Υπήκοος μέχρι θανάτου

  • ΔΟΓΜΑ

Γράφει ο Επίσκοπος Διοκλείας Κάλλιστος Γουέαρ

Η Ενσάρκωση του Χριστού είναι ήδη μια πράξη σωτηρίας. Προσλαμβάνοντας τη διασπασμένη ανθρώπινη φύση μας, ο Χριστός την ανακαινίζει και, με τα λόγια ενός άλλου Χριστουγεννιάτικου ύμνου, ανασταίνει «την πριν πεσούσαν εικόνα». Αλλά τότε γιατί ήταν αναγκαίος πάνω στο Σταυρό; Δεν ήταν αρκετό για έναν από την Τριάδα να ζήσει σαν άνθρωπος πάνω στη γη, να σκέπτεται, να αισθάνεται και να επιθυμεί σαν ένας άνθρωπος, χωρίς να πρέπει επίσης να πεθάνει σαν άνθρωπος;

Σ’ ένα κόσμο που δεν θα είχε πέσει, η Ενσάρκωση του Χριστού πραγματικά θα ήταν αρκετή σαν τέλεια έκφραση της αγάπης του Θεού που εκτείνεται προς τα έξω. Αλλά μέσα σ’ ένα πεσμένο και αμαρτωλό κόσμο η αγάπη του έπρεπε να φτάσει ακόμη πιο πέρα. Εξ αιτίας της τραγικής παρουσίας της αμαρτίας και του κακού, το έργο της αποκατάστασης του ανθρώπου χρειαζόταν μια θυσιαστική πράξη θεραπείας, μια θυσία τέτοια που μόνον ένας οδυνώμενος και σταυρωμένος Θεός μπορούσε να προσφέρει.

Η Ενσάρκωση, έχει ειπωθεί, είναι μια πράξη ταύτισης και μετοχής. Ο Θεός μας σώζει καθώς ταυτίζεται μαζί μας, γνωρίζοντας την ανθρώπινη εμπειρία μας εκ των ένδον. Ο Σταυρός συμβολίζει με τον πιο τέλειο και απόλυτο τρόπο, ότι αυτή η πράξη της μετοχής φτάνει ως τα έσχατα όρια. Ο ενσαρκωμένος Θεός εισχωρεί σ’ όλες μας τις εμπειρίες.
Ο Ιησούς Χριστός, ο σύντροφός μας, δεν μετέχει μόνο σ’ ολόκληρη την ανθρώπινη ζωή αλλά και σ’ολόκληρο τον ανθρώπινο θάνατο: «ούτος τας αμαρτίας ημών φέρει και περί ημών οδυνάται» (Ησ. 53,4) -σ’ όλες τις θλίψεις μας, όλες τις λύπες μας.

«Το απρόσληπτον και αθεράπευτον»· ο Χριστός, όμως, ο γιατρός μας, έχει επωμισθεί το κάθε τι, ακόμη και το θάνατο.

Ο θάνατος έχει και φυσική και πνευματική όψη, και από τις δυο η πνευματική είναι η πιο τρομερή. Φυσικός θάνατος είναι ο χωρισμός της ψυχής του ανθρώπου από το σώμα του – πνευματικός θάνατος είναι ο χωρισμός της ψυχής από το Θεό. Όταν λέμε ότι ο Χριστός έγινε «υπήκοος μέχρι θανάτου» (Φιλ. 2,8), δεν πρέπει να περιορίσουμε αυτά τα λόγια μόνο στο φυσικό θάνατο. Δεν θάπρεπε ν’ αναλογιζόμαστε μόνο τις σωματικές οδύνες που ο Χριστός υπέφερε στο Πάθος του -το μαστίγωμα, το τρέκλισμα κάτω απ’ το βάρος του Σταυρού, τα καρφιά, τη δίψα και τη ζέστη, το μαρτύριο του να κρέμεται τεντωμένος πάνω στο ξύλο. Το αληθινό νόημα του Πάθους πρέπει να βρεθεί όχι μόνο μέσα σ’ αυτό, αλλά πιο πολύ μέσα στην πνευματική οδύνη- στο συναίσθημα της αποτυχίας, της απομόνωσης και της έσχατης μοναξιάς, τον πόνο της αγάπης που προσφέρθηκε κι αποκρούστηκε.

