Η συμβολή της Ιεράς Συνόδου της Εκκλησίας της Ελλάδος στην στοχαστική μνήμη της Μικρασιατικής Καταστροφής – Γ΄

Του Μ. Βαρβούνη στην Κιβωτό της Ορθοδοξίας
Συνεχίζοντας τα σχετικά με τον τόμο των πρακτικών του Β΄ Επιστημονικού Συνεδρίου Μνήμης του Μικρασιατικού Ελληνισμού, της Ιεράς Συνόδου της Εκκλησίας της Ελλάδος, να σημειώσουμε ότι η προτελευταία πέμπτη συνεδρία τιτλοφορήθηκε «Ἡ συνθήκη τῆς Λωζάννης, ἡ ἀνταλλαγή τῶν πληθυσμῶν καί τό Οἰκουμενικό Πατριαρχεῖο», στη διάρκειά της δε έγιναν τέσσερεις ανακοινώσεις, με τις ακόλουθες θεματικές: Παρατηρήσεις στή Συνθήκη τῆς Λωζάννης, τό ζήτημα τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριαρχείου στίς διαπραγματεύσεις τῆς Διάσκεψης τῆς Λωζάννης, μέσα ἀπό τά πρακτικά πού παρουσιάστηκαν στό Κοινοβούλιο τῆς Μεγάλης Βρετανίας τό 1923, ἡ προσφυγοποίηση τῆς ρωμέϊκης κοινότητας τοῦ Κάραγατς / Ὀρεστιάδος και τό κρυπτοχριστιανικό ζήτημα τοῦ Πόντου σήμερα.
Τέλος η έκτη και τελευταία συνεδρία ήταν αφιερωμένη στη «Χριστιανική Τέχνη καί τα Μνημεῖα στόν Μικρασιατικό χῶρο», και περιλάμβανε πέντε ανακοινώσεις, στις οποίες εξετάστηκαν τα παρακάτω θέματα: Οἱ βυζαντινοί ναοί τοῦ αγίου Ἀμφιλοχίου στό Ἰκόνιο καί τοῦ αγίου Γεωργίου στό κάστρο τῆς Alanya (Μ. Ἀσία), σε μια προσπάθεια προσέγγισης τῆς ἀρχικῆς τυπολογίας καί τῶν μετασκευῶν τους. Οἱ μεσοβυζαντινοί ναοί τοῦ αγίου Γρηγορίου Ναζιανζηνοῦ στήν Καρβάλη (Güzelyurt) καί τοῦ αγίου Γεωργίου (Karagedik Kilise) στήν κοιλάδα τοῦ Περιστρέμματος τῆς Καππαδοκίας. Ἡ ἀρχιτεκτονική τῶν προσκυνηματικῶν κέντρων τῆς Μικρᾶς Ἀσίας (5ος – 6ος αἰ.). Τά ἴχνη τοῦ Τηνιακού γλύπτη Γιαννούλη Χαλεπά στήν μικρασιατική Ἐρυθραία και, εν τέλει, η Ἐθνοκτονία / Πολιτισμική Γενοκτονία, δηλαδή η καταστροφή μνημείων, τῶν Ἑλλήνων τῆς Ὀθωμανικῆς Αὐτοκρατορίας, μέσα από ιστορικές καί σύγχρονες όψεις. Στο τέλος του τόμου παρέχονται σύντομα συμπεράσματα του συνεδρίου.
Αποτελεί γενική ομολογία ότι και αυτό το συνέδριο, που διοργανώθηκε από την Ειδική Συνοδική Επιτροπή Πολιτιστικής Ταυτότητας της Ιεράς Συνόδου της Εκκλησία της Ελλάδος, υπήρξε εξαιρετικά επιτυχημένο, τόσο όσον αφορά το εύρος της θεματικής που κάλυψε, όσο και ως προς την πρωτοτυπία των ανακοινώσεων που περιλάμβανε. Αυτό άλλωστε φάνηκε και από τις γόνιμες συζητήσεις τις οποίες προκάλεσαν οι ανακοινώσεις αυτές, και τεκμηριώθηκε με την έγκαιρη δημοσίευση των πρακτικών του συνεδρίου, με την ευγενική όπως πάντα φροντίδα των εκδόσεων «Αρχονταρίκι» και του κ. Νίκου Σαμπαζιώτη.
Κυρίως όμως, οι ανακοινώσεις του συνεδρίου ενίσχυσαν αποτελεσματικά και εξειδίκευσαν καίρια τα ήδη γνωστά για την ελληνορθόδοξη ταυτότητα και πίστη του Μικρασιατικού Ελληνισμού, ο οποίος ήδη από το 1914 και το 1918 βρισκόταν υπό την απειλή μιας διαρκούς δίωξης, η οποία κατέληξε βέβαια στο αιματοβαμμένο 1922. Ας μην ξεχνούμε ότι κατά την Μικρασιατική Καταστροφή και την ακόλουθη ιστορική συγκυρία κάηκαν χωριά, σφαγιάστηκαν αθώοι και άμαχοι, βιάστηκαν κοπέλες, ακρωτηριάστηκαν παιδιά, καταστράφηκαν ναοί, σχολεία, μονές και έργα πολιτισμού, εκδιώχθηκε ο χριστιανικός πληθυσμός της Μικράς Ασίας, διαδικασία που ολοκληρώθηκε το 1923-1924, με την ανταλλαγή πληθυσμών μεταξύ Ελλάδος και Τουρκίας, σύμφωνα με τη συνθήκη της Λωζάννης.
Κι όμως το μικρασιατικό πνεύμα δεν έσβησε. Οι πρόσφυγες και οι απόγονοί τους, μέχρι σήμερα, ρίζωσαν στην Ελλάδα, θεράπευσαν τις σωματικές και ψυχικές πληγές τους και μεγαλούργησαν ξανά. Μεγάλο μέρος της μεταπολεμικής προόδου της χώρας μας τόσο στον οικονομικό, όσο και στον πνευματικό τομέα οφείλεται στους Μικρασιάτες και τη δράση τους. Αναδημιούργησαν ακόμη και τα βασικά θρησκευτικά τους σεβάσματα, έχτισαν ναούς και μονές, έφεραν στην Ελλάδα τα βασικά θρησκευτικά τους παλλάδια, όπως η σεβάσμια και θαυματουργή εικόνα της Παναγίας Σουμελά, και δεν ξέχασαν ποτέ τη γη των προγόνων τους, την οποία συχνά πλέον προσκυνηματικά επισκέπτονται.
Η πίστη που στήριξε τους Μικρασιάτες τις ώρες του διωγμού, που υπήρξε απαντοχή τους στον δύσκολο εγκλιματισμό τους στις νέες εγκαταστάσεις τους, αυτή μέχρι και σήμερα αποτελεί τον χρυσό και ακατάλυτο σύνδεσμό τους με τη γη και την παράδοση των προγόνων τους. Όλα αυτά νομίζω ότι επαρκώς μελετήθηκαν στο συνέδριό μας, ώστε ο παρών τόμος να πλουτίζει τη σχετική, ογκώδη ήδη, βιβλιογραφία, και να αποτελεί σημαντική συνέχεια της πλούσιας ελληνικής μικρασιατικής βιβλιογραφίας.