ιδιαίτερα απέναντι σε άλλες εθνικές και θρησκευτικές ομάδες. Δεν πιστεύω ότι ωφελεί την Ορθοδοξία και τον Χριστιανισμό να ταυτίζονται με ανελεύθερα, αντιδημοκρατικά καθεστώτα, ακόμη κι αν προσφέρουν μια πρόσκαιρη «προστασία». Μακροπρόθεσμα, η Εκκλησία έχει περισσότερα να κερδίσει κρατώντας αποστάσεις από τέτοιες εξουσίες.
Για τον μεταβατικό πρόεδρο, νομίζω ότι κυριαρχεί η λογική της realpolitik. Σε μια χώρα όπως η Συρία, όπου οι αντιπαραθέσεις έχουν φθάσει στο ζενίθ, έχει χυθεί πολύ αίμα και δεν υπάρχει παράδοση δημοκρατικής διακυβέρνησης, η μετάβαση δεν μπορεί να γίνει από τη μία μέρα στην άλλη. Αυτό που με ενδιαφέρει σε αυτή τη φάση είναι η δέσμευση του νέου προέδρου ότι προτίθεται να πορευθεί προς τη δημοκρατία, να προχωρήσει σε εκλογές σταδιακά, με συνεργασία και στήριξη της Δύσης.
Μεγάλο κέρδος θεωρώ ότι η Συρία απηλλάγη από τη ρωσική κηδεμονία. Η Ρωσία παρουσιάστηκε ως «προστάτης της Ορθοδοξίας», αλλά στην πραγματικότητα χρησιμοποίησε την ορθόδοξη ιδεολογία, όπως παλαιότερα την κομμουνιστική, ως ιδεολογικό ένδυμα για εθνικές και παγκόσμιες βλέψεις. Η πίστη μας γίνεται εργαλείο κρατικών συμφερόντων. Αυτό είναι επικίνδυνο και για την Εκκλησία και για τους λαούς.
Ερ.: Τι απέφερε η επίσκεψη του Οικουμενικού Πατριάρχη στις ΗΠΑ ως προς το ζήτημα της Θεολογικής Σχολής της Χάλκης;
Απ.: Στο θέμα της Χάλκης συμμερίζομαι απόλυτα την αισιοδοξία του Πατριάρχη, όχι από ρομαντισμό, αλλά στη βάση συγκεκριμένων δεδομένων. Πρώτον, το κτηριακό: η ανακαίνιση του κτιρίου της Θεολογικής Σχολής προχωρά ραγδαία. Ήδη έχει ολοκληρωθεί πάνω από το 60% και αναμένεται να ολοκληρωθεί πλήρως γύρω στο Πάσχα, χάρη στη δωρεά του Θανάση Μαρτίνου.
Δεύτερον, για πρώτη φορά υπάρχει ουσιαστική συνεργασία στελεχών του Οικουμενικού Πατριαρχείου με στελέχη υπουργείων της τουρκικής κυβέρνησης. Κάθονται στο ίδιο τραπέζι και συζητούν πώς, με ποιο νομικό σχήμα και με ποια μορφή μπορεί να επαναλειτουργήσει η Σχολή, ώστε να είναι αποδεκτό και από το Πατριαρχείο και από το τουρκικό νομικό πλαίσιο. Έχουμε φύγει από το στάδιο των ευχάριστων δηλώσεων και έχουμε εισέλθει στο στάδιο του «πάμε να δούμε πώς το υλοποιούμε».
Καταλυτικό ρόλο είχε και η παρέμβαση του Πατριάρχη προς τον πρόεδρο των ΗΠΑ, ο οποίος μέσα σε λίγες ημέρες έθεσε το ζήτημα ευθέως στον Τούρκο πρόεδρο. Όλα αυτά δικαιολογούν την αισιοδοξία που εκφράζει ο Πατριάρχης για επαναλειτουργία τον Σεπτέμβριο του 2026.
Ερ.: Άρα πιστεύετε ότι αυτό μπορεί να γίνει επί θητείας Ερντογάν;
Απ.: Ναι. Ο Ερντογάν είναι, ρεαλιστικά, ο μόνος πρόεδρος που έχει την πολιτική δύναμη να το αποφασίσει και το κύρος να το επιβάλει στην τουρκική κοινωνία. Οι αντιδράσεις προέρχονται κυρίως από ακραίους εθνικιστικούς κύκλους – αυτό δεν μας εκπλήσσει.
