Ταξίδι στη Μικρά Ασία της μνήμης

  • Δόγμα

Κάθε τμήμα της συγκεκριμένης έκθεσης και κάθε προθήκη θα μπορούσε να αποτελέσει την αφορμή για μια ξεχωριστή παρουσίαση. Διαρθρώνεται σε τρεις ενότητες –«Λάμψη. Ξεριζωμός. Καταστροφή. Δημιουργία»– ενώνοντας σε μια αφήγηση το πριν και το μετά του κρίσιμου έτους που σήμανε το τέλος της Μικρασιατικής Εκστρατείας – ένα νήμα που πιάνει από την ακμή του ελληνισμού πριν από τους διωγμούς, περνάει στη δραματική περίοδο 1919-1923 και συνεχίζει με την εγκατάσταση και την ενσωμάτωση στην Ελλάδα

Μάρω Βασιλειάδου

Υπάρχει µια έκπληξη περνώντας την είσοδο της έκθεσης «Μικρά Ασία. Λάμψη. Ξεριζωμός. Καταστροφή. Δημιουργία» στο Μουσείο Μπενάκη/Πειραιώς 138. Δεν είναι η μοναδική, είναι όμως εκείνη που σε κάνει να νιώθεις πως με το πρώτο βήμα ξεκινάς ένα ταξίδι στους τόπους της Μικρασίας όπου έζησαν οι παππούδες σου, ή οι γείτονές τους κι οι φίλοι τους· οικεία η γεωγραφία, εύφοροι κι όμορφοι οι τόποι, δικοί μας οι άνθρωποι και ο πολιτισμός τους.

Πρώτο σταθμός του ταξιδιού της έκθεσης, η κοσμοπολίτικη Σμύρνη. Περπατώντας στο ξύλινο κατάστρωμα του πλοίου, πλησιάζεις την κουπαστή ακούγοντας τους ήχους των γλάρων και μπροστά σου περνάει ένα πανόραμα της πόλης: η προκυμαία, τα επιβλητικά κτίρια του λιμανιού, στο βάθος μερικές κεραμοσκεπές. Είσαι εκεί, επιβάτης ενός φανταστικού πλοίου που καταπλέει στην ακτή της Ιωνίας, τέλη του 19ου αιώνα. Συνεχίζεις να βαδίζεις –σαν να λέμε, ετοιμάζεσαι για την αποβίβαση–, και με την άκρη του ματιού μαζεύεις τις πρώτες εικόνες της πόλης: Το σαλόνι ενός αστικού σπιτιού με τα βαριά έπιπλα και τις προσωπογραφίες, τα ασπρόρουχα, τα κεντήματα, τις βραδινές φορεσιές και τις ευρωπαϊκές συνήθειες. Στους δρόμους, οι φημισμένες σχολές, η εμπορική δραστηριότητα, η καθημερινότητα των κατοίκων. Αυτό το ταξίδι στον χώρο και τον χρόνο, αυτή η μεγάλη ιστορική έκθεση που παρουσιάζεται ακριβώς έναν αιώνα μετά την Καταστροφή, ξεκινάει μέσα στο φως. Την εποχή που τη λάμψη του ελληνισμού της Μικράς Ασίας δεν σκίαζαν ακόμη οι τραγικές εξελίξεις.

«Η σχέση μου με τη Μικρά Ασία είναι προσωπική, μέσω της γιαγιάς μου που ήρθε στην Ελλάδα το 1922 μαζί με τον παππού μου, που δεν τον γνώρισα ποτέ», λέει η επιμελήτρια της έκθεσης, ιστορικός τέχνης Εβίτα Αράπογλου ενθυμούμενη την αρχή της προσωπικής της εμπλοκής με το θέμα της Μικρασίας, που συνέβη πολλά χρόνια πριν. Το έναυσμα ήταν εσωτερικό και συναισθηματικά φορτισμένο: φόρος τιμής στη μνήμη ενός πατέρα που έφυγε πολύ γρήγορα από τη ζωή. Σκαλίζοντας το παρελθόν με την αδελφή της, κι ερευνώντας για να εκπληρώσει την οικογενειακή δέσμευση, διαπίστωσε με έκπληξη κάτι που δεν γνώριζε συνειδητά: πόσο βαθιά ήταν η ανάγκη της –η ανάγκη της τρίτης γενιάς των Μικρασιατών προσφύγων– να αναζητήσει τη σύνδεση με τη γενέτειρα και την ιστορία της.

«Η πρώτη γενιά ήταν η γενιά της σιωπής», λέει η κ. Αράπογλου. «Δεν άντεχε να ξαναζεί μέσα από διηγήσεις όσα βίωσε, κι έτσι τα κράτησε βουβά εντός της για να μπορέσει να συνεχίσει».

