Πειραιώς Σεραφείμ για Πανορθόδοξη: Θα έπρεπε να καταδικάσει τον Παπισμό

  • Dogma
σεραφείμ

Ο Μητροπολίτης Πειραιώς Σεραφείμ απέστειλε προς την Διαρκή Ιερά Σύνοδο της Εκκλησίας της Ελλάδος επιστολή, σχετικώς με την προσεχή σύγκλιση της Αγίας και Μεγάλης Συνόδου.

Στη σχετική επιστολή του ο Μητροπολίτης Πειραιώς Σεραφείμ αναφέρει μεταξύ άλλων ότι στην Πανορθόδοξη Σύνοδο του Ιουνίου θα έπρεπε «να έχει πρωταρχική θέση και πρώτη προτεραιότητα η ανάγκη συνοδικής καταδίκης όλων των μετά τον 8ον αιώνα εμφανισθεισών αιρέσεων με επικεφαλής τον Παπισμό».

Διαβάστε ακολούθως ολόκληρη την επιστολή που απέστειλε στην Ιερά Σύνοδο της Εκκλησίας της Ελλάδος ο Μητροπολίτης Πειραιώς Σεραφείμ.

᾿Αριθμ. Πρωτ. 200 ᾿Εν Πειραιεί τη 2α Μαρτίου 2016

Προς Την
Ιεράν Σύνοδον
της Εκκλησίας της Ελλάδος
Ι. Γενναδίου 14
115 21 ΑΘΗΝΑI

Μακαριώτατε Δέσποτα,
Σεβασμιώτατοι,

Ελάβον την από 16ης Φεβρουαρίου 2016 με αριθμ. πρωτ.755/16-2-2016, Υμετέραν επιστολήν διά της οποίας κοινοποιείτε εις εμέ, κεφαλαιωδώς και συνοπτικώς, άπαντα τα αφορώντα εις την μέλλουσα να συγκληθεί Αγία και Μεγάλη Σύνοδο, ήτοι εις την ιστορικήν πορείαν της προετοιμασίας αυτής, τον ρόλο και την συμβολή της ημετέρας Εκκλησίας στην τελική διαμόρφωση των προσυνοδικών κειμένων, την ομόφωνη αποδοχή αυτών υπό της Ε΄ Προσυνοδικής Πανορθοδόξου Διασκέψεως, (Σαμπεζύ 10-17 Οκτ. 2015), κατόπιν επικαιροποιήσεως ορισμένων εξ αυτών, την έγκρισιν υπό της Ιεράς Συνάξεως των Προκαθημένων των Αυτοκεφάλων Ορθοδόξων Εκκλησιών, (Σαμπεζύ 21-27 Ιαν. 2016), του Κανονισμού Οργανώσεως και λειτουργίας της συγκληθησομένης Αγίας και Μεγάλης Σύνοδου, ως και τον καθορισμό του αριθμού των αρχιερατικών μελών, που θα αποτελέσουν την αντιπροσωπεία της ημετέρας Εκκλησίας στην εν λόγω Σύνοδο.

Εν τέλει δε προσκαλείτε και προτρέπετε «πάντας τους μη μετέχοντας εις την αντιπροσωπείαν της Εκκλησίας της Ελλάδος Σεβασμιωτάτους Αρχιερείς να εκφράσουν εγγράφως τας οίας έχουν επί των συγκεκριμένων κειμένων κρίσεις ή προτάσεις προς την Ιεράν Σύνοδον, διά να μελετηθούν αύται και να αξιοποιηθούν κατά το δυνατόν εις τας εργασίας της Αγίας και Μεγάλης συνόδου, διότι διά των υμετέρων εποικοδομητικών προτάσεων θα καταστή ηχηροτέρα η εν τη Συνόδω φωνή της ημετέρας αντιπροσωπείας».

Κατόπιν των ανωτέρω, ανταποκρινόμενος εις την υμετέραν παράκλησιν και προτροπήν, επιθυμώ να θέσω υπ’ όψιν υμών τα ακόλουθα:

Α) Ως προς το θέμα της αντιπροσωπείας των 24 αρχιερατικών μελών.

Πρόκειται για ένα θέμα, το οποίο έχει προκαλέσει σφοδρές αντιδράσεις στο ορθόδοξο πλήρωμα, και τούτο διότι, όπως θα καταδειχθεί κατωτέρω , η τοιαύτη αντιπροσώπευσις αποτελεί πρωτοφανή καινοτομία, ξένη προς την δισχιλιόχρονη συνοδική παράδοση της Ορθοδόξου Εκκλησίας μας. Η Συνοδική Εγκύκλιος επιχειρεί κατά τρόπο περίεργο, να δικαιολογήσει αυτή την πρωτοφανή καινοτομία με το επιχείρημα, ότι δήθεν, κατά την «συγκρότησιν και την λειτουργίαν πασών των μετά την Α΄ Οικουμενικήν Σύνοδον (325) συγκληθεισών Οικουμενικών Συνόδων, ήτοι μετά την εισαγωγήν του μητροπολιτικού συστήματος εις τας σχέσεις των κατά τόπους Εκκλησιών», «προσεκαλούντο πάντοτε μόνον τριμελείς η ολιγομελείς αντιπροσωπείαι εξ εκάστης επαρχίας». Και ότι «μετά την εισαγωγήν του πατριαρχικού συστήματος υπό της Δ΄ Οικουμενικής Συνόδου (451), ήτοι εις τας Ε΄, ΣΤ΄, και Ζ΄ Οικουμενικάς Συνόδους, ολιγομελείς ήσαν αι αντιπροσωπείαι και των Πατριαρχικών θρόνων, εκτός από την πολυμελή αντιπροσωπεία αρχιερέων του Θρόνου της Κωνσταντινουπόλεως, χωρίς να μειούται η ίση αξία της ψήφου της αντιπροσωπείας εκάστου Πατριαρχείου διά την επίτευξιν της απαραιτήτου ομοφροσύνης των Πατριαρχικών Θρόνων».

Η Εγκύκλιος παρουσιάζει κατά την ταπεινή μου γνώμη, μία ελλιπή θεώρηση του σοβαρού αυτού προβλήματος. Κατ’ αρχήν παντελώς αμάρτυρος στην Ορθόδοξη Παράδοση αποτελεί ο ισχυρισμός ότι κατά τας Συνόδους «προσεκαλούντο πάντοτε μόνον τριμελείς η ολιγομελείς αντιπροσωπείαι εξ εκάστης επαρχίας». Τα ιστορικά στοιχεία που έχουμε στη διάθεσή μας σχετικά με τον αριθμό των συνοδικών μελών, που έλαβαν μέρος κατά τας Οικουμενικάς Συνόδους, μαρτυρούν όχι αντιπροσώπευση, αλλά την μεγαλύτερη δυνατή συμμετοχή επισκόπων από όλες τις επαρχίες της ανά την Οικουμένην Εκκλησίας. Έτσι ο αριθμός των επισκόπων που έλαβαν μέρος κατά την Α΄ Οικουμενική Σύνοδο ήταν 318, κατά την Β΄ 150, κατά την Γ΄ 200, κατά την Δ΄ 630, κατά την Ε΄ 165, κατά την ΣΤ΄ 289,κατά την Πενθέκτη 240, κατά την Ζ΄ 367, ενώ κατά την Η΄ 383. Η αντιπροσώπευση, βεβαίως ίσχυε, αλλά μόνον σε περίπτωση αδυναμίας κάποιων Επισκόπων, η Πατριαρχών να παραβρεθούν στη Σύνοδο. Ο αείμνηστος καθηγητής της Δογματικής της Θεολογικής Σχολής του Πανεπιστημίου Αθηνών Ιωάννης Καρμίρης παρατηρεί σχετικώς ότι «Αι Οικουμενικαί Σύνοδοι ήσαν μεγάλαι συνελεύσεις επί το αυτό των εξ’ απάσης της χριστιανικής Οικουμένης επισκόπων της Εκκλησίας, προς κοινήν συνδιάσκεψιν και απόφανσιν επί σοβαρών δογματικών και άλλων εκκλησιαστικών ζητημάτων, αναφερομένων εις ολόκληρον την Εκκλησίαν, υφ’ ης ανεγνωρίζοντο και εγένοντο δεκταί αι λαμβανόμεναι αποφάσεις» (Τα δογματικά και συμβολικά μνημεία της Ορθοδόξου Καθολικής Εκκλησίας, Τομ.1, Αθήνα 1960, σελ. 105-106).

