Άγιο Φως – Μια μοναδική ιστορική μελέτη!

  • Dogma
φως

Άγιο Φως: μια από τις ιερότερες και σημαντικότερες τελετές της Μεγάλης Εβδομάδας που συντελείται στην Ιερουσαλήμ, κατά το Μεγάλο Σάββατο.

Η ιερή αυτή τελετή, κατά τη διάρκεια της οποίας ο πρώτος ιεράρχης της Σιωνίτιδος Εκκλησίας ή κάποιος άλλος από τους ιεράρχες της δίνει στους πιστούς το άγιο φως που προέρχεται από το Πανάγιο Τάφο, καθιερώθηκε από τους πρώτους αιώνες του χριστιανισμού.

Η ιστορία της τελετής του αγίου φωτός

Η πρώτη αφορμή της τελετής του αγίου φωτός, αν δεν υποθέσουμε πως είναι υπερφυσική, ήταν σίγουρα η συμβολική ανάμνηση και της ανάστασης του Σωτήρα μας και αυτών που έζησαν από κοντά τα γεγονότα.

Από το ιερό Ευαγγέλιο μαθαίνουμε πρώτα ότι κατά τον καιρό της ανάστασης του Κυρίου ο άγγελος που παρουσιάστηκε στις Μυροφόρες και έσπρωξε την πέτρα από την είσοδο του Τάφου, καθόταν πάνω σε αυτήν και έλαμπε ολόκληρος: «Ην δέ η ιδέα αυτού ως αστραπή» (Ματθ. κη’ 3.) (Η εξωτερική του εμφάνιση ήταν σαν αστραπή).

Έπειτα, όταν πάλι ο Πέτρος και ο Ιωάννης ήρθαν στον τάφο, ενώ υπήρχε ακόμα σκοτάδι και δεν ήταν παρών κανένας άγγελος, είδαν τις λωρίδες από σεντόνια που είχαν χρησιμοποιηθεί ως σάβανο και την πετσέτα με την οποία είχαν σκεπάσει το κεφάλι του Κυρίου και πίστεψαν (Ιωάν. κ’.)∙ είδαν όμως αυτά, ενώ υπήρχε ακόμα σκοτάδι, διότι όλος ο Τάφος του Κυρίου ήταν τότε διάχυτος από ουράνιο φως.

Αυτά βέβαια ενέπνευσαν στην τελετουργία της Εκκλησίας μας από τους πρώτους αιώνες,το έθιμο να κρατάμε λαμπάδες κατά τη γιορτή του Πάσχα. Η διαδεδομένη σε όλες τις Ορθόδοξους Εκκλησίες τελετή της διανομής του φωτός από τον εκκλησιαστικό προϊστάμενο στο λαό κατά τη νύχτα της Κυριακής του Πάσχα, είναι αναντίρρητα πάρα πολύ παλιά.

Αυτήν την ανέκαθεν φωταγωγία της Εκκλησίας, σύμβολο της χαράς, της δόξας και του ουράνιου φωτός, μαρτυρούν πολύ παλιά παραδείγματα. Όταν Επίσκοπος της Ιερουσαλήμ ήταν ο Νάρκισσος, το 162, κατά το βράδυ της ανάστασης, στην ίδια την Ιερουσαλήμ, άναψαν όλα τα καντήλια της Εκκλησίας με το θαυματουργό λάδι, όπως αναφέρει ο ιστορικός Ευσέβιος ο Παμφίλου: «Κάποτε, κατά το μεγάλο βράδυ του Πάσχα, λένε ότι είχε εξαντληθεί το λάδι από τους διακόνους. Επειδή, εξαιτίας αυτού, φοβερή απογοήτευση συντάραξε όλο το πλήθος, ο Νάρκισσος διέταξε να ετοιμάσουν τα φώτα, και αφού άντλησε νερό από κάποιο κοντινό πηγάδι, το μετέφερε ο ίδιος. Ενώ έγινε αυτό αμέσως, προσευχόταν και παρακαλούσε με πίστη προς τον Κύριο το νερό να χυθεί στους λύχνους. Αφού έγιναν και αυτά, ενάντια σε κάθε λογική και με παράδοξη και θεϊκή δύναμη μετέβαλε το νερό σε λάδι∙ αυτό διαφυλάχτηκε από τους περισσότερους από τους αδελφούς για μεγάλο χρονικό διάστημα από τότε και σε μας έχει απομείνει ένα μικρό δείγμα από το τότε θαύμα».

Για την τελετή του αγίου φωτός και της μετάδοσής του από τον Πατριάρχη «στους επισκόπους και στον υπόλοιπο λαό, για να φωτίσει με αυτό ο καθένας το σπίτι του» κάνει μνεία και ο Μοναχός Βερνάρδος ο σοφός που επισκέφτηκε την άγια Πόλη το 870 μ.Χ .

Αξιοσημείωτη τυχαίνει να είναι η επιστολή του Νικήτα, βασιλικού κληρικού της Εκκλησίας της Κωνσταντινούπολης, σχετικά με την εμφάνιση του φωτός από τον άγιο Τάφο κατά το Μ. Σάββατο. Αυτός επισκέφτηκε την Ιερουσαλήμ το 947, για να προσκυνήσει τους αγίους Τόπους, όταν Πατριάρχης Ιεροσολύμων ήταν ο Χριστόδουλος ο Α'(937-950), φέρνοντάς του δώρα από τον Αυτοκράτορα Κωνσταντίνο τον Πορφυρογέννητο τον Ζ’, όπως γράφει ο ίδιος στην επιστολή προς τον ίδιο τον Αυτοκράτορα. Αυτή η επιστολή έχει ως εξής: «…. Στις 7, λοιπόν, Απριλίου, με την πρόνοια του Θεού, αφού συνάντησα τον αρχιεπίσκοπο της αγίας πόλης Χριστόδουλο, έμεινα μαζί του και είδα τη θεϊκή επιφάνεια της αναστάσιμης ημέρας· και ενώ πλησίαζε το άγιο και μεγάλο Σάββατο, ο διάβολος που φθονεί πάντα τους καλούς δε μας άφησε ήρεμους, αλλά έτσι στεφανωμένος προσέκρουσε στον ακρογωνιαίο λίθο τον Χριστό, όμως ο ίδιος περισσότερο συντρίφτηκε παρά συνέτριψε. Γιατί, κάποιος Αμηράς από το Παγδάτι κατά την πρώτη ώρα του αγίου και μεγάλου Σαββάτου, ενώ βρισκόταν εκεί γύρω, μπήκε γεμάτος θυμό και μανία στον Αμηραίο τόπο στο πραιτώριο· τότε, αμέσως, κάποιοι φοβεροί και σκληροί αγγελιοφόροι ανακοίνωσαν την άφιξή του στον αρχιεπίσκοπο Χριστόδουλο και όδευαν προς το πραιτώριο· όταν, όμως, έφτασε εκεί ο Θεοφιλής και πραγματικά πολύτιμος αρχιεπίσκοπος, ο φοβερός και κατάπληκτος Αμηραίος είπε: «δεν μπορείς, αρχιεπίσκοπε, να τελέσεις τώρα την εορτή, γι’ αυτό έχω έρθει εδώ, γιατί με μαγικό και δόλιο τέχνασμα κάνεις το θαύμα για το οποίο γίνεται πολύς λόγος και έχεις γεμίσει όλη τη Συρία με τη θρησκεία των χριστιανών· και σχεδόν έχεις αποτελειώσει τη Ρωμανία εξαφανίζοντας τα δικά μας ήθη»· ο θεοφιλής τότε αρχιεπίσκοπος, με ήρεμη τη φωνή του απάντησε: «εάν μία φορά, ή και δύο φορές κάνατε προσπάθεια, από αυτά τα έργα δε γίνατε αξιόπιστος αμέτρητες φορές· θα μας φαινόταν πιο ανεκτό να πούμε ότι τάχα αυτό τελείται με κάποιο μαγικό και δόλιο τέχνασμα». Και επειδή πέταξε μπροστά στον προϊστάμενο αρχιεπίσκοπο σίδηρο αντί φυτίλι στο καντήλι που βρισκόταν στον άγιο Τάφο και επειδή είδαμε αυτό να ανάβει ολόκληρο σαν κερί με τη θεϊκή συναίνεση, μέχρι ποιο σημείο επιχειρούμε να θαυμάζουμε το ανήκουστο από τις τυραννίες; Οι γραφείς που στέκονταν εκεί,-έτσι ονομάζονται αυτοί που προσφέρουν υπηρεσίες στον Αμηραίο τόπο και είναι μέτοχοι στη δική μας ακέραιη πίστη, έλεγαν στον μαιοφόνο Αμιρά ¨¨»» «δεν κάνεις καλά που εμποδίζεις τον αρχιεπίσκοπο να τελέσει την εορτή που γίνονταν σύμφωνα με τα ήθη σε αυτόν τον τόπο· γιατί με ποιον τρόπο εισπράττεται το μεγαλύτερο μέρος των δημοσίων φόρων, εάν δεν επιτρέπεται να τελούνται οι καθιερωμένες εορτές εδώ; Και επειδή, εάν εμείνεις σε αυτό το λογισμό, μπορούμε να κάνουμε αναφορά στον πρώτο σύμβουλο της Συρίας, δε θα προξενήσεις στον εαυτό σου κάποια τυχαία αγανάκτηση»· επειδή, λοιπόν, οργίστηκε με τα λεγόμενα, ο δυστυχής αποβλέπει σε άλλο καινούριο τέχνασμα, γεμάτος με θυμό και μανία αφαιρεί με τη βία από τον αρχιεπίσκοπο 7000 χρυσά· και λέει ότι, εάν δεν πάρει τα χρήματα, δε θα επιτρέψει με κάθε τρόπο στον αρχιεπίσκοπο να τελέσει την αγία και καθολική εορτή της Ανάστασης του Χριστού· ο αρχιεπίσκοπος τότε πολύ στεναχωρημένος αναστέναξε βαθιά και εκβίασε τους φονιάδες ότι θα απαλλαγεί ο ίδιος από την παρούσα ζωή με ένα ξίφος, γιατί θεωρούσε ότι ήταν συμφέρον για τον εαυτό του αυτό, ότι δηλαδή θα απαλλασσόταν από την κακία αυτών· ο Θεός, όμως, που επινοεί για αυτούς που βρίσκονται σε δυσκολίες και που δίνει δύναμη στον ασθενή, εξάλειψε αυτήν την σκέψη· γιατί, αφού έδωσαν δύο χιλιάδες (2000) χρυσά οι γραφείς-οι οποίοι μνημονεύτηκαν παραπάνω-εγγυήθηκαν στον αρχιεπίσκοπο να δώσουν τις πέντε χιλιάδες (5000) και έτσι ματαίωσαν το σχέδιο του ασεβούς Αμηραίου.

