Βιβλιοπρόταση: Μικρασιατική καταστροφή- 50 ερωτήματα και απαντήσεις

  • Dogma
μικρασιατική

Δύο σπουδαίοι ερευνητές, ο Άγγελος Συρίγος, αναπληρωτής καθηγητής στο Πάντειο Πανεπιστήμιο, και ο Ευάνθης Χατζηβασιλείου, καθηγητής στην Φιλοσοφική Σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών, μας έδωσαν ένα εξαιρετικό βιβλίο με τίτλο «Μικρασιατική καταστροφή: 50 ερωτήματα και απαντήσεις» (εκδόσεις ΠΑΤΑΚΗ), στο οποίο προσπαθούν, με νηφαλιότητα και εύστοχες κρίσεις, αξιοποιώντας τις πηγές της εποχής, αλλά με ευσύνοπτο τρόπο, να μας δώσουν απαντήσουν για την πιο δύσκολη, ίσως, περίοδο της ιστορίας του νεώτερου Ελληνισμού.

Το πρωτότυπο της μελέτης είναι ότι θέτουν 50 εξαιρετικές ερωτήσεις, που θα μπορούσαν να εκφράζουν τον κάθε αναγνώστη, τον κάθε ενδιαφερόμενο για τα γεγονότα της εποχής. Σημειώνουμε κάποιες από αυτές ενδεικτικά.

«Πότε προέκυψε το ενδιαφέρον της Ελλάδας για την Μικρά Ασία; Ποια ήταν η διαφωνία Βενιζέλου- Κωνσταντίνου στον Πρώτο Παγκόσμιο πόλεμο; Ποια ήταν η στάση της αντιβενιζελικής παρατάξεως έναντι της διεκδικήσεως της Μικράς Ασίας; Γιατί έστειλε ο Βενιζέλος τον στρατό στην Ιωνία; Ήταν εφικτή η διατήρηση της Ιωνίας; Ήταν αναπόφευκτη η ήττα; Γιατί ο Βενιζέλος έκανε τις εκλογές του 1920; Ήθελε να τις χάσει; Γιατί δεν συνέχισε τον πόλεμο χωρίς εκλογές;  Υποσχέθηκαν οι αντιβενιζελικοί στις εκλογές του 1920 ότι θα απέσυραν τον στρατό από την Ιωνία; Γιατί ηττήθηκε ο Βενιζέλος στις εκλογές του 1920; Μήπως πλειοψήφησε στη λαϊκή ψήφο, αλλά έχασε λόγω κατανομής των εδρών; Βοήθησαν τον Κεμάλ οι Γάλλοι, οι Ιταλοί, οι Σοβιετικοί; Ποια ήταν η στάση της Βρετανίας έναντι της μικρασιατικής εκστρατείας μετά τις εκλογές του Νοεμβρίου του 1920; Πόσο επηρέασε ο Εθνικός Διχασμός την τελική κατάληξη του πολέμου το 1922; Ποιος ήταν ο ρόλος του ύπατου αρμοστή Αριστείδη Στεργιάδη; Η Μικρασιατική καταστροφή ήταν η μοιραία συνέπεια ενός πολέμου ή γενοκτονία; Ήταν πράγματι ένοχοι εσχάτης προδοσίας αυτοί που δικάστηκαν κι εκτελέστηκαν στη Δίκη των Εξ; Μπορούσε να είχε αποτραπεί η ήττα του ελληνικού στρατού το 1922 και συνακόλουθα η Μικρασιατική Καταστροφή; Τι σήμανε για την Ελλάδα η Μικρασιατική Καταστροφή; Τ άλλαξε στους στόχους της ελληνικής πολιτικής η Μικρασιατική Καταστροφή;»