Επίσης, η ανάπτυξη του μητροπολιτικού συστήματος ουδέποτε ελειτούργησε ουσιαστικά εις βάρος του επισκοπικού αξιώματος. Και τούτο, διότι σύμφωνα με την Ορθόδοξη Εκκλησιολογία, ο κάθε επίσκοπος κάθε τοπικής Εκκλησίας, και της μικρότερης ακόμη, εκπροσωπεί με το ποίμνιό του ένα ζωντανό μέρος της Καθολικής Εκκλησίας. Η απουσία του όχι μόνο τραυματίζει την ολοκληρία του σώματος του Χριστού, αλλά και στερεί την δυνατότητα να εκφρασθεί από όλους η συνείδηση του πληρώματος της Εκκλησίας, την οποία φαίνεται ότι φοβούνται οι υπεύθυνοι για την προετοιμασία και σύγκληση της Συνόδου. Δεν δικαιολογείται από κανένα κριτήριο, ούτε ποιμαντικό, ούτε εκκλησιολογικό η συμμετοχή μόνον εικοσιτεσσάρων Επισκόπων από κάθε εκκλησία, πράγμα που προσβάλλει και την ισότητα των Επισκόπων, αλλά και δημιουργεί ερωτηματικά για τα κριτήρια επιλογής των Επισκόπων, που θα μετάσχουν.

Μήπως είναι μειωμένης επισκοπικής ευθύνης και αξίας οι επίσκοποι που δεν θα μετάσχουν στη Σύνοδο και που αποτελούν την μεγάλη πλειονότητα στις περισσότερες Αυτοκέφαλες Εκκλησίες; Ποιος γνωρίζει και ποιος θα μεταφέρει στη Σύνοδο τις σκέψεις, τις εκτιμήσεις και τις αντιδράσεις των ποιμνίων τους; Παρέλκει βεβαίως να τονιστεί το γεγονός, ότι στις Ορθόδοξες Συνόδους, εκτός των επισκόπων συμμετείχαν και κληρικοί κατωτέρων βαθμών, όπως Καθηγούμενοι, Αρχιμανδρίτες, Ιερείς, Μοναχοί, καθώς και ο πιστός λαός. Δεν θα ήταν καθόλου υπερβολή να λεχθεί ότι η επικείμενη Σύνοδος θα είναι μία Πανορθόδοξη Σύνοδος χωρίς Ορθοδόξους. Είναι προφανές ότι με τον αντιπαραδοσιακό αυτό τρόπο της δι’ αντιπροσώπων συγκροτήσεως της Συνόδου αποφεύγεται η πιθανότητα κάποιοι επίσκοποι να αντιδράσουν σε αποφάσεις της Συνόδου που θα είναι ανατρεπτικές της Παραδόσεως, η κάποια Τοπική Εκκλησία να έχει μεγαλύτερη δύναμη στην λήψη των αποφάσεων, λόγω μεγαλυτέρου αριθμού Επισκόπων.

Β) Ως προς το θέμα της ονομασίας της Συνόδου ως Πανορθοδόξου και όχι Οικουμενικής, της αποφάσεως: μία ψήφος -μία Εκκλησία και της ομοφωνίας.

Παντελώς αβάσιμο θεωρούμε επίσης τον ισχυρισμό του παν. Οικουμενικού Πατριάρχου κ. Βαρθολομαίου, ότι δήθεν η Ορθόδοξη Εκκλησία αδυνατεί να συγκαλέσει Οικουμενική Σύνοδο, αλλά μόνο Πανορθόδοξη, διότι δεν θα συμμετέχει σ’ αυτήν η Ρωμαιοκαθολική «Εκκλησία». Η αποκοπή των αιρετικών από το σώμα της Εκκλησίας δεν απομειώνει την καθολικότητά της. Ουδέποτε στην ιστορία της Εκκλησίας μας οι άγιοι Πατέρες διενοήθησαν να προσκαλέσουν σε Οικουμενική Σύνοδο καταδικασμένους από προηγούμενη Οικουμενική Σύνοδο αιρετικούς, για να παραστούν ως μέλη, προκειμένου να προσδώσουν οικουμενικό κύρος στην υπ’ αυτούς συγκροτούμενη Σύνοδο. Για παράδειγμα οι άγιοι Πατέρες που συγκρότησαν την Γ΄ Οικουμενική Σύνοδο δεν θεώρησαν αναγκαίο να προσκαλέσουν και τους Αρειανούς, για να παραστούν ως μέλη της Συνόδου.
Παντελώς αμάρτυρη στην Ορθόδοξη Παράδοση και γι’ αυτό απαράδεκτη, είναι και η απόφαση, ότι κάθε Εκκλησία διαθέτει μία ψήφο. Το ορθόν είναι ότι κάθε επίσκοπος διαθέτει μία ψήφο και όχι κάθε Τοπική Εκκλησία. Παραλλήλως και η αρχή της ομοφωνίας κινείται και αυτή μέσα σε αντιπαραδοσιακά πλαίσια.

Η παραδοσιακή τακτική λήψεως αποφάσεων σε μία Σύνοδο είναι η κανονική αρχή, που ορίζει ότι «η των πλειόνων ψήφος κρατείτω» (ΣΤ΄ Κανών της Α΄ Αγίας Οικουμενικής Συνόδου).
Κατόπιν αυτών ευλόγως τίθενται τα ερωτήματα: Βάσει ποιων Ιερών Κανόνων, ή βάσει ποίων συνοδικών αποφάσεων οι Προκαθήμενοι των κατά τόπους Αυτοκεφάλων Εκκλησιών, κατά την Σύναξη, που πραγματοποίησαν στο Φανάρι, (6-9 Μαρτίου 2014), εθεώρησαν εαυτούς αρμοδίους διά να λάβουν τις ανωτέρω καινοφανείς και ξένες προς την Ορθόδοξη Παράδοση αποφάσεις; Οι ανωτέρω αυθαίρετες αποφάσεις των Προκαθημένων δεν έρχονται άραγε εις ευθεία αντίθεση με τον ΛΔ΄ Αποστολικό Κανόνα ο οποίος ορίζει: «Τους επισκόπους εκάστου έθνους ειδέναι χρη τον εν αυτοίς πρώτον και ηγείσθαι αυτόν ως κεφαλήν και μηδέν τι πράττειν περιττόν άνευ της εκείνου γνώμης…Αλλά μηδέ εκείνος άνευ της πάντων γνώμης ποιείτω τι».

Β) Ως προς το Προσυνοδικό κείμενο με τίτλο «Σχέσεις της Ορθοδόξου Εκκλησίας προς τον λοιπόν Χριστιανικόν κόσμον».

