Ιεραρχία: Να επαναξιολογηθεί η πορεία του θρησκευτικού διαλόγου

  • Dogma
θρησκευτικού

Η πορεία του θρησκευτικού διαλόγου με τους Ρωμαιοκαθολικούς, αλλά και το νομοσχέδιο για τη νομική αναγνώριση της ταυτότητας φύλου, ήταν τα καίρια ζητήματα που απασχόλησαν τη σημερινή συνεδρίαση της Ιεραρχίας της Εκκλησίας της Ελλάδος.

Ως προς το θέμα της πορείας του θρησκευτικού διαλόγου, μετά και την εισήγηση του Σεβασμιωτάτου Μητροπολίτη Μεσσηνίας κ. Χρυσοστόμου, η Ιερά Σύνδοδος της Ιεραρχίας,  αποφάσισε: «όπως συνεχίσει να συμμετέχει στον παρόντα διάλογο, υπό την προϋπόθεση των εκκλησιολογικών αρχών, όρων και προϋποθέσεων της Αρχαίας Εκκλησίας, ήτοι της πρώτης χιλιετίας, γι’ αυτό και προτείνει όπως επαναξιολογηθεί η πορεία του συγκεκριμένου Θεολογικού Διαλόγου».

Ακολουθεί ολόκληρο το Δελτίο Τύπου της Ιεράς Συνόδου της Ιεραρχίας:

Συνήλθε σήμερα Πέμπτη, 5 Οκτωβρίου 2017, στην τρίτη Τακτική Συνεδρία της η Ιερά Συνοδος της Ιεραρχίας της Εκκλησίας της Ελλάδος, υπό την Προεδρία του Μακαριωτάτου Αρχιεπισκόπου Αθηνών και πάσης Ελλάδος κ. Ιερωνύμου, στην Αίθουσα Συνεδριών της Ιεράς Συνόδου της Ιεραρχίας.

Μετά την προσευχή ανεγνώσθη ο Κατάλογος των συμμετεχόντων Ιεραρχών και διαπιστώθηκε απαρτία. Κατόπιν επικυρώθηκαν τα Πρακτικά της χθεσινής Συνεδρίας.

Ακολούθως, σύμφωνα με την Ημερησία Διάταξη, ανέγνωσε την Εισήγησή του ο Σεβασμιώτατος Μητροπολίτης Μεσσηνίας κ. Χρυσόστομος με θέμα: «Η πορεία του θεολογικού διαλόγου μεταξύ Ορθοδόξων και Ρωμαιοκαθολικών. Αξιολόγησις, Προβλήματα, Προοπτικές». Αρχικά έκανε εκτενή αναφορά στην πορεία του θεολογικού διαλόγου από τον Μάιο του 1980 έως και σήμερα επισημαίνοντας ιδιαίτερα, ότι βάση του διαλόγου αυτού ήταν πάντοτε η κοινή παράδοση της Αρχαίας Εκκλησίας.

Περαίνοντας την Εισήγηση αναφέρθηκε στην αξιοποίηση των κοινών Κειμένων μεταξύ Ορθοδόξων και Ρωμαιοκαθολικών και την μελλοντική πορεία του Θεολογικού Διαλόγου σημειώνοντας ότι τα κοινά Θεολογικά Κείμενα, πέραν από την υπάρχουσα προβληματική ως προς την εκκλησιαστική αποδοχή τους, αναγνωρίζεται ότι αποτελούν πραγματική συνεισφορά στην όλη πορεία και στα όσα θετικά αποτελέσματα επιτεύχθηκαν μέχρι σήμερα και συνέχισε: «Για την Ορθόδοξη Εκκλησία ο διάλογος είναι πάντοτε το sine qua non, όχι μόνο γιατί, όπως αναφέρει ο άγιος Μάρκος ο Ευγενικός, ‘’μέ τον διάλογο αποδεικνύεται ότι οι διαφορές είναι λιγότερες από αυτές που γίνονται όταν δεν διαλεγόμεθα’’ (‘’ότε διίστανται τινές αλλήλων και ου χωρούσι προς λόγους, δοκεί μείζων είναι και η μεταξύ τούτων διαφορά· ότε δ’ εις λόγους συνέλθωσι και εκάτερον μέρος νουνεχώς ακροάσηται τα παρ’  εκατέρου λεγόμενα, ευρίσκεται πολλάκις ολίγη η τούτων διαφορά’’, αλλά κυρίως γιατί η Ορθόδοξη Εκκλησία, έχουσα συνείδηση ότι είναι η Μία, Αγία, Καθολική και Αποστολική Εκκλησία, συμμετέχει σε κάθε Θεολογικό Διάλογο προκειμένου να προσφέρει την Αλήθεια, την οποία κατέχει, και όχι για να προσλάβει την Αλήθεια. Μέσω του διαλόγου παρέχεται η ευκαιρία στους ετεροδόξους να γνωρίσουν και να αναγνωρίσουν την αυθεντικότητα της πατερικής παράδοσης και την αξία της πατερικής διδασκαλίας, την λειτουργική εμπειρία και την πίστη της Ορθόδοξης Εκκλησίας».

