Κυριακή του Παραλύτου: «Άνθρωπον ουκ έχω»

  • Dogma
Κυριακή του Παραλύτου

Κυριακή του Παραλύτου: «Κύριε, ἄνθρωπον οὐκ ἔχω ἵνα ὅταν τα­ρα­χθῇ τό ὕδωρ βάλῃ με εἰς τήν κολυμ­βήθραν» (Ἰωάν. 5.7).

Μετά τό μεγάλο θαῦμα τῆς Ἀναστάσεως τοῦ Χριστοῦ, τό ὁποῖο μᾶς ὑπενθύμισε ἡ Ἐκκλησία μας τήν προηγούμενη Κυριακή μέ τήν ἑορτή τῶν Μυροφόρων, μᾶς ὑπεν­θυ­μίζει σήμερα ἕνα ἄλλο θαῦμα, ἐντελῶς διαφορετικό, ἀλλά ἀπόλυτα συνδεόμενο μέ τό γεγονός τῆς Ἀναστάσεως. Καί ἡ σύν­δεσή τους ὀφείλεται στό γεγονός ὅτι τόσο ἡ Ἀνάσταση τοῦ Χριστοῦ ὅσο καί τά θαύ­μα­τα πού ἐπιτελοῦσε καί ἐπιτελεῖ ὁ Ἰησοῦς εἶναι ἀπόρροια καί ἀποτέλεσμα τῆς Θεότητός του καί τῆς θείας του φύ­σεως. Αὐτή εἶναι πού ἀνα­δεικνύει τόν Χρι­στό κύριο τῆς ζωῆς καί τοῦ θανάτου, ἐξουσιαστή ὅλων ὅσων σχετί­ζονται καί ἀφο­ροῦν τόν ἄνθρωπο καί τόν κόσμο.

