Εθιμικά και Τελετουργικά του Δωδεκαημέρου

  • Δόγμα

Γράφει ο Μ. Γ. Βαρβούνης, Καθηγητής Λαογραφίας του Δημοκρίτειου Πανεπιστήμιου Θράκης.

Με τον όρο «Δωδεκαήμερο» ονομάζουμε την περίοδο των δώδεκα – στην πραγματικότητα δεκατριών – ημερών από τα Χριστούγεννα ως τα Φώτα, την οποία με παρόμοιο τρόπο ορίζουν και οι άλλοι χριστιανικοί λαοί της Ευρώπης (les Douze Jours, The Twelve Days, I Dodici Giorni, Zwolfnachte). Κοινή την περίοδο αυτή είναι η διακοπή της εργασίας για τον λαϊκό άνθρωπο, όπως επίσης κοινή είναι και η δεισιδαιμονική πίστη σε δαιμονικά όντα, τα οποία κατά την λαϊκή παράδοση κυκλοφορούν τότε στον κόσμο, για να αποτραπούν τελικά μέχρι την επόμενη χρονιά.

Κοινή επίσης είναι η συνύπαρξη παλαιών παγανιστικών και χριστιανικών εθίμων κατά τις εορτές του Δωδεκαημέρου, καθώς οι χριστιανικές γιορτές τοποθετήθηκαν στις συγκεκριμένες ημερομηνίες για να επισκιάσουν παλαιότατες ειδωλολατρικές προχριστιανικές εορτές, που βασίζονταν στις ηλιακές τροπές, το χειμερινό ηλιοστάσιο και την απαρχή της αύξησης της μέρας, που συμβαίνει στο διάστημα αυτό.

Τις σημαντικές και σημαδιακές μέρες των εορτών του Δωδεκαημέρου, ο λαϊκός άνθρωπος φρόντισε να τις περιβάλλει με σειρά διαβατηρίων και θρησκευτικών εθίμων, μέσω των οποίων προσπάθησε να εξασφαλίσει την ευτυχία και την μακροημέρευσή του. Με μια σειρά εθίμων και τελετουργιών ο λαϊκός άνθρωπος προσπαθεί να ξορκίσει τον απερχόμενο χειμώνα και να καλωσορίσει την επερχόμενη, ευοίωνη και αναβλαστική άνοιξη, που οριοθετεί περίοδο άνθισης και προμηνύει την καρποφορία του καλοκαιριού. Με τα ποικίλα αυτά έθιμα κατά κανόνα επιδιώκεται να θωρακιστεί τελετουργικά, αλλά και να γίνει αισθητή η μετάβαση από τον χειμώνα στην άνοιξη, από το σκοτάδι στο φως και από τη νέκρωση στην αναγέννηση της φύσης. Επίσης, να εξασφαλιστεί ευετηρική ευτυχία για τη χρονιά που έρχεται και να τονωθεί το θρησκευτικό συναίσθημα και η οικογενειακή συνοχή, με τις εκκλησιαστικές και οικιακές λατρευτικές τελετουργίες των τριών μεγάλων εορταστικών σταθμών της περιόδου (Χριστουγέννων – Πρωτοχρονιάς – Θεοφανείων).

Στα παραδοσιακά ελληνικά σπίτια, έκαιγε στο τζάκι, όλες τις μέρες αυτές, το Χριστόξυλο, ένα μεγάλο ξύλο που έμπαινε εκεί επίτηδες, και του οποίου η χωνεμένη στάχτη συλλέγονταν τελετουργικά στο τέλος του Δωδεκαημέρου, για να χρησιμεύσει ως μαγικό αποτροπαϊκό φυλακτήριο του σπιτιού και της οικογένειας. Στα σύγχρονα σπίτια, που το τζάκι, αν υπάρχει, είναι μάλλον δηλωτικό εκζήτησης και πολυτέλειας παρά χρηστικό, οι κάθε είδους διακοσμήσεις έχουν τον κύριο λόγο, και μάλιστα διακοσμήσεις που αναμειγνύουν την φάτνη με πολλές μορφές ξωτικών από την δυτικοευρωπαϊκή, κατά κύριο λόγο, παράδοση.