Ενώ ο αρχιεπίσκοπος πιεζόταν με αυτά στο Πραιτώριο, ο Θεός των αξιοθαύμαστων έργων, με την ακατανόητη και ακαταμάχητη δύναμή του, γέμισε με τρίφωτο θείο φως δύο από τα καντήλια, σε εκείνον τον τόπο που έγινε η Σταύρωση, όπου λέγεται ότι, αφού κατέβασαν το τίμιο Σώμα του Κυρίου και Θεού μας, από το Σταυρό, το έπλυναν· αυτό, λοιπόν, το παράδοξο, μόλις αναγγέλθηκε στο πραιτώριο, αμέσως το πλήθος των χριστιανών και των ασεβών Αγαρηνών, αναμειγμένο, συνέρρεε στην αγία Εκκλησία του Θεού, οι μεν Ορθόδοξοι εξαιτίας του έντονου πόθου τους και της διάπυρης πίστης, οι δε άθεοι Αγαρηνοί με φονική διάθεση και με καταστροφικό φρόνημα, κρατώντας άλλοι μαχαίρια και άλλοι από αυτούς λόγχες, ώστε, εάν ανακαλυφθεί ότι κάποιος από τους χριστιανούς έχει λαμπάδα φωτός, να φονευθεί μέσα στο ναό· ο πάνσοφος, όμως, Αρχιεπίσκοπος μαζί με τους άλλους κληρικούς και τους Αγαρηνούς πήγαινε γρήγορα στον Άγιο Τάφο του Κυρίου και μάλιστα, αφού έριξε από δω και από εκεί μικρές ματιές, επειδή γνώριζε ότι ποτέ ως τότε δεν έβγαινε και εκεί η λάμψη του θείου φωτός, μαζί με τους ασεβείς Αγαρηνούς τον θεϊκό Τάφο ασφάλισε. Και κατά την ανατολή, αφού ύψωσε τα Μωσαϊκά εκείνα χέρια μαζί με το λαό των χριστιανών, ικέτευε για πολύ ώρα τον Θεό όλων. Γύρω στις έξι η ώρα της ημέρας, μόλις παρατήρησε στον θεϊκό Τάφο του Σωτήρα, βλέπει τη θεϊκή φωτοφάνεια (εμφάνιση του φωτός), καθώς η είσοδος της πόρτας δημιουργήθηκε γι’ αυτόν από άγγελο· πήρε, λοιπόν, την ευκαιρία να μεταδώσει το φως στα πολύφωτα στην αγία μεγάλη Εκκλησία του Θεού, καθώς αυτό συνήθιζε να κάνει, και ξαφνικά μπορούσε να δει όλη την Εκκλησία του Θεού γεμάτη με το ανέπαφο θεϊκό φως, ώστε άλλοτε ο ευσεβής λαός να μεταφέρεται στο δεξί μέρος, άλλοτε στο αριστερό, άλλοι στα προπύλαια, άλλοι στον τόπο του Κρανίου και άλλοι στην κρεμάμενη σταυροειδή αλυσίδα, επειδή και εκείνη περικύκλωνε τα καντήλια, και λέγεται για αυτήν ότι το δικό μας κόσμο μνημονεύει και χάρη στο σημείο αυτή είναι κρεμασμένη, ώστε με την απροσδόκητη φωτοφάνεια να εκπλήξει τους πάντες· αλλά όμως, γέμισε με έκπληξη και ντροπή και τους ίδιους τους άθεους Αγαρηνούς· γιατί από την Ανάληψη του Χριστού μέχρι τότε, σε ένα από τα καντήλια που υπάρχουν μέσα στον Άγιο Τάφο λέγεται ότι κάθε χρόνο γεννιόταν η λάμψη του θεϊκού φωτός· όμως, αυτή τη φορά η θεϊκή φωτοχυσία έλαμψε όλη την Εκκλησία, ώστε όλοι με μία φωνή είπαν: «τις Θεός μέγας, ως ο Θεός ημών, συ εί ο Θεός ο ποιών θαυμάσια μόνος»· και ενώ ο ασεβής Αμηραίος ήταν ανάμεσα στους Κατηχουμένους κρατώντας γυμνό ένα λαμπερό ξίφος, έπεσε μπροστά στο ναό και έγινε ένα εξαίσιο και αξιοθαύμαστο θαύμα· το καντήλι που κρεμόταν απέναντι από εκεί που έπεσε ο Αμηραίος, μεγαλύτερο και από μέγεθος κρατήρα, με κάποια οικονομία του Θεού, συνέβη να μείνει άδειο από νερό και λάδι, και αμέσως να γεμίσει με θεϊκό φως, χωρίς να υπάρχει κανένα φυτίλι σε αυτό· ο φονικός και δύστυχος, λοιπόν, Αμηραίος μπροστά σε αυτό το παράδοξο θέαμα έμεινε άναυδος, ώστε φανερά μπροστά σε όλους προτίμησε να βλέπει το χέρι σαν φωτιά και έτσι έγιναν αυτά τα παράδοξα και εξαίσια· αυτό, όμως, το κατά το δρακόντιο σταυρό ήδη παράδοξο που τελέστηκε, ας μη θεωρηθεί από τους πολλούς ότι έχει κάποιο ίχνος ψεύδους, γιατί σε κανέναν άλλον δεν αναθέτω τη δική μου αμαρτωλή συνείδηση, εάν δεν ερευνήσει τα βάθη της λογικής με το ακοίμητο μάτι· εκεί, λοιπόν, από τα δρακόντια που υπήρχαν στο δεξί μέρος της αγίας Εκκλησίας του Θεού, στο σταυρό που είχαν στο πάνω μέρος τους, αφού εμφανίστηκε αστέρι στο μέσο, ακτινοβολούσε σαν τον ήλιο, μετά, όμως, από λίγη ώρα, αφού διαιρέθηκε στα τέσσερα, φάνηκε ψηλά να λάμπει σε σχήμα σταυρού, ώστε όλοι να μαζί να τρέχουν προς αυτόν, και να ανακράζουν νικητήριους ύμνους για τον Θεό που προνοεί για τα δικά μας, αλλά δε νομίζω ότι κάτι τέτοιο είναι φανερό, αλλά ότι η δύναμη της πιστής προς τον Θεό αγίας βασιλείας σου θα καθυποτάξει τον μισητό Ισμαήλ, θα αμαυρώσει, όμως, και τη μιαρή θρησκεία των Αγαρηνών, ακριβώς όπως αυτό έχει ομολογηθεί και από τους βέβηλους και ασεβείς Αγαρηνούς· ο Θεός μέσω του σταυρού έδωσε τη νίκη στον φημισμένο από τους βασιλείς Κωνσταντίνο, αφού δώρισε ομώνυμο και όμοιο σταυρό, αναφέροντας μέσω του αστεριού την αγία βασιλεία σου, ο ίδιος και τώρα καθυπόταξε, ενδυνάμωσε και ενίσχυσε, δέσποτα, την κεφαλή όλου του έθνους, αποκαθιστώντας τη δύναμη της σιδηράς σου βασιλείας».

