Ο Απόστολος της Κυριακής των 318 Πατέρων

  • Δόγμα

Το Αποστολικό Ανάγνωσμα της Κυριακής

Ἐν ταις ημέραις εκείναις, ἔκρινεν ὁ Παῦλος παραπλεῦσαι τὴν Ἔφεσον, ὅπως μὴ γένηται αὐτῷ χρονοτριβῆσαι ἐν τῇ Ἀσίᾳ· ἔσπευδε γάρ, εἰ δυνατὸν ἦν αὐτῷ, τὴν ἡμέραν τῆς πεντηκοστῆς γενέσθαι εἰς Ἱεροσόλυμα. Ἀπὸ δὲ τῆς Μιλήτου πέμψας εἰς Ἔφεσον μετεκαλέσατο τοὺς πρεσβυτέρους τῆς ἐκκλησίας. Ὡς δὲ παρεγένοντο πρὸς αὐτόν, εἶπεν αὐτοῖς· ὑμεῖς ἐπίστασθε, ἀπὸ πρώτης ἡμέρας ἀφ᾿ ἧς ἐπέβην εἰς τὴν Ἀσίαν, πῶς μεθ᾿ ὑμῶν τὸν πάντα χρόνον ἐγενόμην.
Προσέχετε οὖν ἑαυτοῖς καὶ παντὶ τῷ ποιμνίῳ ἐν ᾧ ὑμᾶς τὸ Πνεῦμα τὸ Ἅγιον ἔθετο ἐπισκόπους, ποιμαίνειν τὴν ἐκκλησίαν τοῦ Κυρίου καὶ Θεοῦ, ἣν περιεποιήσατο διὰ τοῦ ἰδίου αἵματος. Ἐγὼ γὰρ οἶδα τοῦτο, ὅτι εἰσελεύσονται μετὰ τὴν ἄφιξίν μου λύκοι βαρεῖς εἰς ὑμᾶς μὴ φειδόμενοι τοῦ ποιμνίου· καὶ ἐξ ὑμῶν αὐτῶν ἀναστήσονται ἄνδρες λαλοῦντες διεστραμμένα τοῦ ἀποσπᾶν τοὺς μαθητὰς ὀπίσω αὐτῶν.
Διὸ γρηγορεῖτε, μνημονεύοντες ὅτι τριετίαν νύκτα καὶ ἡμέραν οὐκ ἐπαυσάμην μετὰ δακρύων νουθετῶν ἕνα ἕκαστον. Καὶ τὰ νῦν παρατίθεμαι ὑμᾶς, ἀδελφοί, τῷ Θεῷ καὶ τῷ λόγῳ τῆς χάριτος αὐτοῦ τῷ δυναμένῳ ἐποικοδομῆσαι καὶ δοῦναι ὑμῖν κληρονομίαν ἐν τοῖς ἡγιασμένοις πᾶσιν. Ἀργυρίου ἢ χρυσίου ἢ ἱματισμοῦ οὐδενὸς ἐπεθύμησα· αὐτοὶ γινώσκετε ὅτι ταῖς χρείαις μου καὶ τοῖς οὖσι μετ᾿ ἐμοῦ ὑπηρέτησαν αἱ χεῖρες αὗται. Πάντα ὑπέδειξα ὑμῖν ὅτι οὕτω κοπιῶντας δεῖ ἀντιλαμβάνεσθαι τῶν ἀσθενούντων, μνημονεύειν τε τῶν λόγων τοῦ Κυρίου Ἰησοῦ, ὅτι αὐτὸς εἶπε· μακάριόν ἐστι μᾶλλον διδόναι ἢ λαμβάνειν. Καὶ ταῦτα εἰπών, θεὶς τὰ γόνατα αὐτοῦ σὺν πᾶσιν αὐτοῖς προσηύξατο.

Νεοελληνική Απόδοση:

Τις ημέρες εκείνες, ο Παύλος είχε αποφασίσει να προσπεράσωμεν την Έφεσον διά να μη χρονοτριβήση εις την Ασίαν. Ήτο βιαστικός διά να βρίσκεται εις τα Ιεροσόλυμα, εάν του ήτο δυνατόν, την ημέραν της Πεντηκοστής. Από την Μίλητον έστειλε εις την Έφεσον και εκάλεσε τους πρεσβυτέρους της εκκλησίας. Όταν δε ήλθαν προς αυτόν, τους είπε, «Ξέρετε πως έζησα μαζί σας όλον τον χρόνον από την πρώτην ημέραν που επάτησα εις την Ασίαν.

Προσέχετε λοιπόν τους εαυτούς σας και ολόκληρον το ποίμνιον, εις το οποίον το Πνεύμα το Άγιον σας ετοποθέτησε επισκόπους, διά να ποιμαίνετε  την εκκλησίαν του Θεού, την οποίαν απέκτησε με το δικό του Αίμα. Διότι ξέρω τούτο, ότι μετά την αναχώρησίν μου, θα μπουν μεταξύ σας λύκοι άγριοι και δεν θα φεισθούν το ποίμνιον, και από σας τους ιδίους θα εγερθούν άνδρες οι οποίοι θα διαστρέψουν την αλήθειαν διά να παρασύρουν τους μαθητάς, ώστε να ακολουθήσουν αυτούς.

Διά τούτο να είσθε άγρυπνοι και να θυμάσθε ότι, επί τριετίαν νύχτα και ημέραν, δεν έπαυσα να νουθετώ τον καθένα από σας με δάκρυα. Και τώρα, αδελφοί, σας αφιερώνω εις τον Θεόν και εις τον λόγον της χάριτός του, ο οποίος έχει την δύναμιν να αυξήση την οικοδομήν σας και να σας δώση κληρονομίαν μεταξύ όλων των αγιασμένων. Δεν επεθύμησα κανενός το χρήμα ή το χρυσάφι ή τον ρουχισμόν. Ξέρετε σεις οι ίδιοι ότι τας ανάγκας τας δικάς μου και των συντρόφων μου, εξυπηρέτησαν τα χέρια μου αυτά. Σας έδειξα, με κάθε τρόπον, ότι έτσι με τον κόπον της εργασίας σας πρέπει να βοηθάτε τους αδυνάτους και να θυμάσθε τα λόγια του Κυρίου Ιησού που είπε αυτός ο ίδιος: «Είναι ευτυχέστερον να δίνη κανείς παρά να παίρνη». Και όταν είπε αυτά, εγονάτισε με όλους και προσευχήθηκε.

TOP NEWS