α) Γενικές παρατηρήσεις

Όπως είναι γνωστό η Ε΄ Προσυνοδική Πανορθόδοξη Διάσκεψη απεφάσισε να συνενώσει τα δύο θέματα των Α΄ και Γ΄ Προσυνοδικών Διασκέψεων με τίτλους: «Σχέσεις της Ορθοδόξου Εκκλησίας προς τον λοιπόν Χριστιανικόν κόσμον» και «Ορθόδοξη Εκκλησία και Οικουμενική Κίνηση» σε ένα με τίτλο: «Σχέσεις της Ορθοδόξου Εκκλησίας προς τον λοιπόν Χριστιανικόν κόσμον». Η Γ΄ Προσυνοδική κατά την μελέτη των εν λόγω θεμάτων προχώρησε σε κριτική αξιολόγηση της μέχρι τότε πορείας τόσο των διμερών Θεολογικών Διαλόγων μεταξύ της Ορθοδόξου Εκκλησίας και των λοιπών χριστιανικών κοινοτήτων, όσο και της συμμετοχής της στην Οικουμενική Κίνηση και το Π.Σ.Ε. Η κριτική αυτή αξιολόγηση, όπως και η αξιολόγηση της συμμετοχής της Ορθοδόξου Εκκλησίας στην Οικουμενική Κίνηση και το Π.Σ.Ε, η οποία υπήρχε στα κείμενα της Γ΄ Προσυνοδικής, παραδόξως απουσιάζει από το κείμενο της Ε΄ Προσυνοδικής, πράγμα που αποτελεί ένα σημαντικό κενό, για το εν λόγω κείμενο. Ευλόγως λοιπόν τίθεται το ερώτημα: Δεν θα έπρεπε η Ορθόδοξη Εκκλησία, κατά την πιο επίσημη και κορυφαία αυτή στιγμή κατά την οποία καλείται να εκφρασθεί και να αποφανθεί συνοδικά, να εξετάσει και να αξιολογήσει την πορεία των μέχρι τώρα γενομένων Διαλόγων, όπως και την συμμετοχή της στο Π.Σ.Ε.; Πιστεύουμε ότι η εν λόγω ενημέρωση και κριτική αξιολόγηση είναι άκρως απαραίτητη, προκειμένου η Σύνοδος, αφ’ ενός μεν να ενημερωθεί για το αδιέξοδο στο οποίο έφθασαν οι Διάλογοι και αφ’ ετέρου να αποφανθεί για την περαιτέρω πορεία των, η τον τερματισμό των.Η αποσιώπησις και η μη ενημέρωσις, τι άλλο μπορεί να μαρτυρεί, παρά το ότι κάποιοι φοβούνται, μήπως η ειλικρινής και δημόσια παραδοχή της αποτυχίας των Διαλόγων τινάξει κυριολεκτικά στον αέρα ολόκληρη την Οικουμενική κίνηση και οδηγήσει σε οριστικό τερματισμό των; Μία τέτοια όμως τακτική, κατά την οποία κάποιοι επιχειρούν να φιμώσουν την αγία και Μεγάλη Σύνοδο και δεν της επιτρέπουν να ανταποκριθεί στην υψίστη αποστολή της και να αποφανθεί κυριαρχικά και υπεύθυνα, πάνω στο εν λόγω θέμα, μαρτυρεί σεβασμό, η καταφρόνηση στο Συνοδικό Θεσμό;

Ένα άλλο σημαντικό κενό αποτελεί το γεγονός, ότι στο εν λόγω κείμενο πουθενά δεν γίνεται λόγος για αιρέσεις και πλάνες, ωσάν αυτές να έπαυσαν να εμφανίζονται στην ιστορία της Εκκλησίας από του 8ου αιώνος και εντεύθεν. Όπως είναι γνωστό, βασική και πρωταρχική αιτία συγκλήσεως των Οικουμενικών Συνόδων κατά την βυζαντινή περίοδο υπήρξε η ανάγκη συνοδικής καταδίκης των εκάστοτε εμφανιζομένων αιρέσεων. Δεν θα έπρεπε λοιπόν και στην εν λόγω Σύνοδο να έχει πρωταρχική θέση και πρώτη προτεραιότητα η ανάγκη συνοδικής καταδίκης όλων των μετά τον 8ον αιώνα εμφανισθεισών αιρέσεων με επικεφαλής τον Παπισμό, έτσι ώστε και η Σύνοδος αυτή να αποτελεί όντως οργανική συνέχεια των αρχαίων μεγάλων Συνόδων της Εκκλησίας μας; Στο εν λόγω Κείμενο, όχι μόνο απουσιάζει η παραμικρή αναφορά σε αιρέσεις και πλάνες, αλλά αντίθετα παρουσιάζονται οι αιρετικές διδασκαλίες των Παπικών, των Προτεσταντών και των Μονοφυσιτών ως «παραδεδομένες θεολογικές διαφορές, η τυχόν νέες διαφοροποιήσεις» (παρ.11), τις οποίες καλούνται η Ορθοδοξία και ετεροδοξία να υπερβούν. Πουθενά στο κείμενο δεν εκφράζεται η αγωνία που είχαν οι άγιοι απόστολοι και οι άγιοι Πατέρες για τις καταστροφικές συνέπειες των αιρέσεων, αφού η αίρεση ως άλλη «γάγγραινα» (Β΄ Τιμ.2,18) και «ναυάγιον περί την πίστιν» (Α΄ Τιμ.1,20) παρασύρει ψυχές «προς την ιδίαν αυτών απώλειαν» (Β΄ Πετρ.3,16). Οι δε αιρετικοί χαρακτηρίζονται «ως λύκοι βαρείς… μη φειδόμενοι του ποιμνίου» (Πραξ.20,29).

β) Περαιτέρω σχολιασμός των επί μέρους παραγράφων του ως άνω κειμένου

Πέρα από τις παρά πάνω γενικές παρατηρήσεις, το κείμενο αυτό, όπως ευστοχότατα παρατηρούν ο καθηγητής της Θεολογικής Σχολής Α.Π.Θ. κ. Δημήτριος Τσελεγγίδης και ο πρωτ. π. Αναστάσιος Γκοτσόπουλος, εφημέριος του Ιερού Ναού Αγίου Νικολάου Πατρών, παρουσιάζει κατά συρροή την θεολογική ασυνέπεια, η και αντίφαση. Έτσι, το άρθρο 1 διακηρύσσει την εκκλησιαστική αυτοσυνειδησία της Ορθόδοξου Εκκλησίας, θεωρώντας αυτήν –πολύ σωστά– ως την «Μία, Αγία, Καθολική και Αποστολική Εκκλησία». Όμως, στο άρθρο 6 παρουσιάζει μία αντιφατική προς το παραπάνω άρθρο (1) διατύπωση. Σημειώνεται χαρακτηριστικά, ότι «η Ορθόδοξη Εκκλησία αναγνωρίζει την ιστορικήν ύπαρξιν άλλων Χριστιανικών Εκκλησιών και Ομολογιών μη ευρισκομένων εν κοινωνία μετ’ αυτής». Εδώ γεννάται το εύλογο θεολογικό ερώτημα: Αν η Εκκλησία είναι «ΜΙΑ», κατά το Σύμβολο της Πίστεως και την αυτοσυνειδησία της Ορθόδοξης Εκκλησίας (Αρθρ. 1), τότε, πως γίνεται λόγος για άλλες Χριστιανικές Εκκλησίες; Είναι προφανές, ότι αυτές οι άλλες Εκκλησίες είναι ετερόδοξες. Οι ετερόδοξες όμως «Εκκλησίες» δεν μπορούν να κατονομάζονται καθόλου ως «Εκκλησίες» από τους Ορθοδόξους, επειδή δογματικώς θεωρούμενα τα πράγματα δεν μπορεί να γίνεται λόγος για πολλότητα «Εκκλησιών», με διαφορετικά δόγματα και μάλιστα σε πολλά θεολογικά θέματα. Κατά συνέπεια, ενόσω οι «Εκκλησίες» αυτές παραμένουν αμετακίνητες στις κακοδοξίες της πίστεώς τους, δεν είναι θεολογικά ορθό να τους αναγνωρίζουμε –και μάλιστα θεσμικά– εκκλησιαστικότητα, εκτός της «Μίας, Αγίας, Καθολικής και Αποστολικής Εκκλησίας».

