Οι διαπραγματεύσεις των ΗΠΑ με το Ιράν, με στόχο τον περιορισμό του πυρηνικού προγράμματος της Τεχεράνης, θεωρούνταν ευρέως ως σημαντικό μέσο για τη διατήρηση της ειρήνης στην περιοχή. Κατέληξαν, όμως, να αποτελέσουν την τέλεια κάλυψη για την αιφνιδιαστική επίθεση του Ισραήλ.
Με τον έκτο γύρο συνομιλιών μεταξύ του απεσταλμένου της κυβέρνησης Τραμπ, Στιβ Γουίτκοφ, και των Ιρανών να ήταν προγραμματισμένος για σήμερα Κυριακή στο Ομάν, αμερικανοί και ισραηλινοί αξιωματούχοι είχαν προειδοποιήσει για στρατιωτική δράση αν το Ιράν δεν συμφωνούσε να σταματήσει την παραγωγή σχάσιμου υλικού που μπορεί να χρησιμοποιηθεί σε πυρηνικά όπλα. Αντ’ αυτού, το Ισραήλ επιτέθηκε πρώτο, επιτυγχάνοντας τακτικό αιφνιδιασμό με μια καταστροφική σειρά πληγμάτων που σκότωσαν τρεις ανώτατους ιρανούς στρατηγούς και κορυφαίους πυρηνικούς επιστήμονες και έπληξαν εγκαταστάσεις συνδεδεμένες με το πυρηνικό πρόγραμμα της χώρας.
Το πρωί της Παρασκευής, ο Ντόναλντ Τραμπ ανάρτησε στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης: «Εδωσα στο Ιράν την ευκαιρία να κάνουμε μια συμφωνία», αλλά «απλώς δεν μπόρεσε να την πετύχει». Ανέφερε πως οι ισραηλινές επιθέσεις πραγματοποιήθηκαν λόγω της αδιαλλαξίας της Τεχεράνης και κάλεσε τους Ιρανούς να συνάψουν συμφωνία για να μην πάθουν χειρότερα.
Επί μήνες, ο πρόεδρος Τραμπ έδειχνε συχνά την επιθυμία του να δώσει μια ευκαιρία στη διπλωματία προτού καταφύγει στη στρατιωτική ισχύ, και η προγραμματισμένη σημερινή συνάντηση στη Μουσκάτ επρόκειτο να αποτελέσει ένα ακόμη βήμα σε αυτή την κρίσιμη πορεία. Το Ιράν αναμενόταν να απαντήσει σε πρόταση του Γουίτκοφ για ένα πλαίσιο επίλυσης του αδιεξόδου σχετικά με το πυρηνικό του πρόγραμμα.
Οι δύο πλευρές ήταν σε σύγκρουση – οι ΗΠΑ επέμεναν ότι το Ιράν θα έπρεπε να σταματήσει τον εμπλουτισμό ουρανίου, το οποίο η Τεχεράνη αρνούνταν κατηγορηματικά. Παρά τα σημάδια ότι μια ισραηλινή επίθεση γινόταν όλο και πιο πιθανή, υπήρχε η προσδοκία ότι οι συνομιλίες θα συνεχίζονταν.
«Κοντά σε καλή συμφωνία»
Την Πέμπτη, ο Τραμπ δήλωσε ότι δεν πίστευε πως επίκειτο επίθεση του Ισραήλ. Είπε επίσης ότι η Ουάσιγκτον και η Τεχεράνη ήταν «αρκετά κοντά σε μια πολύ καλή συμφωνία», αλλά ότι το Ιράν θα έπρεπε να κάνει περαιτέρω υποχωρήσεις για να αποφύγει τη σύγκρουση. Λίγες ώρες αργότερα, το Ισραήλ έπληξε στόχους σε διαδοχικά κύματα σε όλο το Ιράν. «Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι η αποστολή Γουίτκοφ συνέβαλε καθοριστικά στον αιφνιδιασμό» δήλωσε ο Ντένις Ρος, πρώην ανώτατος αξιωματούχος αρμόδιος για θέματα Μέσης Ανατολής σε Δημοκρατικές και Ρεπουμπλικανικές κυβερνήσεις. «Οι Ιρανοί υπέθεταν ότι το Ισραήλ δεν θα επιτίθετο όσο διαρκούσαν οι συνομιλίες».
Ο ισραηλινός πρωθυπουργός Μπενιαμίν Νετανιάχου είχε αναφερθεί σε ενδεχόμενη επίθεση στο Ιράν σε τηλεφωνική συνομιλία με τον Τραμπ τη Δευτέρα, σύμφωνα με δύο αμερικανούς αξιωματούχους. Λίγο αργότερα, οι ΗΠΑ άρχισαν να απομακρύνουν διπλωμάτες και συγγενείς στρατιωτικών από τη Μέση Ανατολή. Αξιωματούχοι της κυβέρνησης Τραμπ δήλωσαν την Πέμπτη στη «Wall Street Journal» ότι το Ισραήλ ήταν έτοιμο να επιτεθεί στο Ιράν στις επόμενες ημέρες.
Η αμερικανική κυβέρνηση επέμενε το βράδυ της Πέμπτης ότι ο Γουίτκοφ θα παρευρισκόταν στις σημερινές συνομιλίες. Ομως η συνάντησή του με τους Ιρανούς είναι πλέον στον αέρα καθώς η Τεχεράνη δεσμεύτηκε να εκδικηθεί το Ισραήλ και ορισμένοι σκληροπυρηνικοί ιρανοί αξιωματούχοι κατηγόρησαν την Ουάσιγκτον ότι ήταν συνεργός στην ισραηλινή επίθεση. Αμερικανοί αξιωματούχοι δεν απάντησαν σε ερωτήσεις για το πότε ο Λευκός Οίκος έμαθε ότι το Ισραήλ σκόπευε να επιτεθεί στο Ιράν.