Τα παιδιά τους, γιοι και κόρες που γεννήθηκαν στην Ελλάδα σε σπίτια που πια είχαν ριζώσει, άρχισαν να ιχνηλατούν τους δεσμούς, να αναζητούν τις μαρτυρίες, να ξαναβλέπουν τα ενθυμήματα διαφυλάσσοντας με πολλή συγκίνηση τα οικογενειακά κειμήλια από τις «πατρίδες». Η τρίτη και η τέταρτη γενιά μπορεί πια να διαβάζει πίσω από τις λέξεις και τις εικόνες που μεταφέρουν το τραύμα. Επιδιώκει να συνδέσει τα σπαράγματα –ακούσματα, αναγνώσματα, τεκμήρια, έθιμα, μουσικές, γεύσεις, διηγήσεις– ώστε να συνθέσει το μικρασιατικό χρονικό που δεν τελειώνει τον Σεπτέμβριο του 1922. Σαν ένα ποτάμι της Ανατολής –έτσι όπως κυλάει επίσης η επιμελητική διαδρομή της έκθεσης– η μακρά, σπαρακτική πορεία των Μικρασιατών προσφύγων διασχίζει την ιστορία και καταλήγει στην Ελλάδα της δεκαετίας του 1920. Και την αλλάζει οριστικά, εμπλουτίζοντας με επιμονή, καρτερία και πείσμα ακόμη και τα πιο άνυδρα εδάφη.

«Οσο χανόμουν μέσα στις διηγήσεις και στις μαρτυρίες της εποχής, διαλέγοντας αυτά που θα συνόδευαν τα εκθέματα και τις σελίδες του καταλόγου», λέει η κ. Αράπογλου, «διάβαζα και ξαναδιάβαζα ένα απόσπασμα από το μυθιστόρημα της Τατιάνας Σταύρου “Οι πρώτες ρίζες”, που μ’ έκανε να αναλογίζομαι τι μπορεί να σήμαινε αυτή η κατακόρυφη βαθύτατη ρωγμή: “Χρειάζεται αγώνας να μπηχτείς μέσα σε τούτη την άσπρη ξερή γη. […] Σκέπτουμαι τα παιδιά μου. Κανένα τους σα μεγαλώσει δε θα υποπτευτεί την αγωνία μας”».

Κάθε τμήμα της συγκεκριμένης έκθεσης και κάθε προθήκη θα μπορούσε να αποτελέσει την αφορμή για μια ξεχωριστή παρουσίαση. Διαρθρώνεται σε τρεις ενότητες –«Λάμψη. Ξεριζωμός. Καταστροφή. Δημιουργία»– ενώνοντας σε μια αφήγηση το πριν και το μετά του κρίσιμου έτους που σήμανε το τέλος της Μικρασιατικής Εκστρατείας – ένα νήμα που πιάνει από την ακμή του ελληνισμού πριν από τους διωγμούς, περνάει στη δραματική περίοδο 1919-1923 και συνεχίζει με την εγκατάσταση και την ενσωμάτωση στην Ελλάδα. Το χρονικό περιγράφεται μέσα από έργα τέχνης, εικόνες, εκκλησιαστικά, πολεμικά και προσωπικά κειμήλια, ενδυμασίες, κοσμήματα, χειροτεχνήματα, χάρτες, φωτογραφίες, αρχειακό και κινηματογραφικό υλικό, εφημερίδες, επιστολές, κάρτες, και πολλά άλλα τεκμήρια. Την αφήγηση συμπληρώνουν αποσπάσματα από προσωπικές μαρτυρίες, ζωντανεύοντας τις εικόνες και τα σιωπηλά αντικείμενα.

Ταξίδι στη Μικρά Ασία της μνήμης-3
Μια γωνιά από αστικό σπίτι της Ιωνίας. Φωτ. ΝΙΚΟΣ ΚΟΚΚΑΛΙΑΣ

Πολλές οι πτυχές της ιστορίας –δεν μπορούν να καλυφθούν όλες–, κι αμέτρητοι εκείνοι που συνέβαλαν στη συγκέντρωση του εκθεσιακού υλικού. «Ιδιαίτερα πολύτιμα τα προσωπικά κειμήλια, τα δάνεια από ιδιωτικές συλλογές», σχολιάζει η κ. Αράπογλου. «Ρωτώντας όποιον συναντούσαμε εάν είχε κάποια σχέση με τη Μικρά Ασία συνειδητοποιήσαμε πως τέσσερις στους πέντε Eλληνες είχαν έστω κάποια μακρινή συγγενική σχέση». Ετσι, ανατρέχοντας σε μικρές ή μεγαλύτερες συλλογές ανά την Ελλάδα, και βέβαια χάρη στα αρχεία του Μουσείου Μπενάκη και του Κέντρου Μικρασιατικών Σπουδών, συγκεντρώθηκαν περισσότερα από 1.000 εκθέματα και 500 φωτογραφίες. Είναι προφανές ότι μια τόσο πολύπλευρη παρουσίαση δεν θα μπορούσε να πραγματοποιηθεί χωρίς την ουσιαστική συνδρομή μιας μεγάλης ομάδας επιστημόνων. Ολοι οι ερευνητές του Κέντρου Μικρασιατικών Σπουδών και οι περισσότεροι επιμελητές του Μουσείου Μπενάκη αλλά και πολλοί σύμβουλοι συνεργάτες στήριξαν την έρευνα, την επιλογή, την τεκμηρίωση και τη συγκέντρωση αυτού του ογκωδέστατου υλικού. Το αποτέλεσμα είναι εντυπωσιακό, μια διαδρομή περίπου μιας ώρας, τροφή για τη μνήμη που βλέπει όλα αυτά ακόμη εναργή και ζωντανά.

Πηγή: https://www.kathimerini.gr/

TOP NEWS