Ο πιο αμαρτωλός από τους κληρικούς Νικήτας έχω παραδώσει αυτά γραμμένα, κατά το έτος Αδάμ, στυε’. (=947 μ.Χ.).

Ακόμα πιο λεπτομερή και γεμάτη ενδιαφέρον περιγραφή για την τελετή του αγίου φωτός συναντούμε στο Οδοιπορικό του Ρώσου ηγουμένου Δανιήλ, ο οποίος επισκέφτηκε την αγία Γη το 1106-7, όταν η περιοχή ήταν στα χέρια των Σταυροφόρων.

«Εκθέτω, λέει, την αλήθεια, όπως την είδα. Την αγία Παρασκευή σφουγγαρίζουν τον άγιο Τάφο και πλένουν τα καντήλια που βρίσκονται εκεί, έπειτα τα γεμίζουν με καθαρό λάδι, χωρίς νερό, και αφού βάλλουν μέσα σε αυτά τα φυτίλια, τα αφήνουν με αυτόν τον τρόπο προετοιμασμένα· και κατά τη δεύτερη ώρα της νύχτας σφραγίζουν τον Άγιο Τάφο. Τότε σβήνουν όλα τα καντήλια και τα κεριά, όχι μόνο αυτά που είναι μέσα στο ναό, αλλά και τα άλλα που βρίσκονται σε όλες τις Εκκλησίες της Ιερουσαλήμ. Την ίδια μέρα, τη μεγάλη Παρασκευή, κατά την πρώτη ώρα της ημέρας, εγώ ο αμαρτωλός, αφού παρουσιάστηκα μπροστά στον ηγεμόνα Βαλδουίνο, τον προσκύνησα. Ο ηγεμόνας χαρούμενος με πλησίασε και μου είπε: «Τι επιθυμείς, Ρώσε ηγούμενε;» Ο ηγεμόνας όντας αγαθός και καθόλου υπερήφανος με γνώριζε ήδη καλά και με αγαπούσε. Τότε, λοιπόν, απάντησα σε αυτόν: «καλοκάγαθε ηγεμόνα, στο όνομα του Θεού και της αφοσίωσης, την οποία εγώ εξακολουθώ να έχω από τους Ρώσους ηγεμόνες, σε παρακαλώ να εισακούσεις σε αυτήν την παράκλησή μου. Επιθυμώ να βάλλω με το ίδιο μου το χέρι το καντήλι μου στον άγιο Τάφο του Κυρίου μας Ιησού Χριστού εκ μέρους όλης της Ρωσικής γης, για τους δικούς μας ηγεμόνες και χριστιανούς της Ρωσίας». Στο λόγο αυτό ο ηγεμόνας με ιδιάζουσα καλοκαγαθία μου το επέτρεψε και μου έδωσε τον καλύτερο ακόλουθό του, για να με οδηγήσει στον οικονόμο του Ναού της Αναστάσεως και στον κλειδοφύλακα του αγίου Τάφου. Ο οικονόμος τότε και ο κλειδοφύλακας με διέταξαν να φέρω το καντήλι μου με λάδι, κι εγώ, αφού τους ευχαρίστησα, γεμάτος χαρά έτρεχα στην αγορά· αφού αγόρασα το πιο μεγάλο κρυστάλλινο καντήλι και το γέμισα με καθαρό λάδι, χωρίς νερό, γύρισα το απόγευμα στον άγιο τάφο κρατώντας το. Βρήκα μόνο τον κλειδοφύλακα στο εσωτερικό του μικρού ναού του Αγίου Τάφου (του ιερού Κουβουκλίου). Αυτός, αμέσως μετά τη δική μου παράκληση, άνοιξε τις πύλες και αφού με παρακάλεσε να αφήσω τα σανδάλια μου, με έβαλε μέσα στον Άγιο Τάφο με γυμνά τα πόδια μου και έχοντας στα χέρια το καντήλι. Μου είπε να το αφήσω με τα ίδια μου τα χέρια πάνω στον άγιο Τάφο· το άφησα στο μέρος όπου κείτονταν τα ιερά πόδια του Σωτήρα μας. Το καντήλι των Ελλήνων ήταν τοποθετημένο προς το μέρος του κεφαλιού, ενώ του μοναστηριού του αγίου Σάββα και των υπόλοιπων μονών βρίσκονταν στο μέρος του στήθους. Είναι συνήθεια να βάζουν εδώ καντήλι των Ελλήνων και μεμονωμένα ένα άλλο για το μοναστήρι του αγίου Σάββα… Αφού έβαλα το δικό μας καντήλι πάνω στον άγιο Τάφο, προσκύνησα στη γη μπροστά στον άγιο αυτό τόπο, φίλησα και έβρεξα με τα δάκρυά μου τον ιερό τόπο, όπου το αγιότατο σώμα του Κυρίου μας Ιησού Χριστού κειτόταν· έπειτα, βγήκα γεμάτος με ανείπωτη χαρά από το εσωτερικό του αγίου Τάφου και κατευθύνθηκα προς το δωμάτιό μου.