Στο ίδιο άρθρο (6) υπάρχει και δεύτερη σοβαρή θεολογική αντίφαση. Στην αρχή του άρθρου αυτού σημειώνεται το εξής: «Κατά την οντολογικήν φύσιν της Εκκλησίας η ενότης αυτής είναι αδύνατον να διαταραχθή». Στο τέλος, όμως, του ίδιου άρθρου γράφεται, ότι η Ορθόδοξος Εκκλησία με την συμμετοχή της στην Οικουμενική Κίνηση έχει ως «αντικειμενικόν σκοπόν την προλείανσιν της οδού της οδηγούσης προς την ενότητα». Εδώ τίθεται το ερώτημα: Εφόσον η ενότητα της Εκκλησίας είναι δεδομένη, τότε τι είδους ενότητα Εκκλησιών αναζητείται στο πλαίσιο της Οικουμενικής Κινήσεως; Μήπως υπονοείται η επιστροφή των Δυτικών χριστιανών στη ΜΙΑ και μόνη Εκκλησία; Κάτι τέτοιο όμως δεν διαφαίνεται από το γράμμα και το πνεύμα σύνολου του Κειμένου. Αντίθετα, μάλιστα, δίνεται η εντύπωση, ότι υπάρχει δεδομένη διαίρεση στην Εκκλησία και οι προοπτικές των διαλεγομένων αποβλέπουν στην διασπασθείσα ενότητα της Εκκλησίας.

Θεολογική ασάφεια επίσης παρουσιάζουν οι εκφράσεις «διεστώτες», και «εγγύς και μακράν» (§ 4), διότι δεν προσδιορίζεται σε ποιους συγκεκριμένα αναφέρονται. Επίσης ο όρος «χριστιανικές Εκκλησίες και Ομολογίες» (§ 6) χρήζει περαιτέρω αναλύσεως, διότι όπως ευλόγως ερωτά ο Μητροπολίτης Λεμεσού Αθανάσιος «ποια η διαφορά τους και ποιο στοιχείο τις χαρακτηρίζει, ώστε άλλες να ονομάζονται Εκκλησίες και άλλες Ομολογίες; Ποια είναι Εκκλησία και ποια η αιρετική και ποία η σχισματική ομάδα, η ομολογία;». Άραγε το κείμενο, αναφέρεται μόνο στις Ομολογίες με τις οποίες η Ορθόδοξη Εκκλησία βρίσκεται σε διάλογο, (δηλ. Προχαλκηδόνιοι, Ρωμαιοκαθολικοί, Παλαιοκαθολικοί, Λουθηρανοί, Αγγλικανοί, Μεταρρυθμισμένοι), η σε όλες τις «Εκκλησίες»-μέλη του Π.Σ.Ε., (περισσότερες από 345, από Νεστοριανούς μέχρι και Κουάκερους, Στρατό της Σωτηρίας, νεοπροτεστάντες, πεντηκοστιανούς, free Churches κοκ); Η ανεπίτρεπτη αυτή έλλειψη προσδιορισμού και συνεπακόλουθα η γενικότητα και η ασάφεια στη διατύπωση αυτή καθιστά συνολικά το κείμενο ιδιαίτερα προβληματικό. Είναι όμως επιτρεπτό σε τέτοιου είδους επίσημα κείμενα οι συντάκτες του να μην τολμούν να διατυπώσουν με σαφήνεια την εκκλησιολογία που πρεσβεύουν; Πως είναι δυνατόν να συντάσσονται κείμενα που θα αποτελέσουν πανορθόδοξες αποφάσεις υψίστου επιπέδου και να παρουσιάζουν τόσες ασάφειες, αντιφάσεις και διφορούμενες εκφράσεις που επιδέχονται πολλαπλές ερμηνείες και παρερμηνείες; Δεν θα έπρεπε τα κείμενα αυτά, τα οποία πρόκειται στο μέλλον να αποτελέσουν δογματικά μνημεία της Ορθοδόξου Εκκλησίας, να έχουν μία κρυστάλλινη καθαρότητα και διαύγεια νοημάτων και μία θεολογική πληρότητα, ώστε να αποκλείουν κάθε ενδεχόμενο παρερμηνείας;

Στην παρ. 12 αναφέρεται: «Είναι ευνόητον ότι κατά την διεξαγωγήν των θεολογικών Διαλόγων κοινός πάντων σκοπός είναι η τελική αποκατάστασις της εν τη ορθή πίστει και αγάπη ενότητος». Ωστόσο η ορθή πίστις δεν είναι κάτι το ζητούμενο, αλλά δεδομένο και υφίσταται μόνο στην Ορθόδοξο Εκκλησία. Επομένως η ορθή διατύπωση θα έπρεπε να είναι: «Είναι ευνόητον ότι κατά την διεξαγωγήν των θεολογικών Διαλόγων κοινός πάντων σκοπός είναι η επιστροφή των ετεροδόξων στην Ορθόδοξο Εκκλησία». Πουθενά όμως στο κείμενο δεν υπάρχει πρόσκληση σε μετάνοια και επιστροφή στην Ορθοδοξία, πράγμα το οποίο δείχνει ότι η αίρεση και η ορθή πίστις αντιμετωπίζονται επί ίσοις όροις και ότι το ζητούμενο για τους συντάκτες του κείμενου είναι όχι η ενότητα στην Ορθόδοξο Εκκλησία αλλά μία οικουμενιστικού, η ουνιτικού τύπου ενότητα των «εκκλησιών».

Θεολογική σύγχυση προκαλεί και η ασάφεια στο άρθρο 20, το οποίο λέγει: «Αι προοπτικαί των θεολογικών διαλόγων της Ορθοδόξου Εκκλησίας μετά των άλλων χριστιανικών Εκκλησιών και Ομολογιών προσδιορίζονται πάντοτε επί τη βάσει των κανονικών κριτηρίων της ήδη διαμορφωμένης εκκλησιαστικής παραδόσεως (κανόνες 7 της Β και 95 της Πενθέκτης Οικουμενικών Συνόδων)». Όμως οι Ιεροί Κανόνες Β-7 και Στ-95 δεν αναφέρονται στους «θεολογικούς διαλόγους», η στην «αποκατάσταση της ενότητας» ορισμένων Κοινοτήτων με την Εκκλησία, αλλά στον τρόπο ένταξης στην Εκκλησία, (με τη χρήση της ακρίβειας, η της οικονομίας), μεμονωμένων αιρετικών, που μετανοημένοι αρνούνται την αίρεση και επιθυμούν να φύγουν απ’ αυτή, εντασσόμενοι στην Ορθοδοξία. Το κείμενο του Στ-95 (και του Β-7) είναι απολύτως σαφές: «Τους προστιθεμένους τη ορθοδοξία, και τη μερίδι των σωζομένων από αιρετικών, δεχόμεθα κατά την υποτεταγμένην ακολουθίαν τε και συνήθειαν», και πιο κάτω, «πάντας τους απ αυτών θέλοντας προστίθεσθαι τη ορθοδοξία». Η «μερίς των σωζομένων» ταυτίζεται με την «Ορθοδοξία» και διαφοροποιείται και αντιδιαστέλλεται οξέως προς αυτή «των αιρετικών»! Με άλλα λόγια, οι αιρετικοί πριν ενταχθούν στην Ορθοδοξία, όσο βρίσκονταν στην αίρεση, δεν ανήκαν στη «μερίδα των σωζομένων»! Δηλαδή η Εκκλησία, ακόμα και σε αυτούς τους κανόνες που εκφράζουν την φιλάνθρωπη κατ’ οικονομία πράξη της, διακηρύσσει ότι η «μερίδα των σωζομένων» ταυτίζεται με «την ορθοδοξία» και όχι με τους «αιρετικούς». Δυστυχώς, το κείμενο, παρά το γεγονός ότι επικαλείται αυτούς τους Ι. Κανόνες, εν τούτοις πουθενά δεν χαρακτηρίζει, όπως είδαμε, τις εκτός της Ορθοδοξίας Κοινότητες ως «αιρέσεις».