Ερ.: Πώς αξιολογείτε τη σημερινή κατάσταση στα ελληνοτουρκικά; Υπάρχει πάγωμα του διαλόγου, προκλήσεις και διεκδικήσεις της Άγκυρας, αλλά και συνεχής αγώνας εξοπλισμών.
Απ.: Βλέπω ότι στα ελληνοτουρκικά περνάμε μια σχετικά καλή περίοδο. Δεν υπάρχουν εντάσεις όπως παλιότερα, όταν φοβόμασταν τα χειρότερα. Σήμερα δεν έχουμε κλιμάκωση στο Αιγαίο, ούτε το ψυχροπολεμικό, στρατιωτικό κλίμα που κυριαρχούσε κάποτε.
Φυσικά, οι θέσεις και από τις δύο πλευρές παραμένουν. Δεν είναι όμως αυτή η στιγμή που θα εκδηλωθεί κάποια υποχώρηση από τις πάγιες θέσεις, ούτε υπάρχει λόγος να γίνει αυτό τώρα. Πιστεύω ότι και οι δύο πλευρές περιμένουν την κατάλληλη συγκυρία για να συνεχίσουν τον διάλογο από τις θέσεις που έχουν διαχρονικά.
Οι χώρες δεν λειτουργούν με βάση τα συναισθήματα, αλλά με βάση τα συμφέροντά τους. Αυτή τη στιγμή το συμφέρον και των δύο είναι να μην υπάρχουν εντάσεις. Αυτό είναι καλό για τους λαούς και συνάδει με αυτό που προσεύχεται πάντα η Εκκλησία: την ειρήνη.
Ερ.: Βρισκόμαστε στον έβδομο χρόνο της θητείας σας. Ποιο θεωρείτε το μεγαλύτερο επίτευγμά σας στην Αρχιεπισκοπή Αμερικής;
Απ.: Το σημαντικότερο επίτευγμα, κατά τη γνώμη μου, είναι η αποκατάσταση της εμπιστοσύνης του ποιμνίου προς την Ιερά Αρχιεπισκοπή και στις πρωτοβουλίες της. Όταν ήρθα, η εμπιστοσύνη αυτή ήταν πολύ κλονισμένη – όχι μόνο στα οικονομικά, αλλά και στην ικανότητα της Αρχιεπισκοπής να διαχειρίζεται τα προβλήματα της Ομογένειας.
Φυσικά, μέσα σε αυτό περιλαμβάνονται και το οικονομικό νοικοκύρεμα και ο Άγιος Νικόλαος στο Ground Zero. Αλλά θέλω να τονίσω ότι τίποτα από αυτά δεν είναι προσωπικό επίτευγμα ενός «σπουδαίου ηγέτη». Αν κάτι κατάφερα, είναι ότι έφερα γύρω μου τους υγιείς φορείς της Ομογένειας και πολλά ικανά άτομα που αγαπούν την Εκκλησία και τον Ελληνισμό και τα έπεισα να συνεργαστούμε.
Ερ.: Κοιτάζοντας πίσω, υπήρξαν αποφάσεις που μετανιώσατε ή θα χειριζόσασταν διαφορετικά;
Απ.: Ασφαλώς. Υπήρξαν περιπτώσεις όπου δεν υπολόγισα σωστά τις αντιδράσεις που θα προκαλούσαν ορισμένες κινήσεις μου. Αν τις είχα προβλέψει, θα τις είχα κάνει διαφορετικά – όχι ως προς το περιεχόμενο, αλλά ως προς τον τρόπο και τον τόπο.
Ερ.: Μπορείτε να δώσετε ένα παράδειγμα;
Απ.: Χαρακτηριστικό παράδειγμα είναι η βάπτιση των παιδιών ενός ομόφυλου ζευγαριού στην Ελλαδα. Τη βάπτιση θα την ξαναέκανα. Δεν μετανιώνω που βάπτισα δύο παιδιά. Ίσως όμως δεν θα την έκανα στην Ελλάδα και σίγουρα όχι με τον τρόπο που έγινε τότε.