Ο αναγνώστης απολαμβάνει ένα βιβλίο εγκόλπιο της μικρασιατικής εκστρατείας και καταστροφή με πολύ γόνιμες αναλύσεις και βγαίνει πιο προβληματισμένος και σοφότερος μέσα από την μελέτη του βιβλίου. Οι συγγραφείς επισημαίνουν ότι «το 1922 είναι η μεγαλύτερη καταστροφή που υπέστη ο ελληνισμός στην μακραίωνη ιστορία του. Ορίζει την απώλεια των χαμένων πατρίδων. Μετά το 1922, για πρώτη φορά μετά από χιλιάδες χρόνια, δεν υπάρχουν πλέον ελληνικές κοινότητες, δεν ομιλείται η ελληνική γλώσσα στην απέναντι ακτή του Αιγίου, έναν από τους τόπους που δημιούργησαν αυτόν τον πολιτισμό. Το 1922 χάθηκαν πολλοί άνθρωποί μας (ίσως και συγγενείς μας). Και όσοι γλύτωσαν και ήρθαν στο ελεύθερο κράτος αντιμετώπισαν την κοινωνική φρίκη της προσφυγιάς (ενάμισι περίπου εκατομμύριο πρόσφυγες σε ένα κράτος των τεσσάρων εκατομμυρίων, χρεωκοπημένο και αδύναμο να τους περιθάλψει). Πολλοί από εκείνους πέθαναν ακόμη και μετά την έλευση στην ελεύθερη πατρίδα από πείνα ή από απλές αρρώστιες, γιατί δεν υπήρχαν τροφή και φάρμακα. Αντιμετώπισαν, ακόμη, τη δυσπιστία και την άρνηση πολλών από τους γηγενείς- αυτά όμως τελικά ξεπεράστηκαν, επειδή όλοι τους ανήκαν στο ίδιο έθνος, στον ίδιο πολιτισμό» (σσ. 16-17). Το βιβλίο λοιπόν θέλει σεβασμό προς την απώλεια και το συναίσθημα, δεν έπρεπε όμως να είναι υπαγορευμένο από αυτά. Γι’  αυτό και οι συγγραφείς προσπάθησαν (κατά τη γνώμη μας το κατάφεραν) να γράψουν όχι θρηνώντας, προσπάθησαν να δούνε τα πράγματα και από την οπτική των άλλων, των Τούρκων και των Μεγάλων Δυνάμεων της εποχής, προσπάθησαν να αποφύγουν τον εθνικιστικό λόγο και τον διδακτισμό, όταν ασχολήθηκαν με τον Εθνικό μας Διχασμό.

Επισημαίνουν κάτι σημαντικό:  ότι για τους Τούρκους το 1922 είναι η επέτειος μιας μεγάλης νίκης, όχι μόνο εναντίον των Ελλήνων, αλλά και εναντίον των Μεγάλων Δυνάμεων της εποχής. Η Τουρκία βγήκε τραυματισμένη και διαμελισμένη από τον Πρώτο Παγκόσμιο Πόλεμο. Η νίκη της εναντίον της Ελλάδας αποτέλεσε την βάση για την συγκρότηση του σύγχρονου τουρκικού κράτους. Αυτό είναι γεγονός που οφείλουμε να λαμβάνουμε υπόψιν. Δεν ήμασταν μόνο εμείς που μαχόμασταν υπερ βωμών και εστιών στην Μικρασία, αλλά και οι Τούρκοι. Και χάσαμε. Αυτό το γεγονός δείχνει ότι σε έναν πόλεμο δεν είμαστε μόνοι μας, δεν είμαστε μόνο εμείς που έχουμε δίκιο για να τον πολεμήσουμε, αλλά υπάρχει και η άλλη πλευρά. Κυρίως, φαίνεται από το βιβλίο ότι οι λόγοι για τους οποίους πήγαμε στην Μικρασία, ενώ ήταν καλά υπολογισμένοι από τον Βενιζέλο, κάτι που αποδέχτηκε και η αντιβενιζελική πλευρά (πλην του Μεταξά), όταν κατέλαβε την εξουσία, εντούτοις ήταν στηριγμένοι σε λανθασμένες εκτιμήσεις τόσο σε σχέση με την στήριξη των Μεγάλων Δυνάμεων, όσο και σε σχέση με το οικονομικό κόστος του πολέμου, αλλά και σε σχέση με την μη αναμενόμενη αντίδραση της τουρκικής πλευράς. Ο Βενιζέλος έβλεπε ότι η Οθωμανική Τουρκία εκπροσωπούνταν αρχικά από τον ηττημένο και αδύναμο σουλτάνο. Όταν το τουρκικό εθνικιστικό κίνημα με τον Κεμάλ επικεφαλής ανέλαβε την συνέχεια του πολέμου, η ελληνική πλευρά δεν αντιλήφθηκε έγκαιρα ότι η συνθήκη των Σεβρών, η Μεγάλη Ελλάδα «των δύο ηπείρων και των πέντε θαλασσών» ήθελε πόλεμο, αίμα, χρήμα, πολύν αγώνα για να εδραιωθεί και ότι οι Μεγάλες Δυνάμεις γρήγορα θα έκαναν πίσω, αφήνοντας μόνον του έναν λαό που πάντοτε χρησιμοποιούσαν, ποτέ όμως ουσιαστικά δεν θέλησαν να είναι ισχυρός τόσο, ώστε να απειλεί τα συμφέροντά τους.