Πέραν αυτών όπως προκύπτει από την προσεκτική μελέτη των Ι. Κανόνων που επικαλείται η παραγρ. 20 του Κειμένου, (Β-7 και Στ-95), το μοναδικό κριτήριο για τη χορήγηση της οικονομίας στην εισδοχή των αιρετικών που έχει ρητά καταγραφεί στους συγκεκριμένους Ι. Κανόνες, είναι, τουλάχιστον, η τήρηση του ακριβούς βαπτιστικού τύπου των τριών καταδύσεων και αναδύσεων. Είναι σαφείς οι κανόνες: στους Ευνομιανούς, μία από τις αρειανικές παρατάξεις, δεν χορηγείται ο κατ’ οικονομίαν τρόπος εισδοχής στην Εκκλησία (λίβελος, χρίσμα) που παρέχεται στους λοιπούς Αρειανούς, διότι, όπως εξηγούν οι κανόνες Β-7 και Στ-95, οι Ευνομιανοί είναι «οι εις μίαν κατάδυσιν βαπτιζόμενοι». Η Εκκλησία δίνει πολύ μεγάλη σημασία στην ακριβή τήρηση των τριών καταδύσεων. Το καθοριστικό ερώτημα για τη σημερινή πράξη είναι: Για τους Λατίνους, οι οποίοι μετά την εν Τριδέντω Σύνοδό τους (1545-1563) δεν τηρούν όχι μόνο την τριπλή, αλλά ούτε καν τη μία κατάδυση των Ευνομιανών, και απλώς βρέχουν το τριχωτό μέρος της κεφαλής με λίγες σταγόνες νερό, μπορούμε να επικαλούμαστε τους Β-7 και Στ-95 για να δικαιολογήσουμε σήμερα ως γενικό κανόνα εφαρμοζόμενο σε όλους την κατ’ οικονομία πράξη για την εισδοχή τους στην Ορθοδοξία;

Είναι λοιπόν φανερό από τα παρά πάνω ότι οι συντάκτες του κειμένου, προκειμένου να υιοθετήσουν την εγκυρότητα του βαπτίσματος των αιρετικών και να νομοθετήσουν έτσι ως δόγμα την θεωρία της «βαπτισματικής θεολογίας» κατ’ απομίμηση της Β΄ Βατικανής Συνόδου, περικόπτουν ο,τι δεν τους βολεύει από τους Ι. Κανόνες Β-7 και Στ-95 και το υπόλοιπο το “τραβάνε” γιά να το φέρουν στα μέτρα τους: πχ. α) επειδή η κατ’ ακρίβεια πράξη του (ανά)βαπτισμού που επιβάλλουν οι Β-7 και Στ-95 για τους προσερχόμενους από τις περισσότερες αιρέσεις δεν τους εξυπηρετεί, την παραθεωρούν εντελώς, ούτε καν την αναφέρουν. β) Επειδή σύμφωνα με τους κανόνες η τριπλή κατάδυση στο βάπτισμα είναι βασικό κριτήριο για την εφαρμογή της οικονομίας, αλλά δεν βολεύει στους οικουμενιστικούς σχεδιασμούς, σιωπούν τελείως. γ) Το ίδιο κάνουν και με τις άλλες βασικές προϋποθέσεις εφαρμογής της οικονομίας, την απόταξη των αιρέσεων, την καταδίκη των αιρεσιαρχών και την αποδοχή του συνόλου της εκκλησιαστικής πίστεως και διδασκαλίας.

Και εδώ τις προϋποθέσεις αυτές τις περιφρονούν. δ) Οι κανόνες μιλάνε για «αιρέσεις», όμως τέτοια ορολογία είναι “ξένη” στην Οικουμενική Κίνηση και δεν εξυπηρετεί, όποτε την “περικόπτουν”. ε) «Ξεχειλώνουν» την οικονομία, όπως και όσο τους βολεύει, για να τη χρησιμοποιήσουν εκεί όπου ουδέποτε μέχρι σήμερα την αξιοποίησε η Θεολογία και η ζωή της Εκκλησίας!
Τέλος, στο άρθρο 22 δίδεται η εντύπωση, ότι η μέλλουσα να συνέλθει Αγία και Μεγάλη Σύνοδος προδικάζει το αλάθητο των αποφάσεών της, επειδή θεωρεί, ότι «η διατήρησις της γνησίας ορθοδόξου πίστεως διασφαλίζεται μόνον διά του συνοδικού συστήματος, το οποίον ανέκαθεν εν τη Εκκλησία απετέλει τον αρμόδιον και έσχατον κριτήν περί των θεμάτων της πίστεως».

Στο άρθρο αυτό παραγνωρίζεται το ιστορικό γεγονός, ότι στην Ορθόδοξη Εκκλησία έσχατο κριτήριο είναι η γρηγορούσα δογματική συνείδηση του πληρώματος της Εκκλησίας, η οποία στο παρελθόν επεκύρωσε, η θεώρησε ληστρικές ακόμη και Οικουμενικές Συνόδους. Το συνοδικό σύστημα από μόνο του δεν διασφαλίζει μηχανιστικά την ορθότητα της ορθοδόξου πίστεως. Αυτό γίνεται μόνο, όταν οι συνοδικοί Επίσκοποι έχουν μέσα τους ενεργοποιημένο το Άγιο Πνεύμα και την Υποστατική Οδό, το Χριστό δηλαδή, όποτε ως συν-οδικοί είναι στην πράξη και «επόμενοι τοις αγίοις πατράσι». Ας μην ξεχνάμε επίσης, ότι ο «συνοδικός Θεσμός» δεν είναι υπόθεση μόνο των Επισκόπων, αλλά ολοκλήρου του Σώματος της Εκκλησίας: οι λοιποί κληρικοί και μοναχοί και λαικοί μπορεί να μην ανήκουν στο εν στενή εννοία συνοδικό «Σώμα», εν τούτοις, ακριβώς στα πλαίσια του «συνοδικού θεσμού», καλούνται να επικυρώσουν, η να απορρίψουν τις αποφάσεις και συνεκδοχικά ακόμα και την ίδια τη Σύνοδο. Αυτό έχει αποδείξει η ζωή της Εκκλησίας μας. Ο «συνοδικός θεσμός» ως συμμετοχή ολόκληρής της Εκκλησίας και ως έκφραση της αλάθητης εκκλησιαστικής συνειδήσεως Της αποτελεί τον «έσχατο κριτή περί των θεμάτων πίστεως».

Ο Άγιος Θεόδωρος ο Στουδίτης προσδιορίζει τα κριτήρια ορθοδοξίας της Συνόδου: «Σύνοδος τοίνυν ου το απλώς συνάγεσθαι ιεράρχας τε και ιερείς, καν πολλοί ώσιν. Κρείσσων γαρ εις ποιων το θέλημα του Κυρίου, η μύριοι παραβαίνοντες, αλλά το εν ονόματι Κυρίου, εν τη ειρήνη και φυλακή των κανόνων». Σε επιβεβαίωση του Στουδιτικού λόγου έχουμε στη ζωή της Εκκλησίας πάμπολλες περιπτώσεις απλών πιστών και μεμονομένων αγίων Πατέρων που αγωνίστηκαν μόνοι τους εναντίον πατριαρχών και ψευτοσυνόδων! Ενδεικτικά αναφέρουμε τον Άγιο Μάξιμο τον Ομολογητή, ο οποίος ως απλός μοναχός, αγωνίστηκε μόνος του μέχρι θανάτου υπέρ της «γνησίας ορθοδόξου πίστεως». Τι να πούμε και για τον Άγιο Μάρκο τον Ευγενικό, ο οποίος ήρθε σε αντίθεση με το αλλοτριωμένο «συνοδικό σύστημα» της εποχής του και αρνήθηκε την κοινωνία με τους Γραικολατίνους «Ορθοδόξους», τον πατριάρχη Κωνσταντινουπόλεως και τους ομόφρονές του επισκόπους;

γ) Περί της συμμετοχής της Ορθοδόξου Εκκλησίας στο Π.Σ.Ε.