Το πρωί του μεγάλου Σαββάτου, κατά την έκτη ώρα της ημέρας, μεγάλο πλήθος λαού μαζεύτηκε μπροστά στο Ναό της Αναστάσεως. Οι κάτοικοι της χώρας, οι περιηγητές και οι προσκυνητές που είχαν έρθει γι αυτό από τη Βαβυλώνα, την Αίγυπτο και την Αντιόχεια και από άλλες χώρες μαζεύτηκαν την ίδια μέρα. Αμέτρητο πλήθος γέμισε την πλατεία γύρω από τον Ναό και τον Γολγοθά· τόσο στριμωγμένοι, όμως, ήταν, που έβλεπε κανείς ανθρώπους να πνίγονται από την πίεση των ανθρώπων, οι οποίοι κρατούσαν στα χέρια τους κεριά σβησμένα και περίμεναν τη στιγμή που θα ανοίξουν οι πόρτες της Εκκλησίας. Στο εσωτερικό της Εκκλησίας βρίσκονταν μόνο ιερείς, περιμένοντας τον ερχομό του ηγεμόνα Βαλδουίνου και της ακολουθίας του. Μόλις φάνηκε αυτός, οι πόρτες της Εκκλησίας άνοιξαν και ο λαός όρμησε τότε όλος μαζί, γεμίζοντας όλη την Εκκλησία και τα διπλανά μέρη, τον Γολγοθά και τον τόπο της σταύρωσης και περισσότερο το μέρος όπου βρίσκεται ο σταυρός του σωτήρα μας. Αυτοί που δεν μπορούσαν να μπουν μέσα στην Εκκλησία στέκονταν έξω. Όλος αυτός ο λαός έλεγε μόνο τις λέξεις «Κύριε ελέησον». Αυτές οι ζωηρές και αδιάκοπες αναφωνήσεις δημιουργούσαν θόρυβο που δονούσε τις γύρω περιοχές… Έτσι στέκονταν οι πιστοί. Οι καρδιές τους ήταν συγκινημένες, τα μάτια τους γεμάτα δάκρυα. Έβλεπε κανείς και τον ηγεμόνα Βαλδουίνο να αισθάνεται συγκίνηση και να κλαίει, ενώ οι ακόλουθοί του περικύκλωναν το αρχικό θυσιαστήριο που βρισκόταν απέναντι ακριβώς από τον άγιο Τάφο (από τη βασιλική κάμαρα, όπως λέγεται σήμερα). Κατά την έβδομη ώρα της ημέρας του μεγάλου Σαββάτου ο ηγεμόνας Βαλδουίνος και οι ακόλουθοί του όδευαν ξυπόλητοι από το σπίτι του προς τον άγιο Τάφο. Προσκάλεσε και από το μετόχι του αγίου Σάββα τον ηγούμενο και τους αδελφούς μοναχούς του, οι οποίοι με όμοιο τρόπο κατευθύνονταν προς τον Τάφο του Κυρίου, μαζί με αυτούς ήμουν και εγώ ο αμαρτωλός. Όλοι βρεθήκαμε μπροστά στον ηγεμόνα και τον χαιρετήσαμε, ο ίδιος χαιρέτησε τον ηγούμενο και τους αδελφούς που ήταν μαζί του και υποχρέωσε τον ηγούμενο του αγίου Σάββα και εμένα τον αμαρτωλό να πλησιάσουμε και να σταθούμε δίπλα σε αυτόν, όπως ακριβώς και κάναμε. Επιπλέον, υποχρέωσε τους υπόλοιπους ηγουμένους και τους άλλους μοναχούς να προηγηθούν, ενώ η συνοδεία του ακολουθούσε την πομπή της τελετής. Φτάσαμε, τέλος, στη δυτική πόρτα του Ναού της Αναστάσεως, αλλά το πλήθος που ήταν μαζεμένο μας εμπόδιζε να μπούμε.

Τότε, λοιπόν, ο ηγεμόνας Βαλδουίνος διέταξε το στράτευμά του να διασκορπίσει το πλήθος και μας άνοιξαν δίοδο ανάμεσα στο πλήθος μέχρι τον άγιο Τάφο και έτσι, αφού μπορέσαμε να περάσουμε, φτάσαμε στην ανατολική πόρτα του αγίου Τάφου. Ο ηγεμόνας μπήκε μαζί μας και κάθισε στο δεξί μέρος, κοντά στον τοίχο που χωρίζει το αρχικό θυσιαστήριο, μπροστά στην ανατολική πόρτα, σε μία ψηλή θέση που προορίζεται για τον ηγεμόνα. Διέταξε, λοιπόν, τον ηγούμενο του αγίου Σάββα να σταθεί μαζί με τους μοναχούς του και τους Ορθόδοξους ιερείς πάνω στον άγιο Τάφο, ενώ εμένα με διέταξε να σταθώ ψηλότερα, επάνω (απέναντι) από τις πόρτες του αγίου Τάφου, μπροστά από το αρχικό θυσιαστήριο, ώστε να μπορώ να βλέπω στην πόρτα του Αγίου Τάφου, του οποίου και οι τρεις πόρτες ήταν σφραγισμένες με τη βασιλική σφραγίδα. Οι Λατίνοι ιερείς βρίσκονταν στο αρχικό θυσιαστήριο. Κατά την όγδοη ώρα της ημέρας οι Ορθόδοξοι ιερείς, οι οποίοι βρίσκονταν πάνω, βέβαια, στον Άγιο Τάφο, άρχισαν την ακολουθία του εσπερινού· μεγάλος αριθμός εκκλησιαστικών και μοναχών βρίσκονταν μαζί τους. Οι Λατίνοι, επίσης, έψαλλαν την ακολουθία σύμφωνα με το δικό τους Τυπικό… Όταν άρχισε η ανάγνωση των Παροιμιών του αγίου Σαββάτου, ο επίσκοπος, ακολουθούμενος από τον διάκονο, άφησε το αρχικό θυσιαστήριο και αφού πλησίασε στις πόρτες του Αγίου Τάφου, παρατήρησε μέσα από τα κάγκελα των θυρών και, αφού δεν είδε φως στον Ἀγιο Τάφο, γύρισε στο θυσιαστήριο. Ενώ γινόταν η ανάγνωση της στ’ Παροιμίας, ο ίδιος ο Επίσκοπος, ακολουθούμενος από τον διάκονο, έρχεται και πάλι, για να δει μέσα από την πόρτα του Αγίου Τάφου, εάν δεν υπάρχει εδώ φως. Όλος ο λαός δακρυσμένος άρχισε να αναφωνεί «Κύριε ελέησον». Αφού πέρασε και η ενάτη ώρα, ο χορός άρχισε να ψάλλει το άσμα της διάβασης της ερυθράς θάλασσας «Άσωμεν τω Κυρίω». Αυτήν την ώρα φαίνεται να έρχεται από την ανατολή μικρό σύννεφο και να στέκεται πάνω από τον υπερυψωμένο Τρούλο της Εκκλησίας, πέφτει βροχή πάνω στον άγιο Τάφο και λάμψη φοβερή και λαμπερή βγαίνει από αυτόν. Τότε ο Επίσκοπος συνοδευόμενος από τέσσερις διακόνους, έρχεται, για να ανοίξει τις πόρτες του αγίου Τάφου και αφού πήρε τα κεριά, τα οποία κρατούσε ο ηγεμόνας Βαλδουίνος, μπήκε στον Άγιο Τάφο και, αφού άναψε πρώτα τα κεριά του ηγεμόνα, βγήκε δίνοντας τα αναμμένα κεριά στον ηγεμόνα Βαλδουίνο, ο οποίος επανήλθε στη θέση του με μεγάλη χαρά και έχοντας τα κεριά στα χέρια.

Εμείς ανάψαμε τα κεριά από τον ηγεμόνα και έπειτα δώσαμε το φως σε αυτούς που βρίσκονταν εκεί και στον λαό. Το άγιο φως μου φάνηκε ότι διέφερε από το συνηθισμένο φως· η λάμψη του είχε κάτι το ιδιαίτερο και η φλόγα του ήταν κόκκινη. Όλος ο λαός κρατώντας τα κεριά στα χέρια, συγκινημένος και γεμάτος χαρά στην όψη του αγίου φωτός, δε σταμάτησε να επαναλαμβάνει «Κύριε ελέησον». …έπειτα άναψαν με το άγιο φως όλα τα καντήλια των Εκκλησιών και τα κεριά και τέλεσαν την ακολουθία του εσπερινού σε αυτές τις Εκκλησίες. Στη μεγάλη Εκκλησία του αγίου Τάφου έμειναν μόνο ιερείς, για να τελέσουν την ακολουθία του εσπερινού, ενώ ο λαός έφυγε. Εμείς επιστρέψαμε στο μοναστήρι μας μαζί με τον ηγούμενο και τους αδελφούς, κρατώντας τα κεριά αναμμένα, όταν τελειώσαμε την ακολουθία. Αφού αναγνώσαμε τις εσπερινές ευχές, ο καθένας αποχώρησε για το δωμάτιό του, δοξάζοντας τον Θεό που μας καταξίωσε να δούμε τη χάρη του»11.

Κατά τον ίδιο τρόπο περιγράφουν την τελετή του αγίου φωτός κατά τον 16ο και 17ο αιώνα και άλλοι Ρώσοι προσκυνητές, ο Ποζνιακώφ και ο Αρσένιος Σουχάνωφ, που επισκέφτηκαν τους Αγίους Τόπους, ο πρώτος το 1582, όταν Πατριάρχης ήταν ο Σωφρόνιος (1579-1608), και ο δεύτερος το 1652, όταν Πατριάρχης ήταν ο Παϊσιος (1645-1661).