Τα Ευαγγέλια είναι, δικαιολογημένα επιφυλακτικά όταν μιλούν γι’ αυτή την εσωτερικήν οδύνη, αλλά μας δίνουν ορισμένες νύξεις. Πρώτα, υπάρχει η Αγωνία του Χριστού στον κήπο της Γεθσημανή, όπου κατακλύζεται από τρόμο και απόγνωση, όταν προσεύχεται με αγωνία στον Πατέρα του, «ει δυνατόν παρελθέτω απ’ εμού το ποτήριον τούτο» (Ματθ. 26,39), και όταν ο ιδρώτας του πέφτει στο έδαφος «ωσεί θρόμβοι αίματος» (Λουκ. 22,44). Η Γεθσημανή, καθώς τόνισε ο Μητροπολίτης Αντώνιος του Κιέβου,δίνει το κλειδί για όλο το δόγμα της εξιλαστήριας θυσίας του Θεού. Εδώ ο Χριστός έρχεται αντιμέτωπος με μια εκλογή. Δίχως νάναι καταναγκασμένος να πεθάνει, διαλέγει ελεύθερα να το κάνει· και μ’ αυτή την πράξη της εκούσιας αυτοπροσφοράς μεταβάλλει αυτό που θα μπορούσε να είχε γίνει μια αυθαίρετη βία, μια δολοφονία από δικαστική πλάνη, σε μια λυτρωτική θυσία. Αλλ’ αυτή η πράξη της ελεύθερης εκλογής είναι τρομερά δύσκολη. Αποφασίζοντας να προχωρήσει στη σύλληψη και τη σταύρωση, ο Ιησούς νιώθει την εμπειρία, με τα λόγια του William Law, «του γεμάτου αγωνία τρόμου μιας χαμένης ψυχής… της πραγματικότητας του αιώνιου θανάτου». Πρέπει να δοθεί πολύ βάρος στα λόγια του Χριστού στη Γεθσημανή: «Περίλυπός εστιν η ψυχή μου έως θανάτου» (Ματθ. 26,38). Ο Ιησούς αυτή τη στιγμή αποκτά ολοκληρωτική εμπειρία του πνευματικού θανάτου. Αυτή τη στιγμή ταυτίζεται μ’ ολόκληρη την απόγνωση και την πνευματική οδύνη της ανθρωπότητας κι αυτή η ταύτιση είναι πολύ πιο σημαντική για μας από τη συμμετοχή του στο φυσικό μας πόνο.

Μια δεύτερη νύξη μας δένεται στη Σταύρωση, όταν ο Χριστός φωνάζει δυνατά: «Θεέ μου, Θεέ μου, ίνα τι με εγκατέλιπες;» (Ματθ. 27,46). Άλλη μια φορά, μεγάλη σημασία θάπρεπε να δοθή σ’ αυτά τα λόγια. Εδώ είναι το έσχατο σημείο της απελπισίας του Χριστού, όταν νιώθει αποδιωγμένος όχι μόνο από τους ανθρώπους αλλά κι απ’ το Θεό. Δεν μπορούμε ν’ αρχίσουμε να εξηγούμε πώς είναι δυνατόν, για κάποιον που είναι ο ίδιος ο ζωντανός Θεός, να χάσει την επίγνωση της θείας παρουσίας. Αλλά τουλάχιστον αυτό είναι φανερό. Στο Πάθος του Χριστού δεν παίζεται θέατρο, δεν γίνεται τίποτε για εξωτερική επίδειξη. Η κάθε λέξη από το Σταυρό εννοεί αυτό που λέει. Κι αν η κραυγή: «Θεέ μου, Θεέ μου…» θέλει κάτι να δείξει, πρέπει να σημαίνει ότι αυτή τη στιγμή ο Ιησούς αληθινά νιώθει την εμπειρία του πνευματικού θανάτου που είναι ο χωρισμός από το Θεό. Δεν χύνει μόνο το αίμα του για μας, αλλά για χάρη μας δέχεται ακόμη και την απώλεια του Θεού.

«Κατήλθεν εις τον Άδην» (Αποστ. Σύμβολο). Αυτό σημαίνει απλώς ότι ο Χριστός πήγε να κηρύξει στα πνεύματα των κεκοιμημένων, στο διάστημα ανάμεσα στη Μ. Παρασκευή και την Κυριακή του Πάσχα (βλ. Α’ Πετρ. 3,19); Σίγουρα έχει κι ένα βαθύτερο νόημα. Η κόλαση είναι ένα σημείο όχι μέσα στο χώρο αλλά μέσα στην ψυχή. Είναι ο τόπος όπου δεν βρίσκεται ο Θεός. (Κι όμως ο Θεός βρίσκεται παντού!) Αν στ’ αλήθεια ο Χριστός «κατήλθεν εις τον Άδην», αυτό σημαίνει ότι κατέβηκε στα βάθη της απουσίας του Θεού. Ολοκληρωτικά, ανεπιφύλακτα, ταυτίστηκε με όλη την αγωνία και την αλλοτρίωση του ανθρώπου. Την προσέλαβε και προσλαμβάνοντάς την τη γιάτρεψε. Δεν υπήρχε άλλος τρόπος να τη γιατρέψει παρά κάνοντάς την δική του.

Αυτό είναι το μήνυμα του Σταυρού στον καθένα μας. Όσο μακριά κι αν πρέπει να ταξιδέψω μεσ’ από την κοιλάδα της σκιάς του θανάτου, δεν είμαι ποτέ μόνος. Έχω ένα σύντροφο. Κι αυτός ο σύντροφος δεν είναι μόνο ένας αληθινός άνθρωπος όπως εγώ, αλλά και Θεός αληθινός εκ Θεού αληθινού. Τη στιγμή της πιο βαθειάς ταπείνωσής του πάνω στο Σταυρό, ο Χριστός είναι ο ίδιος αιώνιος και ζωντανός Θεός όπως στη Μεταμόρφωσή του μέσα σε δόξα στο Όρος Θαβώρ. Ατενίζοντας το σταυρωμένο Χριστό, δεν βλέπω μόνο έναν οδυνώμενο άνθρωπο αλλά ένα Θεό οδυνώμενο.

Από το βιβλίο: «Ο Ορθόδοξος δρόμος» του Kallistos Ware. Εκδόσεις Ίδρυμα Γουλανδρή -Χορν

TOP NEWS