Το κείμενο κάνει εκτεταμένη αναφορά στο Π.Σ.Ε. (§§ 16-21) και στη συμβολή του στην Οικουμενική Κίνηση με έκδηλο ενθουσιασμό, επισημαίνοντας ότι «αι Ορθόδοξοι κατά τόπους Εκκλησίαι-μέλη του ΠΣΕ μετέχουν πλήρως και ισοτίμως …και συμβάλλουν δι’ όλων των εις την διάθεσιν αυτών μέσων εις την μαρτυρίαν της αληθείας και την προαγωγήν της ενότητος των Χριστιανών» (§ 17).

Ωστόσο αυτή καθ’ εαυτήν η ένταξη της Ορθοδόξου Εκκλησίας στο Π.Σ.Ε. και η συνύπαρξη και συνεργασία της με την αίρεση συνιστά παραβίαση της κανονικής τάξεώς της και αθέτηση της εκκλησιολογικής αυτοσυνειδησίας της, συνιστά «μίξιν άμικτον και τέρας αλλόκοτον». Όπως επισημαίνει ο καθηγητής Μουρατίδης: «Η αλλόκοτος και τερατώδης και καταλυτική της ορθοδόξου κανονικής τάξεως και Ιεράς Παραδόσεως συμμετοχή της Ορθοδόξου Εκκλησίας εις το Παγκόσμιον Συνοθύλευμα των Αιρέσεων συνιστά την μεγίστην παγίδα του Αντικειμένου εν τη ιστορία της στρατευομένης Εκκλησίας του Χριστού, προς διάβρωσιν και αποσύνθεσιν του απολυτρωτικού έργου της Ορθοδόξου Καθολικής Εκκλησίας…Αυτό καθ’ εαυτό το γεγονός της συμμετοχής της Ορθοδόξου Καθολικής Εκκλησίας εις το συνοθύλευμα των αιρέσεων του Π.Σ.Ε. προσκρούει «α πριόρι» και εξ’ απόψεως αρχής εις τεράστια και τουτ’ αυτό ανυπέρβλητα εμπόδια, προερχόμενα εξ’ αυτής της φύσεως και του χαρακτήρος της Εκκλησίας, ως της Μιάς, Αγίας Καθολικής και Αποστολικής του Χριστού Εκκλησίας. Διότι αλλεπάληλλα και βεβαίως αναπάντητα παραμένουν εν προκειμένω τα ερωτήματα: Πως συμβιβάζεται η υπό της Ορθοδόξου Καθολικής Εκκλησίας διεκδικουμένη αποκλειστική υπ’ αυτής ταύτησις μετά της Μιάς, Αγίας, Καθολικής και Αποστολικής Εκκλησίας προς την συμμετοχήν αυτής εις το Π.Σ.Ε;…Πως είναι δυνατόν η μία αγία Εκκλησία του Χριστού να συμμετέχη ως μέλος, να εντάσσεται μετά των άλλων αιρέσεων ισοτίμως και εκ πολλών απόψεων να τίθεται εις απείρως μειονεκτικωτέραν θέσιν έναντι των αιρέσεων, εις ένα κανονισμόν και να υποτάσσεται εις τας αποφάσεις της πλειοψηφίας των αιρετικών; Πως είναι δυνατόν η Μία, Αγία Εκκλησία να μετέχει ενός οργανισμού, εντός του οποίου να συνεργάζεται μεθ’ αιρετικών, να συμπροσεύχεται μετ’ αυτών και να λαμβάνει θέσιν από κοινού μετ’ αυτών ως εκπροσώπων της Χριστιανικής Πίστεως εις τα μεγάλα προβλήματα της ανθρωπότητος; Ή το έτι χείρον, να συντάσσωνται θεολογικά κείμενα υπό αιρετικών και εν πλήρει σχεδόν απουσία των Ορθοδόξων και να εκπροσωπούν τρόπον τινά τα κείμενα αυτά και την Ορθόδοξον Καθολικήν Εκκλησίαν; Έτι πλέον. Πως είναι δυνατόν η Ορθόδοξος Καθολική Εκκλησία να μετέχει εις ένα οργανισμόν, η συμμετοχή εις τον οποίον να συνεπάγηται την αλλοτρίωσιν θεμελιώδους δικαιώματος της Μιάς, Αγίας Καθολικής και Αποστολικής Ορθοδόξου του Χριστού Εκκλησίας, του επανευαγγελισμού δηλαδή και της επαναφοράς των αιρετικών εις την Εκκλησίαν, εξ’ ης απεσχίσθησαν, δεδομένου ότι ως γνωστόν, βασική υποχρέωσις των μετεχουσών εις το Π.Σ.Ε. «Εκκλησιών» είναι και η μη άσκησις προσηλυτισμού; Τέλος δέον ιδιαιτέρως να υπογραμμισθή το γεγονός, ότι διά της συμμετοχής της εις το Π.Σ.Ε. η Ορθοδοξία παρητήθη κατ’ ουσίαν της οικουμενικής αυτής αποστολής υπέρ του Π.Σ.Ε., όπερ και κατά την γνώμην μου συνιστά το μέγιστον και πλέον οδυνηρόν πλήγμα κατά του απολυτρωτικού έργου, το οποίον είναι κεκλημένη να επιτελέση εν μέσω του συγχρόνου κόσμου». Πάνω στο ίδιο θέμα ο άγιος Ιουστίνος Πόποβιτς παρατηρεί: «Ήτο άραγε απαραίτητον η Ορθόδοξος Εκκλησία, αυτό το πανάχραντον Θεανθρώπινον σώμα και οργανισμός του Θεανθρώπου Χρι-στού, να ταπεινωθεί τόσον τερατωδώς, ώστε οι αντιπρόσωποί της θεολόγοι, ακόμη και Ιεράρχαι, να επιζητούν την οργανικήν μετοχήν και συμπερίληψιν εις το Π.Σ.Ε; Αλλοίμονον, ανήκουστος προδοσία».