Όταν ήταν Πατριάρχης Ιεροσολύμων ο Σωφρόνιος, το 1580, έγινε το εξής παράδοξο θαύμα κατά το Μ. Σάββατο. Το άγιο φως βγήκε δίπλα από την Πύλη του Ναού της Αναστάσεως, αφού ράγισε η κολόνα, κάτι το οποίο φαίνεται και τώρα. Η αιτία ήταν η εξής: Οι Αρμένιοι, κατά την εποχή εκείνη, ήταν εχθρικοί απέναντι στους Ορθοδόξους και υποσχέθηκαν να δώσουν στον ηγεμόνα της Ιερουσαλήμ αρκετά χρήματα, για να εμποδίσει τον Πατριάρχη και τους Ορθοδόξους να μπουν στον Ναό της Αναστάσεως κατά το άγιο και μεγάλο Σάββατο. Ο ηγεμόνας, αφού πήρε τα χρήματα, πρόσταξε και έγινε αυτό (που ήθελαν οι Αρμένιοι). Μπήκαν, λοιπόν, στον Ναό μόνο οι Αρμένιοι χαρούμενοι, ελπίζοντας ότι θα πάρουν το άγιο φως, οι Ορθόδοξοι, όμως, στέκονταν έξω από τον Ναό, στην αυλή, περίλυποι και παρακαλούσαν μαζί με τον Πατριάρχη τον άγιο Θεό, με δάκρυα και συντετριμμένη την καρδιά, να δείξει το έλεος της ευσπλαχνίας (γενναιοψυχίας) του· κι ενώ προσεύχονταν, σχίστηκε η αναφερόμενη παραπάνω ραγισμένη κολόνα και βγήκε από εκεί το άγιο φως. Μόλις είδε αυτό ο Πατριάρχης έτρεξε με μεγάλη προθυμία και ευλάβεια και άναψε τα κεριά που είχε στα χέρια του και μοίρασε το φως στους Ορθοδόξους για να τους αγιάσει. Οι Μωαμεθανοί θυρωροί βλέποντας αυτό το θαύμα άνοιξαν αμέσως την αγία Πόρτα και μπήκε μέσα στον Ναό και ο Πατριάρχης και όλο το πλήθος των Ορθοδόξων ψάλλοντας το «Τίς Θεός μέγας ως ο Θεός ημων» και τέλεσε τη λειτουργία. Εξαιτίας αυτού του θαύματος ένας από τους θυρωρούς του Ναού παραδέχτηκε μεγαλόφωνα τον Χριστό, τον Υιό του Θεού, και πίστεψε σε αυτόν. Οι άλλοι Μωαμεθανοί, μόλις άκουσαν αυτά, θύμωσαν και τον έκαψαν μέσα στην αγία Αυλή και έτσι είχε μαρτυρικό θάνατο16.

Όταν Πατριάρχης ήταν ο Θεοφάνης (1608-1645), και πάλι οι Αρμένιοι προκάλεσαν ταραχές το Πάσχα του 1634 στον Ναό της Αναστάσεως κατά την απουσία του Πατριάρχη στην Κωνσταντινούπολη, έχοντας ως σκοπό να αφαιρέσουν από τους Ορθοδόξους το πρωτείο που είχαν στην τελετή του αγίου φωτός. «Επειδή δεν ήξεραν τι να κάνουν, έγραφε ο Πατριάρχης Θεοφάνης στον Τσάρο της Ρωσίας Μιχαήλ, έκλεισαν τον Άγιο Τάφο με την εξουσία των αλλόθρησκων και δεν επέτρεπαν στους Ορθόδοξους χριστιανούς, σύμφωνα με το παλιό Πασχάλιο, να κάνουν το Μ. Σάββατο την τελετή του αγίου φωτός και να αξιωθούν να δουν αυτό. Έκλαιγαν, τότε, όλοι οι χριστιανοί, αλλά ο δίκαιος Θεός ελέησε αυτούς που ελπίζουν σε αυτόν. Και επειδή οι αλλόθρησκοι φύλαγαν ένοπλοι και οι πόρτες ήταν κλειδωμένες, οι χριστιανοί εκδιώχθηκαν από την Εκκλησία και στέκονταν θλιμμένοι και έκλαιγαν· τότε έγινε σεισμός και το άγιο φως εμφανίστηκε από τον καπνοδόχο της σκεπής του Αγίου Τάφου και φώτισε όλη την Εκκλησία. Οι χριστιανοί με χαρά και δάκρυα κραύγαζαν προς τον Θεό. Βλέποντας οι Αρμένιοι ότι ο Κύριος φανέρωσε το άγιο φως, για να κρύψουν την ατιμία τους, μοίραζαν χρήματα στους αλλόθρησκους, για να μη μιλήσουν για αυτό».

Περιγραφή της σύγχρονης τελετής του αγίου φωτός

Από το πρωί του αγίου και μεγάλου Σαββάτου μέσα στον θεοσέβαστο Ναό της Αναστάσεως, όπως και στον άγιο Τάφο σβήνουν όλες οι λυχνίες, Ορθοδόξων, Λατίνων, Αρμενίων και Κοπτών, από τους διακονητές από το κάθε δόγμα από αυτά που μένουν συνεχώς στον ναό. Έξω από τον Ναό όλοι οι κάτοικοι και οι προσκυνητές της αγίας Πόλης-όλων των χριστιανικών φύλων εκτός από τους Λατίνους- και οι θεατές συρρέουν όλοι μαζί και γεμίζουν τον χώρο της αγίας Αυλής του Ναού, περιμένοντας το άνοιγμα της κλειστής πόρτας του, για να μπουν μέσα σε αυτόν.

Κατά την ώρα 8.30′-9.30′ π.μ., όταν στο Μοναστηριακό Ναό των αγίων Κωνσταντίνου και Ελένης τελείται ο εσπερινός και η λειτουργία του Μ. Σαββάτου, κατά την οποία χοροστατεί ο Πατριάρχης και παρευρίσκονται οι Αρχιεπίσκοποι και τα υπόλοιπα μέλη της Ιεράς Αδελφότητας, ανοίγεται από τους μουσουλμάνους θυρωρούς η πύλη του Παναγιότατου Ναού, με την παρουσία των Δραγουμάνων, και του δικού μας και του Αρμένιου, και των στρατιωτικών αρχών της αγίας πόλης. Και πρώτα μπαίνει η παρατεταγμένη στρατιωτική δύναμη για την τήρηση της τάξης, η οποία τοποθετείται με την καθοδήγηση των Δραγουμάνων και των αξιωματικών της γύρω από το Ιερό Κουβούκλιο και στα κεντρικότερα σημεία του Ναού σχηματίζοντας έτσι διόδους για τα πλήθη. Μετά από αυτήν την τοποθέτηση των στρατιωτών, αφήνεται ελεύθερη η είσοδος για τα πλήθη, τα οποία ως χείμαρρος ακατάπαυστος μπαίνουν στον Ναό και τοποθετούνται στα ιδιαίτερα μέρη που ορίζονται για κάθε δόγμα. Ενώ περνά η ώρα, τα πλήθη αυξάνονται και συνωστίζονται σε τέτοιο βαθμό, ώστε κάθε προσπάθεια μετακίνησης μεταξύ αυτών καθίσταται όχι μόνο δύσκολη, αλλά και επικίνδυνη. Όλα, λοιπόν, τα μέρη του πολύ μεγάλου Ναού, και πάνω και κάτω, και μέσα και έξω γεμίζουν με ευσεβείς προσκυνητές ή περίεργους θεατές, ενώ συγχρόνως άλλα πλήθη μέσω του δικού μας Μοναστηριού, από τις πόρτες των αιθουσών, περνούν και καταλαμβάνουν τις στοές και τις εξοχές των δύο θόλων, και ο ίδιος ο χώρος της αγίας Αυλής και οι αίθουσες του Παναγιότατου Ναού της Αναστάσεως, του Μοναστηριού του Πατριάρχου Αβραάμ, της Εκκλησίας του αγίου Ιακώβου και οποιοσδήποτε εκεί κοντά ελεύθερος χώρος καταλαμβάνεται. Μεταξύ του πλήθους που βρίσκεται μέσα στον Ναό διακρίνονται οι Ορθόδοξοι από την Παλαιστίνη και τη Συρία με τους ιδιαίτερους στίχους, τους οποίους μεγαλόφωνα χτυπώντας τα χέρια απαγγέλλουν ρυθμικά στη δική τους γλώσσα και έχουν το εξής περιεχόμενο: Ο Θεός να δίνει πολλά χρόνια στον Πατριάρχη, ο θεός να στεριώνει το Δέρ-Ρούμ(=Μοναστήρι των Ρωμαίων, δηλαδή το Ελληνορθόδοξο Πατριαρχείο των Ιεροσολύμων), Μία μόνο ορθή πίστη υπάρχει, αυτή των Ορθοδόξων.