Δεν είχα υπολογίσει την έκταση και τη χροιά της δημοσιότητας που θα της έδιναν συγκεκριμένοι εκκλησιαστικοί κύκλοι, ούτε τις διασυνδέσεις τους με πολιτικούς κύκλους. Δεν μπορούσα να φανταστώ ότι θα υπάρξει τέτοια εκστρατεία. Παρ’ όλα αυτά, δεν αποδέχομαι τον διαχωρισμό σε «gay βαπτίσεις» και «straight βαπτίσεις». Αυτό είναι διαστροφή της διδασκαλίας του Ευαγγελίου. Η Εκκλησία βαπτίζει παιδιά, δεν κατηγοριοποιεί μυστήρια.
Ερ.: Και η επίσκεψή σας στο «Τουρκικό Σπίτι» στη Νέα Υόρκη προκάλεσε δυσαρέσκεια και έντονη κριτική. Ηταν σκόπιμη και άδικη;
Απ.: Νομίζω ότι σήμερα όλοι όσοι επισκέφθηκαν το ίδιο κτίριο μετά από μένα με δικαίωσαν. Συμβαίνει συχνά: ο πρώτος που κάνει κάτι «τρώει το ξύλο» και ανοίγει τον δρόμο για να το κάνουν οι επόμενοι χωρίς αντίδραση.
Πιστεύω ότι η επίσκεψη αυτή χρησιμοποιήθηκε από συγκεκριμένους κύκλους όχι για την ουσία της, αλλά ως αφορμή για να πληγεί η εικόνα του Αρχιεπισκόπου και της Αρχιεπισκοπής Αμερικής. Αν υπήρχε πραγματικό πρόβλημα στην ουσία, δεν θα ακολουθούσαν αργότερα άλλοι στο ίδιο βήμα.
Ερ.: Αυτή η επίσκεψη ήταν που κλόνισε τη σχέση σας με μέλη της ελληνικής κυβέρνησης, με το Μέγαρο Μαξίμου και ακολούθησε ένας σιωπηρός αποκλεισμός από την κυβέρνηση ενώ η αντιπολίτευση δεν ακολούθησε αυτό τον δρόμο.
Απ.: Η πολεμική ήταν μονομερής. Εγώ δεν την ακολούθησα. Δεν απάντησα με αντεπιθέσεις, ούτε εκμεταλλεύτηκα ευκαιρίες για να πλήξω κυβερνητικά στελέχη.
Προσπάθησα να διατηρήσω νηφαλιότητα και ψυχραιμία και να απαντώ όταν υπήρχαν κατηγορίες χωρίς βάση – και εξακολουθώ να πιστεύω ότι δεν είχαν βάση. Για μας τους κληρικούς της Διασποράς, η στάση πρέπει να είναι σαφής: ανεξάρτητα από το ποια κυβέρνηση υπάρχει στην Ελλάδα, εμείς υπηρετούμε το Έθνος, την Εκκλησία και τα εθνικά συμφέροντα. Η Ελλάδα μπορεί να μας πληγώνει, αλλά «το αίμα νερό δεν γίνεται».
Δεν πιστεύω ότι βοηθά τα εθνικά συμφέροντα να «ροκανίζουμε τα κλαδιά» πάνω στα οποία καθόμαστε. Και ένα από τα ισχυρά κλαδιά του Ελληνισμού είναι η Ιερά Αρχιεπισκοπή Αμερικής, όποια κι αν είναι η εκάστοτε κυβέρνηση στην Αθήνα.
Ερ.: Πώς τελικά εξομαλύνθηκαν οι σχέσεις με την Αθήνα;
Απ.: Υπήρξαν ψύχραιμες φωνές μέσα στην κυβέρνηση και γενικότερα στον πολιτικό κόσμο, άνθρωποι με εθνική συνείδηση, οι οποίοι δούλεψαν με υπομονή σε μια περίοδο μεγάλης έντασης.
Παράλληλα, υπήρξε και ένα «σύστημα» κέντρων και παρακέντρων, με συγκεκριμένα ΜΜΕ που δραστηριοποιούνται εδώ αλλά απευθύνονται κυρίως στο ελληνικό κοινό. Στην Αμερική δεν έχουν καμία αξιοπιστία – σχεδόν κανείς δεν τους ακούει. Στην Ελλάδα όμως δημιουργούν την εντύπωση ότι «διχάζεται ο Ελληνισμός» και καλλιεργούν ανησυχία. Με τον χρόνο και με νηφάλιες παρεμβάσεις, τα πράγματα οδηγήθηκαν προς μια πιο ομαλή κατεύθυνση.
