«Αναστἀσεως ημέρα»: Ελληνορθόδοξα Εθιμικά Α΄

  • Δόγμα

Μ. Γ. Βαρβούνης, Καθηγητής Λαογραφίας του Δημοκρίτειου Πανεπιστήμιου Θράκης

         Η βασική ιδέα που συνέχει τις λαϊκές θρησκευτικές τελετουργίες που σχετίζονται με τον κύκλο των κινητών εορτών του Πάσχα, όπως προαναφέρθηκε, είναι εκείνη του θνήσκοντος και ανισταμένου θεού. Μια ιδέα που αποτελεί την βάση της χριστιανικής θρησκείας, απαντά όμως και σε άλλους, προχριστιανικούς πολιτισμούς, και βεβαίως σχετίζεται με τον κύκλο της σποράς των δημητριακών, τον σπόρο που πέφτει στη γη (: πεθαίνει) το φθινόπωρο για να αναστηθεί (: βλαστήσει) την άνοιξη.

Ήταν λοιπόν φυσικό οι σχετικές λαϊκές τελετουργίες, με τις ρίζες τους να χάνονται στα βάθη του χρόνου, να διατηρήσουν αν όχι στοιχεία αυτούσια, τουλάχιστον αναμνήσεις από τις αντίστοιχες λαϊκές τελετουργίες που συνόδευαν την λαϊκή εκδοχή της λατρείας αρχαίων θεοτήτων.

Η ανάσταση της φύσης, μετά τη νάρκη του χειμώνα, που από τον λαϊκό άνθρωπο ερμηνεύεται – με τους όρους της ανθρώπινης ζωής – ως θάνατος, αποτελούσε βασική για την αγροτοκτηνοτροφική κοινότητα καμπή, μια οριακή μετάβαση στον διαρκώς ανακυκλούμενο και κοινωνικά κατασκευασμένο χρόνο των παραδοσιακών κοινοτήτων, που γρήγορα περιχαρακώθηκε μαγικά με τελετουργίες. Οι τελετουργίες αυτές σκόπευαν βεβαίως στην αναβλάστηση και αναγέννηση της φύσης, στην ευκαρπία και την ευγονία, απαραίτητων όρων για την ατομική, οικογενειακή και κοινωνική επιβίωση, σε μια κοινότητα αγροτικών εκμεταλλεύσεων.

Στο πλαίσιο αυτό η τελετουργική επισήμανση όχι μόνο της αρχής και του τέλους, αλλά και του σημείου συνάντησης των δύο αυτών «ορίων», της ζώνης όπου διασταυρώνονταν και εκπήγαζε το ένα από το άλλο, υπήρξε σημαντικότατο συστατικό στοιχείο των ανοιξιάτικων αυτών τελετουργιών. Καθώς οι πένθιμες τελετουργίες δίνουν σταδιακά τη θέση τους στις ανάλογες αναστάσιμες, στα έθιμα και την παραδοσιακή θρησκευτική συμπεριφορά του λαού μας, θα πρέπει να τονίσουμε την ψυχολογική διάσταση και λειτουργικότητα των τελετουργιών, που αποτελούν και τον κύριο λόγο της ύπαρξής τους, στα πλαίσια της λαϊκής θρησκευτικότητας και της παραδοσιακής θρησκευτικής συμπεριφοράς του λαού.

Η τελετουργία, ως σημείο επαφής ανάμεσα στο εδώ και στο επέκεινα, ανάμεσα στον φυσικό και τον υπερφυσικό κόσμο, έχει από μόνη της μια παραμυθητική διάσταση, η οποία και την κάνει ιδιαιτέρως αγαπητή στο λαό. Αποτελεί, κατά κάποιο τρόπο, σημείο επαφής με το θείο και τόπο έδρασης της ελπίδας για συνέχιση της ζωής και μετά τον θάνατο, γι’ αυτό και επαναλαμβάνεται με προσήλωση από τις αγροτοκτηνοτροφικές, κατά κύριο λόγο αλλά όχι αποκλειστικά, κοινότητες.