Και κάτι ακόμη, που διαφαίνεται ξεκάθαρα στο βιβλίο:  η δική μας πλευρά, ενώ ομονοούσε στον στόχο, ουδέποτε μπόρεσε να ομονοήσει στην συνειδητοποίηση ότι μεγάλοι στόχοι δεν μπορούν να εκπληρωθούν εάν στο εσωτερικό της χώρας δεν υπάρχει σύμπνοια και ενότητα. Ο Εθνικός Διχασμός ήταν η κύρια αιτία για την αδυναμία μας να φτάσουμε τον στόχο μας μέχρι το τέλος ή, τουλάχιστον, να έχουμε δεύτερη γραμμή άμυνας. Πολεμήσαμε και νικηθήκαμε για έναν στόχο που φαινόταν εφικτός, αλλά ήθελε ηγεσία που να αντιλαμβάνεται τους συσχετισμούς στην Ευρώπη, να βλέπει τα διπλωματικά ρεύματα, να πείσει τον λαό ότι το μείζον, που ήταν η διάσωση του Ελληνισμού στην Ιωνία, ήταν ανώτερο από το ξεκαθάρισμα πολιτικών λογαριασμών, ότι στον στρατό πρόκριμα πρέπει να έχουν οι ικανοί και όχι οι «δικοί μας».

Ενάμισι εκατομμύριο πρόσφυγες, εκτός από τους νεκρούς, την οικονομική καταστροφή, τον ξεριζωμό μέσα από μια γενοκτονία. Οι συγγραφείς τολμούνε και χαρακτηρίζουν την καταστροφή ως αληθινή γενοκτονία. Μαζικές συλλήψεις και εκτοπισμοί αρρένων, εθνοτικές εκκαθαρίσεις, καταναγκαστικά έργα, η πυρπόληση της Σμύρνης, οι μαζικές σφαγές των ελληνικών πληθυσμών, η μαζική έξοδος των αμάχων, είναι σημάδια που αποδεικνύουν, κατά τους συγγραφείς την σχεδιασμένη γενοκτονία από την ηγεσία του νεοτουρκικού κινήματος «με σκοπό τη δημιουργία εθνικού κράτους απαλλαγμένου από μη μουσουλμανικά-τουρκικά στοιχεία. Η εφαρμογή του σχεδίου είχε ξεκινήσει από το 1913 και στόχευε στους Έλληνες, στους Αρμενίους και σε όλες γενικώς τις χριστιανικές κοινότητες που ζούσαν στην περιοχή, όπως στους Ασσυρίους, έναν χριστιανικό λαό που ζούσε στα εδάφη που σήμερα είναι τα σύνορα της Τουρκίας με το Ιράκ και τη Συρία. Το αποτέλεσμα φαίνεται από τους αριθμούς. Σύμφωνα με την (προβληματική) οθωμανική απογραφή που ολοκληρώθηκε το 1914, οι μη μουσουλμανικοί πληθυσμοί που κατοικούσαν στα εδάφη της σημερινής Τουρκίας ανέρχονταν τουλάχιστον στο 20 % του συνολικού πληθυσμού. Μετά το 1922 (και πριν ακόμη εφαρμοστεί η συμφωνία περί ανταλλαγής των πληθυσμών) είχε μειωθεί στο 2,5%» (σσ, 221 και 222). Η όποια απόπειρα ειρηνικής συνύπαρξης μεταξύ των δύο λαών δεν μπορεί να στηριχθεί στη άρνηση του χτες, αλλά μόνο στην απόφαση να μην επαναληφθούν αυτά τα γεγονότα, στο να μην τροφοδοτείται το μίσος και ο τυφλός εθνικισμός. Η γενοκτονία δεν ήταν συνέπεια του πολέμου. Ήταν συνειδητή απόφαση της τουρκικής πλευράς, η οποία βρήκε πρόσφορο έδαφος στην δική μας αδυναμία να καταλάβουμε ότι έπρεπε η διάσωση του ελληνισμού να βαρύνει περισσότερο από τα παιχνίδια εξουσίας στο εσωτερικό.

Διαβάζοντας αυτό το βιβλίο γινόμαστε σοφότεροι και, ίσως, πιο σοβαροί στις επιλογές μας, πολιτικές, κοινωνικές, ιστορικές, εθνικές. Κυρίως χρειάζεται να κατανοήσουμε ότι πάνω απ’  όλα είναι η πατρίδα, το συλλογικό, με ό,τι αυτή κουβαλά: γλώσσα, ιστορία, πολιτισμό, πίστη, μνήμη, ταυτότητα. Μπορούμε να συνυπάρξουμε.  Μπορούν να ενσωματωθούν στα καθ’  ημάς όσοι δέχονται τους όρους των αξιών και του τρόπου ζωής και σέβονται αυτό που είμαστε, ακόμη κι αν δεν είναι δικό τους και δεν θα γίνει ποτέ σε όλες του τις πτυχές. Η λήθη όμως δεν μας ταιριάζει και έχουμε χρέος να μην την επιτρέψουμε. Η νέα γενιά έχει τον λόγο πλέον, με την ευθύνη των μεγαλυτέρων, τουλάχιστον να γνωρίζει και να μην τρέφει αυταπάτες ότι θα μας σώσουν άλλοι. Εμείς ας είμαστε πάντοτε έτοιμοι.

π. Θεμιστοκλής Μουρτζανός/ themistoklismourtzanos.blogspot.com

TOP NEWS