Κατά τις 11 π.μ. με την παρουσία των στρατιωτικών αρχών γίνεται επιθεώρηση του ιερού Κουβουκλίου του αγίου Τάφου από τους Δραγουμάνους που αναφέρθηκαν προηγουμένως. Μετά την επιθεώρηση ο δικός μας Δραγουμάνος κλείνει την πόρτα του Κουβουκλίου, έπειτα, αφού πάρει από τον δικό μας φύλακα μοναχό του αγίου Τάφου ταινία λευκή, την περιστρέφει δύο φορές γύρω από το πάνω μέρος των δύο πτυχών της πόρτας, όπου υπάρχουν καρφιά, και την αριστερή άκρη της ταινίας, αφού την διαπεράσει μέσα από το δεξί κρίκο της πόρτας, την δίνει στον δικό μας Αρχιμανδρίτη που στέκεται εκεί, ενώ τη δεξιά τη διαπερνά μέσα από τον αριστερό κρίκο και τη δίνει στον Αρμένιο Αρχιμανδρίτη. Έτσι, με την ταινία σχηματίζεται ένας σταυρός και στο κέντρο αυτού ο Δραγουμάνος βάζει μαλακό κερί, το οποίο παίρνει από τον ίδιο τον Μοναχό προσέχοντας να το προσαρμόσει και στις δύο μεριές της πόρτας του Ιερού Κουβουκλίου· έπειτα, φωνάζει τον μουσουλμάνο θυρωρό του Ναού της Αναστάσεως που βρίσκεται εκεί να έρθει, ο οποίος, σύμφωνα με το αρχαίο έθιμο, σφραγίζει τέσσερις φορές πάνω στο κερί και στην ταινία με τη σφραγίδα του, ως ανάμνηση της σφραγίσεως από τη φρουρά,, σύμφωνα με το Ευαγγέλιο: «Οι δέ πορευθέντες ησφαλίσατο τόν Τάφον, σφραγίσαντες τόν λίθον μετά της κουστωδίας» (Ματ. κζ’ 66) (=και εκείνοι πήγαν και ασφάλισαν τον Τάφο, έβαλαν δηλαδή σφραγίδες στο λίθο που έκλεινε το μνημείο και τοποθέτησαν φρουρά). Πλέον, όλα τα μέρη του Ναού είναι γεμάτα κόσμο, καθώς και τα απέναντι υπερυψωμένα μέρη του Ιερού Κουβουκλίου του αγίου Τάφου, τα δεξιά από τους ανώτερους κυβερνητικούς υπαλλήλους, τα αριστερά από την Ελληνική αντιπροσωπεία και άλλα επίσημα πρόσωπα.

Κατά τη δωδεκάτη της ημέρας ο Πατριάρχης ή, αν λείπει, ο Επίτροπος που τον αντιπροσωπεύει, ενώ χτυπάει πένθιμα η μεγάλη καμπάνα του Ναού, κατεβαίνει από το Πατριαρχείο μαζί με όλο τον κλήρο από τη σκάλα του αγίου Ιακώβου στον ναό της Αναστάσεως και μπαίνουν όλοι από τη νότια πύλη του Καθολικού στο άγιο Βήμα. Μετά από λίγη ώρα έρχονται προς τον Πατριάρχη μας και ασπάζονται το δεξί του χέρι τέσσερις κληρικοί από τους Αρμένιους, δύο από τους Κόπτες και δύο από τους Σύριους, παίρνοντας, όπως λέμε, ευλογία για να συμμετέχουν στην τελετή. Αυτή η εθιμοτυπία βασίζεται σε ρητές διατάξεις που ορίζουν για μας οι Σουλτάνοι, ως ένδειξη ότι έχουμε τα πρωτεία στον Παναγιότατο Τάφο, σύμφωνα με τα προνόμια που χορήγησε ο Ομάρ Χαττάπ και οι διάδοχοί του στο Γένος των Ορθοδόξων Ρωμαίων. Μετά την αποχώρηση των Αρμενίων και των υπόλοιπων αλλόθρησκων κληρικών, για τους οποίους έγινε αναφορά παραπάνω, οι δικοί μας ιερείς και διάκονοι που επρόκειτο να συμμετάσχουν στη λιτανεία, παίρνουν την ευκαιρία και ντύνονται όλοι με λευκές στολές, συγχρόνως βάζει και ο Πατριάρχης στο σκευοφυλάκειο όλη την αρχιερατική του στολή. Ταυτόχρονα, η λυχνία, η οποία χρησιμοποιείται στην ιερή τελετή, μεταφέρεται με πομπή από το κελί-στο οποίο φυλάσσεται, κοντά στην αγία Αποκαθήλωση-από τον δικό μας Σκευοφύλακα του Ναού της Αναστάσεως, ενώ προπορεύονται της πομπής ο Δραγουμάνος και ένας Αρχιερέας, προς το άγιο Κουβούκλιο από τον πιο σύντομο δρόμο, δηλαδή μέσω της περιοχής που βρίσκεται μεταξύ της αγίας Αποκαθήλωσης και του αγίου Κουβουκλίου. Μόλις αυτοί φτάσουν, ο Δραγουμάνος ξεκλειδώνει την πόρτα του Κουβουκλίου και μπαίνει μέσα μόνο ο δικός μας Σκευοφύλακας, αυτός που κρατάει την ιερή λυχνία, την οποία και τοποθετεί πάνω στον άγιο Τάφο. Αμέσως μόλις αυτός βγει, σφραγίζεται και πάλι η πόρτα του Κουβουκλίου, αφού τη δέσουν με τους δύο κρίκους της ταινίας, της οποίας τα άκρα παίρνουν τότε οι δύο Αρχιερείς που βρίσκονται εκεί, ο δικός μας και ο Αρμένιος, αντικαθιστώντας τους δύο Αρχιμανδρίτες που αναφέραμε προηγουμένως. Πριν, όμως, γίνουν όλα αυτά, η στρατιωτική αρχή παίρνει θέση μπροστά στην είσοδο του αγίου Κουβουκλίου προς το βόρειο μέρος. Η αστυνομία σχηματίζει μία ζώνη και ανοίγει δίοδο από το άγιο Βήμα του Καθολικού μέχρι το ιερό Κουβούκλιο και γύρω από αυτό λόγω της λιτανείας που θα γίνει. Σε κανέναν δεν επιτρέπεται να μπει στη δίοδο που έχει ανοιχτεί, εκτός από τους αξιωματικούς της τάξης, των κληρικών που έχουν παραταχθεί για τη λιτανεία και των αξιωματούχων των Πατριαρχείων. Οι αντιπρόσωποι των Κοπτών και των Συρίων, αυτοί που ορίστηκαν να παραλάβουν το άγιο φως από τον Πατριάρχη, μένουν έξω από τη σχηματιζόμενη ζώνη.