Γίνεται επίσης λόγος στο κείμενο για «μαρτυρία της αληθείας» (§ 17). Ωστόσο τα γεγονότα μαρτυρούν το εντελώς αντίθετο. Στον οργανισμό του Π.Σ.Ε, στον οποίο δεσπόζει ασφυκτικά ο Προτεσταντισμός από αριθμητικής πλευράς, οι Ορθόδοξες Εκκλησίες είναι αδύνατον όπως είναι επόμενο, να έχουν τον έλεγχο της καταστάσεως και των αποφάσεών του. Σύντομα διαπιστώθηκε στους διαλόγους και στα παγκόσμια οικουμενιστικά συνέδρια, το αμετακίνητό της γνώμης και η πεισματώδης επιμονή τους στις ποικίλλες αιρετικές τους διδασκαλίες. Η στάση των Ορθοδόξων αντιπροσώπων στα πρώτα συνέδριά του ήταν πράγματι ομολογιακή. Τα πράγματα όμως στην συνέχεια άλλαξαν. Η αρχική δυνατότητα των Ορθοδόξων Εκκλησιών να διακηρύσσουν με κοινή δήλωση, ότι μόνον η Ορθόδοξη Εκκλησία είναι η Μία, Αγία Καθολική και Αποστολική Εκκλησία, απαγορεύτηκε μετά την Γ΄ Γενική Συνέλευση του Π.Σ.Ε. στο Νέο Δελχί το 1961, και επιβλήθηκε η άποψη να συντάσσονται και να υπογράφονται κείμενα κοινής αποδοχής από Ορθοδόξους και Προτεστάντες. Προιόντος του χρόνου η προβληματική κατάσταση ανάμεσα στο Π.Σ.Ε. και τους Ορθοδόξους έγινε πιο αισθητή στα παγκόσμια οικουμενιστικά συνέδρια του San Antonio (Μάιος 1989) και της Seoul (Μάρτιος 1990). Κυρίως όμως στην έβδομη Γενική Συνέλευση στην Camperra το Φεβρουάριο του 1991, όπου διαφάνηκε ξεκάθαρα η εκ διαμέτρου αντίθετη προσέγγιση του Τριαδολογικού δόγματος και κυρίως της διδασκαλίας περί του Αγίου Πνεύματος, ανάμεσα στην Ορθόδοξη Παράδοση και σε επικρατούσες τάσεις εντός του προτεσταντικού κόσμου…Επίσης η συμμετοχή των Ορθοδόξων στη λήψη αποφάσεων εντός του Π.Σ.Ε, έστω και αν αναβαθμίστηκε μετά το 2002, ήταν περορισμένη και στην ουσία αδύναμη να επηρεάση τις κατευθυντήριες γραμμές και αποφάσεις επί ουσιαστικών θεμάτων, εξ’ αιτίας της πληθώρας των ψήφων που κατείχαν, αλλά και κατέχουν οι διάφορες προτεσταντικές ομάδες-μέλη. Με τον τρόπο αυτό συζητούνταν θέματα άσχετα προς την Ορθόδοξη προβληματική. Σε κάθε όμως περίπτωση αυτό που κατά κύριο λόγο αμφισβητείται είναι η ύπαρξη αποτε-λεσμάτων ύστερα από πολύχρονη συμμετοχή των Ορθοδόξων στο Π.Σ.Ε. Tον αρχικόενθουσιασμό μεγάλων Ορθοδόξων Θεολόγων, που εκπροσώπησαν την Ορθοδοξία στο Π.Σ.Ε, για την ενδεχόμενη δυνατότητα ορθοδόξου μαρτυρίας, αρχίζει σιγά σιγά να διαδέχεται δισταγμός, απογοήτευσις και επιφυλακτικότης. Όσοι εξ αυτών ετόλμησαν να εκφράσουν την διαφωνία τους με την οικούμε-νιστική γραμμή του Φαναρίου, απομακρύνθηκαν από τους διαλόγους, ή παραιτήθηκαν από μόνοι τους. Όπως σημειώνει ο καθηγητής π. Γεώργιος Μεταλληνός: «Η παραίτηση του (καθηγητού) Ιωάννη Καρμίρη και άλλων καθηγητών (Μ. Φαράντος, Στυλ. Παπαδόπουλος κ.α.) από τους Διαλόγους, αλλά και η στάση πολλών καθηγητών απέναντί τους λέγουν πολλά». Σε άλλο σημείο παρατηρεί: «Αντί η Ορθοδοξία να επηρεάζει σωτηριολογικά τον μη Ορθόδοξο κόσμο, εφθάσαμε στην αποδοχή στην πράξη της ‘βαπτισματικής Θεολογίας’, της ‘Θεολογίας των αδελφών Εκκλησιών’ (πρβλ. συμφωνίας Balamand 1993), της ‘κοινής διακονίας’ της ‘διευρυμένης Εκκλησίας’ και του ‘πολιτιστικού πλουραλισμού’, όπως ορθότατα έχει επισημανθεί…ο Οικουμενισμός σ’ όλες τις διαστάσεις και εκδοχές του έχει αποβεί αληθινή βαβυλώνιος αιχμαλωσία του Οικουμενικού Πατριαρχείου και όλων των τοπικών ηγεσιών της Ορθοδόξου Εκκλησίας, με ελάχιστες εξαιρέσεις, που δέχονται όμως αφόρητη πίεση. Η καύχηση και ο αυτοθαυμασμός των οικουμενιστών μας για μία δήθεν νέα εποχή που άνοιξε το Οικουμενικό Πατριαρχείο με τις πατριαρχικές εγκυκλίους των ετών 1902, 1904, και 1920, δεν δικαιώνονται, διότι ‘αυτό που κατορθώθηκε είναι να νομιμοποιήσουμε τις αιρέσεις και τα σχίσματα του Παπισμού και του Προτεσταντισμού’».

Σχετικά με την στάση του π. Γεώργιου Φλωρόφσκυ παρατηρεί: «Η στάση του π. Γεώργιου Φλωρόφσκυ, έναντί του Π.Σ.Ε ήταν ιδιαιτέρως πατερική και αγιογραφική. Συνεχώς επέμενε στην επιστροφή στην αγία Γραφή μέσω της πατερικής παραδόσεως. Γι’ αυτό και απομακρύνθηκε από ηγετικές θέσεις του ΠΣΕ και της Οικουμενικής Κινήσεως». Ο καθηγητής της Πατρολογίας Στυλ. Παπαδόπουλος επισημαίνει με απογοήτευση: «Οι διάλογοι: αυτονόητοι, αναποτελεσματικοί και προβληματικοί». Σε άλλο σημείο των διαπιστώσεών του σχετικά με τους Διαλόγους παρατηρεί: «Δεν συνέβη μέχρι σήμερα κάποια ομολογία να εγκαταλείψει στοιχείο της διδασκαλίας της ως αποτέλεσμα των διαλόγων…Κάποιες ίσως δευτερεύουσες πρακτικές πλευρές δυνατόν να δέχθηκαν οι εταίροι μας να αλλάξουν. Ποτέ στοιχείο της διδασκαλίας τους». Ο καθηγητής Παν. Τρεμπέλας το 1971 εσχολίαζε: «Η υπό τους σημερινούς όρους συμμετοχή μας εις το Π.Σ.Ε. είναι όλως απαράδεκτος. Εάν δεν εξασφαλιστεί, καθ’ ούς όρους αυτός ο άγιος Χαλκηδόνος καθώρισε, το να φέρωσιν αι ενέργειαι και αποφάσεις του συμβουλίου τούτου εμφανή ουχί την προτεσταντικήν αλλά την Ορθόδοξον σφραγίδα ενδείκνυται να αποχωρίσωμεν». Αποκαλυπτικές όσο και οδυνηρές είναι επίσης οι διαπιστώσεις του καθηγητού π. Θεοδώρου Ζήση: «Η υπερπεντηκονταετής παρουσία των Ορθοδόξων αυτοκεφάλων εκκλησιών στο Π.Σ.Ε, μέσα στην πανσπερμία, στο πλήθος και στην θεολογική αναρχία και σύγχιση των προτεσταντικών ομολογιών, συνδεόμενη ούτως η άλλως στην πράξη, παρά τις αντίθετες διακηρύξεις, με εκκλησιολογικές παραχωρήσεις, συμβιβασμούς και υποχωρή-σεις, δεν ήταν δυνατόν αθροιστικά και ουσιαστικά να έχει την ευλογία του Θεού και την προσδοκώμενη καρποφορία. Εξαφανιστήκαμε, χαθήκαμε οι Ορθόδοξοι αριθμητικά, δεν είχαμε καμιά δυνατότητα με τον ελάχιστο αριθμό ψήφων που διαθέταμε να επηρεάσουμε τις συζητήσεις και τις αποφάσεις… Νομιμοποιήσαμε εκκλησιολογικά με την παρουσία μας τις ποικίλες προτεσταντικές ομάδες και παραφυάδες ως ‘εκκλησίες’, και οδηγήσαμε σε ευτελισμό και ξεγύμνωμα την ‘νύμφην Χριστού’, υπέρ της οποίας ο Χριστός έχυσε το πανάγιον αυτού αίμα, την εδόξασε και την λάμπρυνε υπέρ τον ήλιον».