Τα ξωτικά αυτά, στην ελληνική μάλιστα εκδοχή τους, είναι που ενέπνευσαν, ως μορφές, και τις δωδεκαημερίτικες παραδοσιακές μεταμφιέσεις, όπως αυτές παριστάνονται, κυρίως από τα Χριστούγεννα ως και πριν τα Φώτα, στον βορειοελλαδικό χώρο. Το Δωδεκαήμερο με τις τρεις μεγάλες γιορτές του (Χριστούγεννα, Πρωτοχρονιά, Θεοφάνεια) αποτελεί μία από τις σημαντικότερες περιόδους του ετήσιου εορτολογικού κύκλου, αφού μάλιστα η περίοδος αυτή συμπίπτει με τις χειμερινές τροπές του ηλίου, μια σημαντική φάση του ετήσιου ημερολογιακού κύκλου, που σημαδεύεται, ήδη από τα αρχαία χρόνια και σε όλους σχεδόν τους λαούς, με ανάλογα σημαντικά έθιμα. Ανάμεσα σε αυτά, στον ελληνικό λαό, σπουδαία θέση κατέχουν οι δωδεκαημερίτικες μεταμφιέσεις, που κυριαρχούν ιδίως στον βορειοελλαδικό χώρο. Οι μεταμφιέσεις αυτές υπάρχουν με τόση πολυμορφία και σε τέτοια έκταση, ώστε έχουν απασχολήσει πολλές φορές την επιστήμη της λαογραφίας. Η κοινή μάλιστα κατάληξη όλων των ερευνητών, Ελλήνων και ξένων, είναι ότι κοινό υπόστρωμα των εθίμων αυτών αποτελεί η πανάρχαιη πεποίθηση πως η τέλεσή τους συμβάλλει στην «καλοχρονιά», δηλαδή στην εξασφάλιση, με μαγικό και συμβολικό τρόπο πάντοτε, πλούσιας σοδειάς και σωματικής υγείας και ρώμης, για όλα τα μέλη της παραδοσιακής κοινότητας.

Όσα παραπάνω διαπιστώθηκαν ή αναφέρθηκαν, αποτελούν απλές νύξεις σε ένα μεγάλο και σπουδαίο ζήτημα, που έχει απασχολήσει αρκετά την ελληνική λαογραφική βιβλιογραφία, και το οποίο χρειάζεται μεγάλη έκταση για να αναλυθεί και να καλυφθεί. Είναι όμως, οι παρατηρήσεις αυτές, ενδεικτικές του κλίματος που προσδιορίζει τον ελληνικό λαϊκό εορτασμό των Χριστουγέννων και της Πρωτοχρονιάς, τόσο σήμερα όσο και διαχρονικά, στην ελληνική λαϊκή λατρευτική και εορτολογική παράδοση. Και είναι, παραλλήλως, αποκαλυπτικές του μεγάλου εθιμικού πλούτου που μελετά και διαχειρίζεται η ελληνική λαογραφία, πλούτου μοναδικού και πολύχρωμου, πολύμορφου και πολυδιάστατου, κυρίως όμως ανθρωποκεντρικού. Γιατί όσα έθιμα παραπάνω αναφέρθηκαν διακρίνονται για την κοινωνική τους λειτουργικότητα, και για την εγγραφή τους σε ένα πλαίσιο αρμονικής ζωής με το φυσικό περιβάλλον και υποδειγματικής συνύπαρξης με τον συγχωριανό και τον συνάνθρωπο, στα πλαίσια πάντοτε των παραδοσιακών ελληνικών κοινωνιών.

TOP NEWS