         Το νόημα της έκφρασης της νίκης της ζωής επί του θανάτου, αλλά και της αποτροπής των βλαπτικών και επίβουλων δαιμονικών πνευμάτων που ελλοχεύουν στην διαβατήρια και οριακή στιγμή της Αναστάσεως, και τα οποία ως δαιμονικά πνεύματα φοβούνται τους ξαφνικούς και δυνατούς θορύβους, έχουν οι πανελλήνιοι, πυροβολισμοί και κρότοι μετά το «Χριστός Ανέστη». Το ίδιο δε νικητήριο κατά της φθοράς και παρηγορητικά χαρμόσυνο νόημα έχει η τελετουργία του θυμιάματος στους τάφους των προγόνων και των συγγενών, στους οποίους πριν έχουν τοποθετήσει ένα κόκκινο αβγό, όπως μαρτυρείται στις Σαράντα Εκκλησιές.

Κόκκινο αβγό στους τάφους των νεκρών τους συνήθιζαν να βάζουν στο Αλμαλί των Μαλγάρων, το βράδυ του Μεγάλου Σαββάτου, αμέσως μετά το άκουσμα του «Χριστός Ανέστη», και πριν επιστρέψουν στα σπίτια τους. Οι νεκροί πρόγονοι «ξυπνούνα με το Χριστό μαζίτσα», και μπορούν μέσω των τελετουργιών αυτών να πάρουν την συμβολική – έστω και προσωρινή, μέχρι την παραμονή της Πεντηκοστής – θέση τους στην κοινότητα, και να προσφέρουν τις γονιμοποιητικές δυνάμεις τους για την επίτευξη του κοινού σκοπού, της ευκαρπίας, της καλής σοδειάς και της καλοχρονιάς, στην κρίσιμη παραγωγική στιγμή της άνοιξης, κατά την οποία εορτάζεται το χριστιανικό Πάσχα.

Στο ίδιο πλαίσιο, και με τους ίδιους σκοπούς, οι Έλληνες απέδιδαν – και συνεχίζουν βέβαια να αποδίδουν – στο αναστάσιμο φως, που διένεμε ο ιερέας στο ναό το βράδυ του Μεγάλου Σαββάτου και πριν την Ανάσταση, ιδιότητες και διαστάσεις καθαρτηρίου, γι’ αυτό και αγιασμένου και γονιμικού, πυρός. Έτσι στην Αίνο, φύλαγαν όλο το χρόνο τα «λαμπροκέρια» στο εικονοστάσι, για να τα ανάβουν και να σταυρώνουν με αυτά κάθε άρρωστο ή βασκαμένο μέλος της οικογένειας, ενώ στην περιοχή της Αδριανούπολης άναβαν τα κεριά αυτά σε περιπτώσεις θυελλών, πιστεύοντας ότι έτσι θα αποτρέψουν τη χαλαζόπτωση.

Στην περιοχή της Αγχιάλου συνήθιζαν να απευθύνουν τον αναστάσιμο χαιρετισμό, κρατώντας την πασχαλινή λαμπάδα τους αναμμένη, στα δέντρα της αυλής και στα οικόσιτα ζώα τους. Στην Φιλιππούπολη πάλι καψάλιζαν με την αναμμένη λαμπάδα τους τα άκαρπα δέντρα και το τρίχωμα των ζώων τους, πιστεύοντας ότι έτσι θα ενισχυθεί η υγεία τους και θα αυξηθεί η παραγωγικότητά τους. Στις Σαράντα Εκκλησιές μετέφεραν τελετουργικά το φως της Αναστάσεως από την εκκλησία στο σπίτι, άναβαν με αυτό την καντήλα στο εικονοστάσι και την εστία τους, κατόπιν δε σταύρωναν με την αναμμένη λαμπάδα όλους τους τοίχους των δωματίων του σπιτιού.

Επιδιώκονταν έτσι η τελετουργική μετάδοση της λυτρωτικής και καθαρτήριας δύναμης του πυρός στην οικογένεια. Κι αν το φως έσβηνε, έπρεπε να μεταφέρουν τελετουργικά στο σπίτι το φως της Δεύτερης Ανάστασης, του Εσπερινού της Αγάπης, ώστε η καθαρτήρια και προστατευτική δύναμή του να μην λείψει από το σπιτικό. Με το φως αυτό, στη Μάδυτο άναβαν φανούς, ώστε η δύναμή του να μεταδοθεί συμβολικά σε όλη την φύση. Όλα τα παραπάνω φανερώνουν πως οι Έλληνες χρησιμοποιούσαν στις ανάλογες λαϊκές θρησκευτικές τελετουργίες τους το αναστάσιμο φως ως ισχυρό γονιμικό μέσο, με στόχο την υγεία και την καλοτυχία.

TOP NEWS