Στις 12.30′ ξεκινάει η λιτανεία από το άγιο Βήμα του Καθολικού ως εξής: Στην αρχή της πομπής είναι τα εκκλησιαστικά λάβαρα (κοινώς μπαϊράκια) που τα κρατούν, σύμφωνα με την παλιά συνήθεια, αρχηγοί αρχαίων Ορθόδοξων οικογενειών της Ιερουσαλήμ, ακολουθούν οι χοροί των ψαλτών, οι ντυμένοι ιερείς και τέσσερις διάκονοι-εκ των οποίων οι δύο κρατούν από ένα πυρσό (δαυλό) αργυρό, ενώ οι άλλοι δύο διάκονοι από μία δεσμίδα αποτελούμενη από 33 κεριά- τελευταίος όλων έρχεται ο Πατριάρχης που κρατάει την ποιμαντορική ράβδο. Αφού ευλογήσει ο Πατριάρχης από την αγία είσοδο της ωραίας Πύλης του Καθολικού, ξεκινάει η πομπή κατευθυνόμενη προς το Κουβούκλιο του Παναγίου Τάφου, όταν ξαφνικά στο μέσο του γενικού θορύβου στον Ναό και της αναμεμειγμένης βοής ακούγεται η γλυκιά και πολυπόθητη μελωδία των ψαλτών μας, οι οποίοι ψάλλουν το γνωστό τροπάριο «Τήν Ανάστασίν Σου, Χριστέ Σωτήρ, άγγελοι υμνουσιν εν ουρανοις καί ημας τους επί γης καταξίωσον εν καθαρα καρδία Σε δοξάζειν» (Την Ανάστασή Σου, Χριστέ Σωτήρα, άγγελοι υμνούν στους ουρανούς και καταξίωσε εμάς που είμαστε στη γη με καθαρή καρδιά να Σε δοξάσουμε)· ο ιερός κλήρος γυρίζει τρεις φορές γύρω από το άγιο Κουβούκλιο, ενώ κατά την τρίτη φορά ο χορός ψάλλει το «Φώς ιλαρόν» μελωδικά. Αφού γίνεται και η Τρίτη στροφή, οι κληρικοί που κρατάνε τα λάβαρα επιστρέφουν στο άγιο Βήμα και βγάζουν τις ιερατικές στολές, ενώ ο Πατριάρχης παίρνει από τους Αρμένιους τον κληρικό που έχει οριστεί, για να μπει μέσα στο άγιο Κουβούκλιο, και μαζί με αυτόν έρχεται μπροστά στο άγιο Κουβούκλιο. Απέναντι από την πόρτα του αγίου Κουβουκλίου (ο Πατριάρχης) βγάζει τη μίτρα, τα εγκόλπια, το μέγα ωμοφόριο, τον αρχιερατικό σάκκο και το επιγονάτιο με τη βοήθεια των διακόνων, οι οποίοι στη συνέχεια δένουν γύρω από τα επιμάνικα, τα οποία φοράει ο Πατριάρχης, λευκά μαντίλια. Τότε ο δικός μας Δραγουμάνος αφαιρεί την ταινία και ανοίγει την πόρτα του αγίου Κουβουκλίου. Ο πατριάρχης, αφού πάρει από τους διακόνους τους δύο πυρσούς και τρεις δεσμίδες κεριών μπαίνει μέσα στο Κουβούκλιο, όπου τον ακολουθεί μόνο ο Αρμένιος κληρικός, φορώντας και αυτός μόνο την εσωτερική ιερατική στολή και κρατώντας δύο μεταλλικούς πυρσούς19. Η πόρτα του αγίου Κουβουκλίου κλείνεται πάλι και ο Πατριάρχης μπαίνει στον Τάφο, ενώ ο Αρμένιος μένει στον προθάλαμο αυτού. Ο Πατριάρχης, αφού γονατίσει, με φόβο και κατάνυξη διαβάζει την παρακάτω ευχή:

«Δέσποτα Κύριε Ιησού Χριστέ, η αρχίφωτος σοφία του ανάρχου Πατρός. Ο φως οικών απρόσιτον, ο ειπών εν σκότους φως λάμψαι, ο ειπών γενηθήτω φως και εγένετο φως, Κύριε, ο του φωτός χορηγός, ο εξαγαγών ημάς από του σκότους της πλάνης και εισαγαγών εις το θαυμαστόν φως της σης επιγνώσεως, ο την γην μεν πάσαν δια της εν αυτή ενσάρκου παρουσίας σου, τα καταχθόνια δε της εις Άδην καταβάσεως σου φωτός πληρώσας και χαράς, μετά δε ταύτα δια των αγίων σου αποστόλων φως καταγγείλας πάσι τους έθνεσιν. Ευχαριστούμεν σοι, ότι δια της ευσεβούς πίστεως μετήγαγες ημάς από του σκότους εις φως και γεγόναμεν υιοί δια του αγίου βαπτίσματος, θεασάμενοι την δόξαν σου πλήρη ούσαν χάριτος και αληθείας, αλλ’ ω φωτοπάροχε Κύριε, ο το μέγα φως ων, ο ειπών, ο λαός ο καθήμενος εν σκότει. Δέσποτα Κύριε, το φως το αληθινόν, ο φωτίζει πάντα άνθρωπον ερχόμενον εις τον κόσμον, το μόνον φως του κόσμου και φως της ζωής των ανθρώπων, ου από της δόξης επληρώθη τα σύμπαντα, ότι φως εις τον κόσμον ελήλυθας δια της ενσάρκου σου οικονομίας, ει και οι άνθρωποι ηγάπησαν μάλλον το σκότο ή το φως, συ Κύριε φωτοδότα, επάκουσον ημών των αμαρτωλών και αναξίων δούλων σου των την ώρα ταύτη παρισταμένων τω παναγίω σου και φωτοφόρω τούτω τάφω και πρόσδεξαι ημάς τιμώντας τα άχραντα πάθη σου, την παναγίαν σου σταύρωσιν, τον εκούσιον θάνατον και την εν τω πανσεβάστω τούτω μνήματι του τεθεωμένου σου σώματος κατάθεσιν και ταφήν και τριήμερον εξανάστασιν, ήν χαρμονικώς ήση αρξάμενοι εορτάζειν μνείαν ποιούμεθα και της εν Άδου καθόδου σου, δι’ ης τας εκείσε των δικαίων κατέχομενας ψυχάς δεσποτικώς ηλευθέρωσας τη αστραπή της σης θεότητος, φωτός πληρώσας τα καταχθόνια. ¨οθεν δη αγαλλόμενη καρδία και χαρά πνευματική κατά τούτο το υπερευλογημένον Σάββατον τα εν γη και υπό γην θεοπρεπώς τελεσθέντα σοι σωτηριοδέστατα μυστήρια σου εορτάζοντες και σε το όντως ιλαρόν και εφετόν φως εν τοις καταχθονίοις θεϊκώς επίλαμψαν, εκ τάφου δε θεοπρεπώς αναλάμψαν αναμιμνησκόμενοι, φωτοφάνειαν ποιούμεθα σου την προς ημάς συμπαθώς γενομένην θεοφάνειαν εικονίζοντες, επιδή γαρ τη σωτηρίω και φωταυγεί νυκτί πάντα πεπλήρωται φωτός ουρανός τε και γη και τα καταχθόνια δια το υπερφυές μυστήριον της εν Άδου καθόδου σου και της εκ Τάφου σου τριημέρου αναστάσεως. Δια τούτο εκ του επί τούτον τον φωτοφόρον σου Τάφον ενδελεχώς και αειφώτως εκκαιομένου φωτός ευλαβώς λαμβάνοντες διαδιδόαμεν τοις πιστεύουσιν εις σε το αληθινόν φως και παρακαλούμεν και δεόμεθά σου, Πανάγιε Δέσποτα, όπως αναδείξης αυτό αγιασμού δώρον και πάσης θεϊκής σου χάριτος πεπληρωμένον δια της χάριτος του Παναγίου και φωτοφόρου Τάφου σου και τους απτομένους ευλαβώς αυτού ευλογήσης και αγιάσης, του σκότους των παθών ελευθερών και των φωτεινοτάτων σου σκηνών καταξιώσης, όπου φως το ανέσπερον της σης θεότητος λάμπει, χάρισαι αυτοίς, Κύριε, υγιείαν και ευζωΐαν και τους οίκους αυτών παντός αγαθού πλήρωσον.