Ο Σεβασμιώτατος Μητροπολίτης Μεσσηνίας τόνισε ότι οι υπάρχουσες διαφορές δεν μπορούν να λυθούν έξω από το πλαίσιο του Διαλόγου, αφού αποτελεί το μοναδικό και πρόσφορο μέσο για την επίλυσή τους, γεγονός που αποδεικνύεται από την ίδια την ιστορία της Εκκλησίας. Η Ορθόδοξη Εκκλησία μέσα από αυτόν τον Διάλογο ανέδειξε και προσέφερε αρκετά σημεία από την εκκλησιολογία της Αρχαίας Εκκλησίας, τα οποία έγιναν αποδεκτά από μέρους των Ρωμαιοκα-θολικών. «Δυστυχώς όμως», σημείωσε ο Σεβασμιώτατος, «το θετικό αυτό έργο σκιάζεται ή μάλλον εγκλωβίζεται στα ακανθώδη και δισεπίλυτα προβλήματα της εκκλησιαστικής πολιτικής και διπλωματίας, η οποία φαίνεται ότι αποδυναμώνει όλες τις ανωτέρω σταθερές θεολογικές βάσεις αντιμετώπισης των πραγματικών εκκλησιολογικών προβλημάτων, αποπροσανατολίζοντας τον Θεολογικό Διάλογο από την αρχική στοχοθεσία του και δημιουργώντας σύννεφα ή και ‘’παγετώνες’’ στην περαιτέρω πορεία του».

Τέλος, ο Σεβασμιώτατος ανέφερε ότι θεωρεί «απαραίτητη μία επαναξιολόγηση της πορείας του συγκεκριμένου Θεολογικού Διαλόγου, με ειλικρίνεια και με επιδίωξη την ‘’υπέρ της αληθείας’’ διακονία και όχι την ‘’κατά της αληθείας’’ (Β’ Κορ. 13,8) συνέχιση του παρόντος Διαλόγου. Η εφαρμογή της απόφασης της Αγίας και Μεγάλης Συνόδου της Ορθοδόξου Εκκλησίας, σχετικά με την διαδικασία επαναξιολόγησης και επανεκτίμησης των μέχρι σήμερα αποτελεσμάτων του και της μελλοντικής του πορείας θα ήταν χρήσιμη, ώστε να προληφθούν τα αδιέξοδα και να συνεχίσουμε τον παρόντα Θεολογικό Διάλογο ‘’εν αγάπη και αληθεία’’».

Ακολούθησε ευρύτατος διάλογος επί της Εισηγήσεως, κατά τον οποίο έλαβαν τον λόγο πολλοί Σεβασμιώτατοι Αρχιερείς.

Η Ιερά Σύνοδος της Ιεραρχίας, παρά το γεγονός ότι τα αποτελέσματα του μέχρι σήμερα διεξαχθέντος διαλόγου δεν είναι τα αναμενόμενα, αφού συνεχάρη τα Μέλη της Εκκλησίας της Ελλάδος που συμμετέχουν στον συγκεκριμένο διάλογο, απεφάσισε όπως συνεχίσει να συμμετέχει στον παρόντα διάλογο, υπό την προϋπόθεση των εκκλησιολογικών αρχών, όρων και προϋποθέσεων της Αρχαίας Εκκλησίας, ήτοι της πρώτης χιλιετίας, γι’ αυτό και προτείνει όπως επαναξιολογηθεί η πορεία του συγκεκριμένου Θεολογικού Διαλόγου.

Η Ιερά Σύνοδος της Εκκλησίας της Ελλάδος παρακολουθεί με προσοχή την ως μη ώφειλε έντονη συζήτηση επί του Νομοσχεδίου για τη νομική αναγνώριση της ταυτότητας φύλου. Προς τούτο κατέθεσε τις απόψεις της στη γενομένη ανοιχτή διαβούλευση, παρέστη δι’ εκπροσώπου της στην αρμόδια Κοινοβουλευτική Επιτροπή και προέβη στα διαβήματα που της αναλογούν αρμοδίως.