Ερ.: Το ρεπορτάζ λέει ότι η Αθήνα υποχώρησε στην κόντρα, όταν της ζητήθηκε να ζητήσει τη βοήθειά σας για μια επίσκεψη του κ. Μητσοτάκη στον Λευκό Οίκο. Ισχύει;
Απ.: Δεν είναι σωστό να μπαίνουμε σε τέτοιες λεπτομέρειες. Ακόμη κι αν ζητήθηκε, δεν είναι κακό. Το καθήκον μου θα έκανα. Δεν κάνω χάρη σε κανέναν – αυτός είναι ο θεσμικός ρόλος μου: να υπηρετώ την Ελλάδα και τα εθνικά μας συμφέροντα. Αν το κάνω, απλώς κάνω το καθήκον μου· αν δεν το κάνω, δεν το επιτελώ.
Ερ.: Έχετε κατηγορηθεί όλα αυτά τα χρόνια από ιερείς και ομογενειακούς κύκλους για συγκεντρωτισμό και έλλειψη διαλόγου στο εσωτερικό της Αρχιεπισκοπής. Τι απαντάτε;
Απ.: Με εκπλήσσει αυτή η κριτική, γιατί στην πραγματικότητα προσπαθώ να κάνω το αντίθετο. Το ότι, μετά την ανάληψη των καθηκόντων μου, αντικατέστησα ορισμένους συνεργάτες, δεν σημαίνει αυταρχισμός· σημαίνει αλλαγή πλεύσης και ανανέωση των στελεχών.
Η δομή και η λειτουργία της Αρχιεπισκοπής επιβάλλουν οι αποφάσεις να είναι συλλογικές. Σε εκκλησιαστικό επίπεδο, είμαι αυτός που συγκάλεσε την επαρχιακή σύνοδο περισσότερες φορές από ποτέ – ειδικά στην πανδημία, σχεδόν κάθε μήνα, μέσω ηλεκτρονικών μέσων, για να συντονιστούμε σε θέματα εμβολιασμών, μέτρων, λειτουργικής ζωής κ.λπ.
Σε διοικητικό και οικονομικό επίπεδο, όλες οι αποφάσεις λαμβάνονται από τα θεσμοθετημένα συλλογικά όργανα: Εκτελεστική Επιτροπή, Αρχιεπισκοπικό Συμβούλιο, κληρικολαϊκές συνελεύσεις. Τίποτα από αυτά δεν παρακάμφθηκε. Γι’ αυτό και ο όρος «αυταρχισμός» μοιάζει περισσότερο προϊόν προπαγάνδας παρά πραγματικής εικόνας.
Ερ.: Αυτά τα κέντρα και «παράκεντρα» στα οποία αναφέρεστε, αρκετοί εδώ στις ΗΠΑ υποστηρίζουν ότι συνεχίζουν να λειτουργούν, να παρεμβαίνουν και να επηρεάζουν την τύχη της Αρχιεπισκοπής.
Απ.: Με παρηγορεί ότι τα ίδια ακριβώς κέντρα, με τα ίδια ονόματα μάλιστα, ασκούσαν παρόμοια προπαγάνδα σε όλους τους προκατόχους μου. Αν δείτε τα αρχεία, θα διαπιστώσετε ότι οι ίδιοι άνθρωποι που σήμερα εκθειάζουν τον Ιάκωβο ή τον Δημήτριο, κάποτε έγραφαν τα χειρότερα για αυτούς.
Αυτό δείχνει ότι δεν πρόκειται για ουσιαστική κριτική, αλλά για μη εποικοδομητική προπαγάνδα, με fake news και κατασκευασμένες ιστορίες. Η καλόπιστη, τεκμηριωμένη κριτική είναι απολύτως καλοδεχούμενη – με βοηθάει να προστατεύομαι από λάθη και αυταρχικές διολισθήσεις. Δυστυχώς, αυτό που βλέπουμε συχνά δεν είναι τέτοιος διάλογος, αλλά «προπετάσματα καπνού».