Τό θαῦμα, λοιπόν, τό ὁποῖο μᾶς ὑπεν­θυ­μίζει ἡ σημερινή Κυριακή εἶναι τό θαῦμα τῆς θεραπείας τοῦ παραλυτικοῦ· τό θαῦμα τῆς θεραπείας ἑνός ταλαίπωρου ἀνθρώ­που, ὁ ὁποῖος ἔκειτο ἐπί τριανταοκτώ χρό­νια δίπλα στήν Προβατική κολυμβήθρα τῆς Ἱε­ρου­σαλήμ περιμένοντας τή θερα­πεία πού λάμβανε ἐκεῖνος ὁ ἀσθενής, ὁ ὁποῖος θά κατόρ­θωνε νά μπεῖ πρῶτος μέ­σα στήν κολυμβήθρα ἀφότου ὁ ἄγγελος, πού κατέβαινε ἀπό καιροῦ εἰς καιρόν, τάρασσε τά νερά της.
Καί ἦταν, βέβαια, ἀδύνατο νά μπεῖ πρῶτος ὁ ταλαίπωρος αὐτός παράλυτος, καθώς δέν εἶχε κανένα γιά νά τόν βοηθήσει. Γι’ αὐτό καί τό πα­ρά­πονο πού διατυπώνει στόν Χριστό, ὅταν Ἐκεῖνος τόν ρωτᾶ ἄν θέλει νά γίνει καλά, εἶναι τό: «ἄνθρωπον οὐκ ἔχω». Δέν ἔχω ἄνθρωπο, δέν ἔχω κάποιον νά μέ βοη­θή­σει, νά μέ ὑποστηρίξει, νά φροντίσει γιά μένα.
Πόσο σύγχρονο, πόσο ἐπίκαιρο, πόσο κα­θημερινό ἀκούεται τό πα­ρά­πονο τοῦ παραλύτου τῆς σημερινῆς Κυ­ριακῆς. Πόσες φορές στή ζωή μας, στήν καθημερινή μας ζωή, δέν εἴπαμε ἤ δέν ἀκούσαμε καί ἐμεῖς αὐτή τή φράση! Πόσες φορές δέν αἰσθανθήκαμε τήν ἀνάγκη νά ἔχουμε κάποιον δίπλα μας γιά νά μᾶς βοη­­­θήσει. Πόσες φορές δέν στηρίξαμε τήν ἐλ­πίδα μας κάπου καί ὕστερα διαψευ­σθή­καμε καί ψιθυρίσαμε «ἄνθρωπον οὐκ ἔχω».
Τό παράπονο αὐτό ἔρχεται τώρα ὁ Χριστός νά ἐξαλείψει ἀπό τά χείλη μας καί ἀπό τή ζωή μας· ἔρχεται νά ἐξα­λείψει τήν ἀνάγκη μας γιά ἕναν ἄν­θρωπο πού θά μᾶς βοηθοῦσε, ἄν τόν εἴ­χαμε, ἀλλά δέν τόν ἔχουμε. Αὐτό ἀσφα­λῶς δέν σημαί­νει ὅτι ὁ Χρι­στός ἔρχεται νά καταργήσει τίς σχέσεις ἀνάμεσα στούς ἀν­θρώπους· ἔρ­χεται νά καταλύσει τήν ἀλλη­λεγγύη καί τήν ἀναγκαιότητά της· ἔρχε­ται νά μᾶς ἀπαλλάξει ἀπό τό καθῆκον μας νά βοηθοῦμε τόν συνάνθρωπό μας πού ἔχει ἀνάγκη. Ἀσφαλῶς ὄχι. Ἁπλῶς ἔρχε­ται νά γίνει ὁ ἄνθρωπός μας, ὅταν δέν ἔ­χουμε κάποιον ἄλλον δίπλα μας· ἔρχεται νά γίνει αὐτός πού μπορεῖ νά ἐκπληρώσει τήν ἐπιθυμία μας, ἄν αὐτή εἶναι γιά τό κα­λό μας καί τό συμφέρον τῆς ψυχῆς μας· ἔρ­χεται νά βρεῖ λύση στό ὁποιοδήποτε πρόβλημά μας, ἄν ἐμεῖς θελήσουμε νά τόν ἐμπιστευθοῦμε καί νά ἀκολουθήσουμε τίς ὁδηγίες του καί τίς συμβουλές του.
«Ἄνθρωπον οὐκ ἔχω». Στή θέση τοῦ ἀν­θρώπου ὁ Θεάνθρωπος βάζει τόν ἴδιο τόν ἑαυτό του προκειμένου νά βοηθήσει τό πλάσμα του, καί μέ τόν τρόπο αὐτό παρα­κάμ­πτει γιά χάρη μας τίς ἀνθρώπινες δια­δικασίες χωρίς νά βλάπτει τούς ἄλλους, ὅταν καί ὅποτε νομίζει ὅτι εἶναι ὠφέλιμο γιά μᾶς.
Θά μποροῦσε ὁ Χριστός νά εἶχε θερα­πεύ­σει τόν παράλυτο μέ πολλούς καί ποι­κίλους τρόπους πρίν ἀπό πολλά χρό­νια. Τριανταοκτώ χρόνια εἶναι πολλά γιά νά βρίσκεται αὐτός ὁ ταλαίπωρος ἄνθρω­πος καθηλωμένος στό κρεβάτι καί νά ἀγω­νιᾶ γιά τή θεραπεία του. Ὅμως ὁ Χρι­στός πού γνώριζε τά μύχια τῆς ψυχῆς του, γνώριζε ποιά εἶναι ἡ κατάλληλη στιγμή γιά νά κάνει τό θαῦμα του, ποιά εἶναι ἡ κα­τάλληλη στιγμή γιά νά δώσει τήν πρέ­που­σα ἀπάντηση στό παράπονο τοῦ παρα­λύτου· καί αὐτή δέν εἶναι, προφανῶς, ἄλ­λη ἀπό τή στιγμή πού ὁ παράλυτος εἶναι ἕτοιμος νά δεχθεῖ τήν σωτήρια ἐπέμβαση τοῦ Ἰησοῦ καί νά ἀνταποκριθεῖ στήν ἐν­τολή του: «ἔγειρε, ἄρον τόν κράβατόν σου καί περιπάτει».
῾Η ἀπάντηση τοῦ Χριστοῦ στό παράπονο τοῦ παραλύτου εἶναι, ἀδελφοί μου, ἡ ἀπάν­τησή του καί στά δικά μας παράπονα. ῾Ο Χριστός δέν ἀδιαφορεῖ ποτέ οὔτε γιά τίς ἀνάγκες μας οὔτε γιά τά αἰτήματα τῆς ψυχῆς μας· δέν ἀδιαφορεῖ βλέ­πον­τάς μας νά βρισκόμαστε καί ἐμεῖς κά­ποτε παραλε­λυ­μένοι ἀπό τή φιλαυτία, τή φι­λοδοξία, τίς ἐφάμαρτες ἐπιθυμίες καί πράξεις μας· δέν ἀδιαφορεῖ οὔτε ὅταν τά πάθη τοῦ σώ­ματος μᾶς κατατρύχουν καί μᾶς ταλαιπω­ροῦν. Ἁπλῶς περιμένει τήν κατάλληλη στιγμή, περιμένει τήν ὥρα πού θά εἴμαστε ἕτοιμοι νά δεχθοῦμε τή σωτήρια πρόσ­κλη­­­σή του, ἀρ­κεῖ νά τόν ἐμπιστευόμαστε, ἀρκεῖ νά μήν ἀπογοητευόμαστε. Ἐμεῖς ὅμως μέχρι τότε ἄς μήν παύουμε νά ζητοῦμε τή βοήθειά του, ἀλλά νά προετοι­μά­ζουμε τόν ἑαυτό μας γι’ αὐτήν τήν σωτή­ρια ἐπίσκεψη του.

Μητροπολίτης Βεροίας κ. Παντελεήμων

TOP NEWS