Ως ύστατη όμως κίνηση αγάπης προς τον λαό μας και εν όψει της επικειμένης συζήτησής του στην ολομέλεια της Βουλής, επαναλαμβάνει τις βασικές της θέσεις:

(α) Το φύλο στον άνθρωπο αποτελεί ιερή παρακαταθήκη και υπηρετεί στη βάση της ψυχοσωματικής συμπληρωματικότητας το μυστήριο της ζωής και της αγάπης. Υπό την έννοια αυτήν, δεν είναι επιλέξιμο, αλλά ως δώρο αποτελεί θείο χάρισμα στον άνθρωπο που πρέπει αυτός να αξιοποιήσει για τον αγιασμό του.

(β) Θεωρεί ότι η νομολογία των δικαστηρίων της πατρίδας μας καλύπτει, όπου υπάρχει ανάγκη, υφιστάμενα προβλήματα, με το δεδομένο ότι το φύλο, ούτε επιλέγεται ελεύθερα, ούτε και μεταβάλλεται κατά βούλησιν, αλλά επί τη βάσει ανατομικών, φυσιολογικών και βιολογικών χαρακτηριστικών, που ορίζουν την ταυτότητα του ανθρώπου και βεβαιώνονται μέσω ιατρικών γνωματεύσεων προς το δικαστήριο. Ο νόμος δεν μπορεί να αρκείται απλώς στην επιστημονικά ατεκμηρίωτη δήλωση του πολίτη, που ενδεχομένως αργότερα δύναται να μεταβληθεί.

(γ) Το προτεινόμενο Νομοσχέδιο προκαλεί το αίσθημα της κοινωνίας, τορπιλίζει τον ιερό θεσμό της οικογένειας, έρχεται σε αντίθεση με τα χρηστά ήθη και την κοινή λογική και κυρίως καταστρέφει τον άνθρωπο. Αντί να λιγοστεύει τη σύγχυση και τις ψυχικές διαταραχές, θα τις αυξήσει και θα δώσει διαστάσεις επικίνδυνου κοινωνικού φαινομένου. Ιδίως όταν επεκτείνει τις δυνατότητές του και μεταξύ των μαθητών, δημιουργεί εκρηκτική κατάσταση και στα σχολεία.

(δ) Πίσω από όλες αυτές τις προσπάθειες δεν διακρίνει το ενδιαφέρον για τον ταλαιπωρημένο και αδικημένο συνάνθρωπο, αλλά την ύπαρξη ισχυρών ομάδων, με αποτέλεσμα τη διάλυση της κοινωνικής συνοχής και την πνευματική νέκρωση του ανθρώπου και

(ε) Κάνει μια ύστατη έκκληση στο σύνολο του πολιτικού κόσμου να αρθεί στο ύψος της ευθύνης και αποστολής του και πέρα από πολιτικά ιδεολογήματα, προκαταλήψεις και την επίκληση του ανεξέλεγκτου δικαιωματισμού, να αποσύρει το Νομοσχέδιο, να δείξει ανάλογο ενδιαφέρον για την επίλυση των σοβαρότατων προβλημάτων που μαστίζουν την κοινωνία, το έθνος μας και τον λαό και αντί να ενισχύει την ένταση, τον διχασμό και τον παραλογισμό, να συμβάλει στην πνευματική ανόρθωση των πολιτών μας.

Σε εποχή που η ανάγκη ταυτότητας και συνοχής αποτελεί ανάγκη εθνικής και πνευματικής επιβίωσης, η νομική κατοχύρωση της ρευστότητας της προσωπικής ταυτότητας είναι ό,τι χειρότερο υπάρχει. Η Εκκλησία περιβάλλει με αγάπη και κατανόηση αδιακρίτως όλους τους ανθρώπους, αλλά προσβλέποντας πάντοτε στη σωτηρία τους οφείλει να καταδείξει την αστοχία κρισίμων επιλογών τους.

Τέλος η Εκκλησία της Ελλάδος αποφάσισε να επιδώσει εξώδικο πρόσκληση στον τέως Υπουργό και υποψήφιο Πρόεδρο της Δημοκρατικής Συμπαράταξης κ. Ιωάννη Ραγκούση, κατόπιν των δηλώσεών του, να καταθέσει εντός πενθημέρου στην Αρχιγραμματεία της Ιεράς Συνόδου της Εκκλησίας της Ελλάδος στοιχεία που ισχυρίζεται ότι έχει για τα καταγγελόμενα από αυτόν εις βάρος Μητροπολιτών της Εκκλησίας μας, άλλως θα υποστεί την ανάλογη δικαστική βάσανο.

Η Ιερά Συνοδος της Ιεραρχίας θα συνεχίσει τις εργασίες Της αύριο Παρασκευή 6 Οκτωβρίου ε.έ.

εφωτογραφία: Χρήστος Μπόνης

TOP NEWS