Η Θεία Πρόνοια στη ζωή του ανθρώπου

  • Δόγμα

Η πορεία του Οσίου Ιακώβου του Τσαλίκη, όταν είχαν έρθει οικογενειακώς πρόσφυγες στην Ελλάδα από τη ΜικρΑσία.

Οι Τούρκοι είχαν ήδη αρχίσει, πριν από το 1920, συλλήψεις καί εξορίες σε βάρος των Ελλήνων της Μικράς Ασίας. Το 1921 συνέλαβαν (καί) το Γιώργο Κρεμμυδά (παππού τού Γέροντα Ιακώβου) μαζί με άλλους Έλληνες καί τούς οδήγησαν στο εσωτερικό της Τουρκίας. Εκεί, τούς ανέθεταν βαριές δουλειές και τούς κακομεταχειρίζονταν (ζούσαν σε άθλιες συνθήκες με ελάχιστη τροφή) με σκοπό την εξόντωσή τους.

Η είδηση της σύλληψης τού παππού τού Γέροντα σαν ρομφαία πέρασε την καρδιά της γιαγιάς του Δέσποινας. Καί μετά από ένα μήνα περίπου ήρθαν καί οι χειρότερες ειδήσεις. Ο άνδρας της, αν καί γεροδεμένο παλληκάρι, δεν άντεξε την κακομεταχείριση, την πείνα καί τις άθλιες συνθήκες διαβίωσης καί υπέκυψε, όπως καί τόσοι άλλοι Έλληνες.

Στίς ἀρχές τοῦ 1922 νέα θλιβερή εἴδηση ἦλθε νά κάνει ἀβάστακτη τή λύπη τῆς οἰκογένειας. Οἱ Τοῦρκοι ἔπιασαν καί τό Σταῦρο Τσαλίκη, μαζί μέ ἄλλους ἄνδρες τοῦ Λιβισιοῦ. Ἐπειδή εἶχε δηλώσει ὅτι γνωρίζει τήν τέχνη τοῦ κτίστη, τόν πῆγαν στά μέρη τῆς Τραπεζούντας καί ἐκεῖ δούλευε στήν κατασκευή νοσοκομείων. Μεγάλος, ὅμως, ἦταν ὁ πόνος του, διότι δέν μποροῦσε νά ἔχει καμία πληροφορία γιά τήν τύχη τῆς οἰκογένειας του.

Μετά τόν Πειραιά τό πλοῖο συνέχισε γιά τήν Ἰτέα, ὅπου οἱ ἐπιβάτες-πρόσφυγες, μεταξύ τῶν ὁποίων καί ἡ οἰκογένεια τοῦ Γέροντα, ἀποβιβάστηκαν καί στή συνέχεια ὁδηγήθηκαν στήν Ἄμφισσα καί ἐγκαταστάθηκαν στό χωριό Ἅγιος Γεώργιος.

Οἱ συνθῆκες διαβίωσης ἦταν πολύ δύσκολες. Ζοῦσαν πολλές οἰκογένειες μαζί σέ μεγάλες ἀποθῆκες καί κύριο μέλημά τους ἦταν ἡ ἀνεύρεση ἐργασίας, γιά νά ἐξοικονομήσουν τά ἀπαραίτητα χρήματα. Οἱ μεγάλες θυγατέρες τῆς γιαγιᾶς Δέσποινας δούλευαν στό μάζεμα τῆς ἐλιᾶς καί ἡ Θεοδώρα ἔμενε στό σπίτι-ἀποθήκη, γιά νά κάνει ὅλες τίς οἰκιακές ἐργασίες καί νά φροντίζει τά παιδιά.

Νέα γιά τό Σταῦρο Τσαλίκη δέν ὑπῆρχαν καθόλου. Οἱ προσευχές θερμές, γιά νά γυρίσει κοντά τους. Ὁ Θεός, ὅμως οἰκονόμησε, ἀκούοντας τίς ὁλόθερμες προσευχές τῆς οἰκογένειάς του καί τοῦ ἰδίου νά βρεθεῖ ξανά μέ τούς δικούς του ὡς ἑξῆς:

Μετά τριετία περίπου ἀπό τή σύλληψή του κατάφερε νά δραπετεύσει (ἀπό τό στρατόπεδο ἐργασίας) καί, ὕστερα ἀπό πολλές ταλαιπωρίες, νά φθάσει στή Μάκρη. Ἐκεῖ ἔμαθε τά τῆς οἰκογενείας του. Τώρα ὅλες οἱ προσπάθειές του εἶχαν στόχο τό πῶς θά μπορέσει νά φύγει καί αὐτός γιά τήν Ἑλλάδα. Κατόρθωσε ἕνα βράδυ μετά ἀπό πολλές δυσκολίες νά μπεῖ σ’ ἕνα καράβι καί νά φθάσει στόν Πειραιά, ὅπου παρέμεινε γιά λίγο καιρό ἀναζητώντας ἐργασία. Βρῆκε τελικά δουλειά ὡς κτίστης στήν Ἄμφισσα, χωρίς νά γνωρίζει ὅτι ἐκεῖ ἦταν ἐγκατεστημένοι οἱ δικοί του.

«Μία ἡμέρα, τέλη τοῦ 1925 περνοῦσε», ἔλεγε ὁ Γέροντας, «ἡ γιαγιά μου ἔξω ἀπό μία οἰκοδομή πού χτιζόταν καί ἄκουσε τή φωνή τοῦ πατέρα μου καί τή γνώρισε. Ἔτσι μέ τό θαυμαστό αὐτό τρόπο ξανασμίξαμε ὡς οἰκογένεια μέ μεγάλη συγκίνηση καί χαρά ἀπερίγραπτη».

Ἀπό τό Βιβλίο: «Ὅσιος Δαβίδ: Ἔκδοση Ἱερᾶς Μονῆς Ὁσίου Δαβίδ, Λίμνη Εὐβοίας 1996».

TOP NEWS