Ναι, Δέσποτα φωτοπάροχε, επάκουσον μου του αμαρτωλού εν τη ώρα ταύτη και σος ημίν τε και αυτοίς περιπατείν εν τω φωτί σου και εν αυτώ μένειν, έως το φως της προσκαίρου ζωής έχομεν. Δος ημίν, Κύριε, ίνα το φως της προσκαίρου ζωής ταύτης έχωμεν. Δος ημίν, Κύριε, ίνα το φως των καλών έργων ημών λάμπη έμπροσθεν των ανθρώπων και δοξάζωσι σε συν τω αναρχώ σου Πατρί και τω Παναγίω Πνεύματι. Εις φως γαρ εθνών ημάς τέθεικας, ίνα αυτοίς τη σκοτία περιπατούσι φαίνωμεν. Αλλ’ ημείς ηγαπήσαμεν το σκότος μάλλον ή το φως φαύλα πράσσοντες. Πας γαρ ο φαύλα πράσσων μισεί το φως κατά τον αψευδή λόγον σου, δια τούτο οσήμεραι προσκοπτόμεν αμαρτάνοντες, επειδή περιπατούμεν εν τη σκοτία. Αλλ’ αξίωσον ημάς το υπόλοιπον της ζωής ημών βιωτεύσαι πεφωτισμένους τους οφθαλμούς της διανοίας ημών. Δος ημίν, ίνα ως τέκνα φωτός περιπατήσωμεν εν τω φωτί των εντολών σου, το του αγίου βαπτίσματος φωτεινόν ένδυμα, υπέρ δια των έργων ημαυρώσαμεν, λεύκανον ως το φως, ο αναβαλλόμενος το φως ώσπερ ιμάτιον. Δος ημίν ενδύσασθαι τα όπλα του φωτός, ίνα δι’ αυτών τον άρχοντα του σκότους τροπούμεθα, ως μετασχηματίζεται εις άγγελον φωτός. Ναι, Κύριε, και ως εν ταύτη τη ημέρα τοις εν σκότει και σκιά θανάτου καθημένοις φως έλαμψας, ούτω σήμερον λάμψον εν ταις καρδίαις ημών το σον ακήρατον φως, ίνα δια τούτου φωτιζόμενοι και θερμαινόμενοι εν τη πίστει δοξάζομεν σε το μόνον εκ μόνου του αρχιφώτου φωτός ιλαρόν φως εις τους ατελεύτητους αιώνας. Αμήν».

Κατά την ώρα που ο Πατριάρχης διαβάζει αυτήν την ευχή, βαθιά σιγή διαδέχεται τις δυνατές κραυγές που σείουν τις αχανείς διαστάσεις μπροστά στο μικρό Ναό· μυστική αγωνία καταλαμβάνει από τη μια μεριά ως την άλλη τα πλήθη και αμέσως σταματάει ο θορυβώδης και ταραχώδης εκείνος χείμαρρος· όλοι εκείνη τη στιγμή έχοντας το μυαλό τους στον Ύψιστο και περιμένοντας το έλεος, τον παρακαλούν να έρθει σε αυτούς η θεία χάρη του παναγίου φωτός. Μετά το τέλος της ευχής ο Πατριάρχης με κάθε ευλάβεια ασπάζεται τον άγιο Τάφο και παίρνει το άγιο φως, το οποίο βέβαια, αφού πάει στον προθάλαμο, δίνει πρώτα στον Αρμένιο κληρικό που βρίσκεται εκεί, συγχρόνως όμως ο Πατριάρχης από το βόρειο άνοιγμα του Κουβουκλίου και ο Αρμένιος από το νότιο παραδίδουν τους πυρσούς αναμμένους πλέον σε αυτούς που είχαν παραταχθεί εκεί από πριν και στους ιερείς και τους λαϊκούς που περιμένουν έξω από τις πόρτες. Την εμφάνιση του αγίου φωτός χαιρετούν οι ήχοι των βαρύγδουπων καμπάνων του Ναού και των σημάντρων και τυμπάνων του· ακούγεται ανάμεικτη βοή, ιαχή θεσπέσια που φτάνει ως τον ουρανό και συγκινεί τους πάντες μέχρι δακρύων· ο καθένας αισθάνεται χαρά και αγαλλίαση. Πόσο ζωηρή και αξιοθέατη είναι εκείνη η στιγμή στους θεατές! Στα πρόσωπα όλων ζωγραφίζεται ανέκφραστη αγαλλίαση, δάκρυα χαράς βρέχουν τα μάγουλά τους και σκέφτονται ότι πράγματι είναι θεατές ευσεβούς και ιερής τελετής, την οποία ποθούσαν να δουν από την παιδική τους ηλικία. Η θέα της μυστηριώδους αυτής μεταβολής τόσων καρδιών είναι αδύνατον να μη συγκινήσει και τον ψυχρότερο από τους θεατές. Ο πρεσβύτερος της Ιερουσαλήμ που βρίσκεται στο βόρειο άνοιγμα του Κουβουκλίου, αφού πάρει το άγιο φως από τον Πατριάρχη μέσα σε αργυρό πυρσό, το μεταφέρει τρέχοντας στο άγιο Βήμα από τη Βόρεια πύλη του Καθολικού και το παραδίδει στον Σκευοφύλακα του Ναού που βρίσκεται στην παραπρόθεση του δεξιού μέρους , ο οποίος το παραδίδει σε αυτούς που βρίσκονται στο άγιο Βήμα. Αμέσως το άγιο φως διαδίδεται σε όλα τα μέρη του Ναού, πάνω και κάτω και στην πιο μακρινή γωνιά του. Ο Ναός που πριν από λίγο δεν είχε κανένα φως μεταμορφώνεται σε θάλασσα φωτός φωτιζόμενος αμέσως από 30000 περίπου φώτα. Έπειτα ανοίγεται η πόρτα του αγίου Κουβουκλίου από τον δικό μας Αρχιερέα που αναφέραμε προηγουμένως, όταν ο Πατριάρχης από μέσα τη χτυπήσει. Αμέσως μπαίνουν στο Κουβούκλιο ένας Κόπτης και ένας Σύριος από αυτούς που πήραν σε προηγούμενη φορά και παίρνουν το άγιο φως από τον Πατριάρχη. Αφού περιοριστεί ο θόρυβος, ο Πατριάρχης βγαίνει πρώτος από το ιερό Κουβούκλιο κρατώντας τρεις δεσμίδες κεριά, εκ των οποίων τη μια τη δίνει στον Διοικητή της Πόλης που στέκεται κοντά στην πόρτα του Κουβουκλίου, και, ενώ τον κρατάνε οι κυβερνητικοί υπάλληλοι και ο Δραγουμάνος, διασχίζει γρήγορα το συνωστισμένο πλήθος και φτάνει στο άγιο Βήμα, όπου δίνει το άγιο φως. Μετά την έξοδο του Πατριάρχη από το άγιο Κουβούκλιο, βγαίνουν από εκεί ο Αρμένιος κληρικός και ο Σύριος και μεταφέρουν το φως στους ομοεθνείς τους, ενώ μπαίνουν οι καντηλανάφτες των τριών εθνών και ανάβουν τα καντήλια τους μέσα και έξω από τον άγιο Τάφο. Ταυτόχρονα ο δικός μας Αρχιερέας σηκώνει την αναμμένη ιερή λυχνία από τον Πανάγιο Τάφο και τη μεταφέρει αμέσως από το άγιο Κουβούκλιο στο άγιο Βήμα του δικού μας Καθολικού. Αφήνεται, λοιπόν, ελεύθερο το άγιο Κουβούκλιο στους Αρμένιους, στους Κόπτες και στους Σύριους για τη λιτανεία τους, την οποία όλοι μαζί κάνουν γύρω από τον Τάφο του Κυρίου, δοξάζοντας και αυτοί τον νικητή του θανάτου.

Αμέσως μετά την τελετή ο Πατριάρχης γυρίζει στη θέση του με τη συνηθισμένη παράταξη. Την τελετή του αγίου φωτός επισφραγίζει στη συνέχεια η τέλεση της θείας λειτουργίας του Μ. Σαββάτου στο Καθολικό του Ναού της Αναστάσεως. Τα πλήθη των προσκυνητών αμέσως βγαίνουν από τον Ναό και διασκορπίζονται κρατώντας στα χέρια αναμμένα κεριά. Αυτοί που έχουν σταλεί από τα περίχωρα της Ιερουσαλήμ, αφού πάρουν το άγιο φως με πυρσούς, το μεταφέρουν βιαστικά στις πόλεις και στα χωριά και στα Μοναστήρια, όπου οι κάτοικοι τους δέχονται με θρησκευτική ευλάβεια και κραυγές. Από αυτή τη στιγμή όλα τα φώτα που ήταν πριν σβησμένα στις Εκκλησίες της Ιερουσαλήμ και των περιχώρων ανάβουν.

Αυτή τυχαίνει να είναι η σεβάσμια και υψηλή τελετή του αγίου φωτός εξαιτίας της παλαιότητάς της, η οποία στην ιστορία του θρησκευτικού βίου των Ορθοδόξων λαών της Ανατολής κατέχει πάρα πολύ σπουδαία θέση.

Πηγή: Ιερά Μονή Παντοκράτορος Μελισσοχωρίου

 

TOP NEWS