Ο υπουργός Εξωτερικών Μάρκο Ρούμπιο δήλωσε ότι οι ΗΠΑ δεν ενεπλάκησαν στην ισραηλινή επίθεση. Δεν απέκλεισε όμως την πιθανότητα οι ΗΠΑ να βοηθήσουν το Ισραήλ έναντι της ιρανικής αντεκδίκησης – ένα σενάριο που θα μπορούσε να εμπλέξει την Ουάσιγκτον στη σύγκρουση και να ωθήσει το Πεντάγωνο να στείλει περισσότερες δυνάμεις στη Μέση Ανατολή.
Τι φοβούνται οι ΗΠΑ
Η πιθανότητα ισραηλινής στρατιωτικής ενέργειας κατά του Ιράν αποτελούσε διαχρονικό πονοκέφαλο για τις αμερικανικές κυβερνήσεις, που συμμερίζονταν τις ισραηλινές ανησυχίες για το πυρηνικό πρόγραμμα της Τεχεράνης και το ενδεχόμενο να καταλήξει στην κατασκευή πυρηνικού όπλου. Ο μεγαλύτερος φόβος ήταν ότι τα ισραηλινά πλήγματα θα προκαλούσαν ζημιές αλλά δεν θα κατέστρεφαν πλήρως το πυρηνικό πρόγραμμα του Ιράν, δεδομένου ότι μεγάλο μέρος του είναι υπόγειο και διασκορπισμένο. Αυτό θα μπορούσε να επιτρέψει στο Ιράν να συνεχίσει το πρόγραμμά του κρυφά. Ενας άλλος διαρκής φόβος ήταν ότι το Ιράν θα μπορούσε να απαντήσει με επιθέσεις σε αμερικανικές βάσεις στην περιοχή, σε συμμάχους των ΗΠΑ στον Περσικό Κόλπο και στις μεταφορές πετρελαίου, οδηγώντας σε αμερικανική εμπλοκή.
Πιέζοντας για την έναρξη των συνομιλιών για τα πυρηνικά νωρίτερα φέτος, ο Τραμπ είχε αρχικά θέσει ένα δίμηνο χρονοδιάγραμμα για να επιτευχθεί πρόοδος. Η προθεσμία αυτή έληξε την Πέμπτη. Το Ισραήλ φοβόταν ότι οι συνομιλίες θα τραβούσαν σε μάκρος ενώ το Ιράν θα συνέχιζε να προχωρεί στο πυρηνικό του πρόγραμμα.
Ωστόσο, επί εβδομάδες υπήρχε και η αισιοδοξία ότι η απειλή ισραηλινής ή αμερικανικής στρατιωτικής δράσης θα μπορούσε να ενισχύσει τη διπλωματική προσπάθεια του Γουίτκοφ, ασκώντας πίεση στην Τεχεράνη να υποχωρήσει. Κι όμως ύστερα από πέντε γύρους συνομιλιών, οι δύο πλευρές παρέμεναν σε απόσταση και, τελικά, ήταν η ίδια η διπλωματική διαδικασία που επέτρεψε την ισραηλινή στρατιωτική επιχείρηση.
Αντλώντας έμπνευση από την εκστρατεία του κατά της Χεζμπολάχ στον Λίβανο, το Ισραήλ έδωσε έμφαση σε επιθέσεις που στόχευσαν τη στρατιωτική ηγεσία του αντιπάλου του, παράλληλα με την καταστροφή βασικών πυρηνικών εγκαταστάσεων. Για να το επιτύχει, απαιτείτο αιφνιδιασμός – γι’ αυτό χτύπησε πριν τη συνάντηση του Γουίτκοφ στο Ομάν.
Ο Τραμπ έχει επανειλημμένως δηλώσει ότι προτιμά τη διπλωματική επίλυση του ιρανικού πυρηνικού ζητήματος. «Παραμένουμε προσηλωμένοι σε μια διπλωματική επίλυση του ζητήματος των πυρηνικών του Ιράν!» έγραψε την Πέμπτη στο Truth Social, πριν αρχίσουν οι ισραηλινές επιθέσεις.
Ομως οι καχύποπτοι σκληροπυρηνικοί του Ιράν βλέπουν ήδη αμερικανικό δάκτυλο στις στρατιωτικές επιχειρήσεις του Ισραήλ. Και ορισμένοι αμερικανοί πρώην αξιωματούχοι υποστηρίζουν ότι δεν θα είναι εύκολο για τον Τραμπ να αποστασιοποιηθεί από την ισραηλινή στρατιωτική ενέργεια. Ο Ααρον Ντέιβιντ Μίλερ, πρώην διαπραγματευτής των ΗΠΑ για τη Μέση Ανατολή, δήλωσε ότι δεν υπάρχουν ενδείξεις πως ο Λευκός Οίκος ήταν τόσο αντίθετος στην ισραηλινή επίθεση ώστε να ρισκάρει τη σχέση ΗΠΑ – Ισραήλ. Το Ισραήλ, είπε, έλαβε ένα «εύλογα αρνηθέν πράσινο φως».
Πηγή: https://www.tovima.gr/