Ερ.: Σας κατηγορούν όμως ότι χρησιμοποιείτε στις ορθόδοξες εκκλησίες της Αμερικής περισσότερο την αγγλική γλώσσα παρά την ελληνική. Δεν είναι άδικη αυτή κριτική;
Απ.: Ο Αρχιεπίσκοπος, όταν θέλει να επικοινωνήσει με το ποίμνιό του, πρέπει να μιλήσει στη γλώσσα του. Το ακροατήριό μου δεν είναι η Καισαριανή ή οι ιστοσελίδες της Αθήνας που θα με κρίνουν, αλλά το Μιζούρι, η Λουιζιάνα, το Λας Βέγκας.
Το να πάω σε μια ενορία της ενδοχώρας, όπου οι άνθρωποι δεν καταλαβαίνουν ελληνικά, και να τους μιλήσω ελληνικά απλώς για να ικανοποιηθούν κάποιοι στην Ελλάδα, θα ήταν υποκρισία. Η ελληνική γλώσσα δεν προωθείται επειδή μιλάω ελληνικά σε ανθρώπους που δεν καταλαβαίνουν, αλλά επειδή στηρίζουμε συστηματικά την ελληνική παιδεία.
Η ουσιαστική απάντηση βρίσκεται στη δουλειά που κάνουμε μέσω της Διεύθυνσης Ελληνικής Παιδείας: στην υποστήριξη των ημερήσιων, απογευματινών και Σαββατιανών σχολείων, στα προγράμματα για την ιατροφαρμακευτική κάλυψη και τη συνταξιοδότηση των δασκάλων, που για πρώτη φορά θεσμοθετήθηκαν στα 100 χρόνια της Αρχιεπισκοπής. Εκεί πρέπει να κριθώ ως προς το αν προωθώ την ελληνική γλώσσα, όχι από το αν θα κάνω έναν λόγο στα ελληνικά σε ακροατήριο που δεν με καταλαβαίνει.

Ερ.: Ποιο είναι το όραμά σας για την Ελληνορθόδοξη Εκκλησία της Αμερικής; Πολλοί θεώρησαν στην αρχή ότι θα φέρετε ένα κύμα ανανέωσης με την στάσης σας στο κίνημα Black Lives Matter, την διαχείριση της πανδημίας κ.α.
Απ.: Η Αρχιεπισκοπή Αμερικής εξελίσσεται και αναπτύσσεται ραγδαία. Αυτό δεν είναι μόνο δική μας εμπειρία «στο πεδίο», στις ενορίες, αλλά και κάτι που επιβεβαιώνουν και μεγάλα μέσα, όπως πρόσφατα οι New York Times.
Τα στασίδια είναι γεμάτα. Το καλοκαίρι – για πρώτη φορά στην ιστορία μας στην Αμερική – αντί να αδειάζουν οι εκκλησίες λόγω διακοπών, ήταν πιο γεμάτες από ποτέ. Υπάρχει μεγάλη προσέλευση στην Ορθοδοξία. Οι κοινότητες αναπτύσσονται όχι μόνο κτηριακά και οικονομικά, αλλά και σε δραστηριότητες: εκκλησιαστικές, φιλανθρωπικές, αθλητικές, πολιτιστικές.
Πρέπει να ταξιδέψει κάποιος στην ενδοχώρα, σε απομακρυσμένες ενορίες, για να δει τον ενθουσιασμό για την Εκκλησία, την πίστη και τον πολιτισμό μας. Ακόμη και εκεί όπου η ελληνική γλώσσα έχει σε μεγάλο βαθμό χαθεί, η «ελληνικότητα» παραμένει ισχυρή.
Και μάλιστα είναι μια ελληνικότητα χωρίς εθνικισμό: όταν βλέπεις σε σχολεία του Τέξας Αφροαμερικανούς και Αμερικανούς ασιατικής καταγωγής να φορούν φουστανέλες και να χορεύουν τσάμικο, καταλαβαίνεις ότι ο πολιτισμός μας εμπνέει χωρίς αποκλεισμούς και σύνορα. Αυτό είναι το όραμα: μια Ορθοδοξία ανοιχτή, ζωντανή, που εμπνέει και αγκαλιάζει όλους.