Στην ίδια γραμμή και στο ίδιο μήκος κύματος κινούνται και οι διαπιστώσεις και εκτιμήσεις των αγιορειτών Πατέρων, οι οποίοι τόσο σε παλαιότερα υπομνήματά τους προς το Οικουμενικό Πατριαρχείο, όσον επίσης και στο πρόσφατο της Ιεράς Κοινότητος του αγίου Όρους, που απεστάλη τον Φεβρουάριο του 2007, επισημαίνουν μεταξύ άλλων και τα εξής: «Η θεολογική ταυτότης του Π.Σ.Ε. είναι προτεσταντική. Η μαρτυρία της Ορθοδόξου Εκκλησίας δεν γίνεται δεκτή στο σύνολό της από τις προτεσταντικές εκκλησίες του Π.Σ.Ε, όπως φαίνεται από την 60ετή ιστορία του και από την πολύ μακρύτερη ιστορία των ορθοδοξοπροτεσταντικών επαφών. Όλα δείχνουν, ότι το επιδιωκόμενο στο Π.Σ.Ε. είναι η ομογενοποίησις των εκκλησιών μελών του Π.Σ.Ε. μέσω ενός μακροχρονίου συμφυρμού». Σε άλλο σημείο του αγιορειτικού κειμένου επισημαίνεται: «Το Π.Σ.Ε. όπως λειτουργεί σήμερα είναι ένας ομογενοποιητικός μηχανισμός, που αμβλύνει το δογματικό αισθητήριο και κυοφορεί μία επιφανειακή επικοινωνιακού χαρακτήρος ενότητα».
Θετικά επίσης αξιολογείται η «Δήλωση του Τορόντο» (1950) του Π.Σ.Ε. για την οποία σημειώνεται «ότι αι εκκλησιολογικαί προϋποθέσεις της Δηλώσεως του Toronto (1950), τιτλοφορουμένης ‘‘Η Εκκλησία, αι Εκκλησίαι και το Παγκόσμιον Συμβούλιον Εκκλησιών’’ είναι κεφαλαιώδους σημασίας διά την Ορθόδοξον συμμετοχήν εις το Συμβούλιον» (§ 19). Ωστόσο στη δήλωση αυτή (§ 2) τονίζεται ρητώς ότι «οι εκκλησίες αναγνωρίζουν ότι το να αποτελεί κάποιος μέλος της εκκλησίας του Χριστού είναι πιο περιεκτικό από το να αποτελεί μέλος της ίδιας του της εκκλησίας». Μπορεί να είναι αποδεκτό από την Ορθόδοξη εκκλησιολογία ότι υπάρχει διαφοροποίηση μεταξύ του ένας Ορθόδοξος να είναι μέλος της Ορθοδόξου Εκκλησίας και μέλος «της Εκκλησίας του Χριστού»; Ή ότι «η Εκκλησία του Χριστού» (όπως εννοείται στο το Π.Σ.Ε.) υφίσταται πάνω από όλες τις εκκλησίες-μέλη του ΠΣΕ;
Με ικανοποίηση εκφράζεται στο κείμενο ότι εγκρίθηκε η εισήγηση της «Ειδικής Επιτροπής για την Ορθόδοξη συμμετοχή στο Π.Σ.Ε.» (§ 17). Και όμως με την εισήγηση της «Ειδικής Επιτροπής» μεταξύ άλλων εγκρίθηκαν και προτάσεις για «ομολογιακή κοινή προσευχή» και «διομολογιακή κοινή προσευχή», που είναι εντελώς αντίθετες στην Ορθόδοξη εκκλησιαστική παράδοση και κανονική τάξη, και αποβλέπουν να προαγάγουν την ορατή ενότητα των εκκλησιών-μελών του με προτεσταντικές εκκλησιολογικές προϋποθέσεις.

Επίσης το κείμενο αξιολογεί θετικά τη «θεολογική προσφορά» της Επιτροπής «Πίστις και Τάξις» του Π.Σ.Ε, για την οποία γράφει: «Η Ορθόδοξος Εκκλησία επιθυμεί την ενίσχυσιν του έργου της Επιτροπής ‘Πίστις και Τάξις’ και μετ’ ιδιαιτέρου ενδιαφέροντος παρακολουθεί την μέχρι τούδε θεολογικήν αυτής προσφοράν. Εκτιμά θετικώς τα υπ’ αυτής εκδοθέντα θεολογικά κείμενα, τη σπουδαία συνεργία και ορθοδόξων θεολόγων, τα οποία αποτελούν αξιόλογον βήμα εις την Οικουμενικήν Κίνησιν διά την προσέγγισιν των Εκκλησιών». (§ 21). Επί τη βάσει όμως ποίων δεομένων και ποίων στοιχείων οι συντάκτες του κειμένου φθάνουν σ’ αυτά τα αυθαίρετα συμπεράσματα; Πως μπορεί να γίνεται λόγος για θετική αξιολόγηση, όταν γι’ αυτά ακριβώς τα κείμενα έχουν διατυπώσει κατ’ επανάληψιν πολλές Ορθόδοξες Εκκλησίες σοβαρές επιφυλάξεις, που έχουν μάλιστα καταγραφεί ακόμα και στα πρακτικά της Γ΄ Πανορθόδοξης Προσυνοδικής Διασκέψεως; Αναφέρω ενδεικτικά την παρατήρηση του Τρανσυλβανίας Αντωνίου, (Πατριαρχείου Ρουμανίας), στην ως άνω Διάσκεψη: «Κατά το θέρος αυτό (1986), προεδρεύων της συνελεύσεως του Τμήματος Ι του Π.Σ.Ε, διεπίστωσα ότι υπάρχουν πολλαί επιφυλάξεις διά το κείμενον του Β.Ε.Μ. (Βάπτισμα-Ευχαριστία-Ιερωσύνη). Και ημείς εισέτι, ότε ηξιολογήσαμεν το κείμενον τούτο εν Βοστώνη, διεπιστώσαμεν ότι υπάρχουν εισέτι αδιευκρίνιστα σημεία, ίδια εις τον τομέα της Ιερωσύνης» (Συνοδικά ΙΧ, σ. 145). Επίσης ο μακαριστός Αρχιεπίσκοπος Αθηνών κυρός Χριστόδουλος, ως Μητροπολίτης Δημητριάδος, εδήλωσε: «εξ επόψεως ορθοδόξου έχουν γίνει και αρνητικαί κριτικαί του κειμένου του “Β.Ε.Μ”, η δε ημετέρα Εκκλησία της Ελλάδος ηρνήθη να συμμετάσχη εις την διαδικασίαν την οποίαν το Π.Σ.Ε. έθεσε, δηλαδή να γίνη αποδοχή του κειμένου αυτού» (Συνοδικά ΙΧ, σ. 150). Πως είναι λοιπόν δυνατόν η Ορθόδοξος Εκκλησία να «εκτιμά θετικώς τα υπ’ αυτής εκδοθέντα θεολογικά κείμενα», όταν αυτά ακριβώς τα κείμενα είναι αλλότρια της εκκλησιαστικής μας παράδοσης και γεμάτα από προτεσταντικές κακοδοξίες;Πέραν αυτών πως δικαιολογείται στο εν λόγω κείμενο να μην καταδικάζονται ρητώς, αλλά να αποσιωπώνται πλείστα όσα εκφυλιστικά φαινόμενα τα οποία συναντούμε στο Π.Σ.Ε, όπως «Λειτουργία της Λίμα», intercommunion, διαθρησκειακές συμπροσευχές, χειροτονία γυναικών, περιεκτική γλώσσα, αποδοχή του σοδομισμού από πολλές Ομολογίες-μέλη του Π.Σ.Ε. κ.ο.κ., πρακτικές οι οποίες είναι πρόσφατοι καρποί της παλαιάς προτεσταντικής εκκλησιολογικής ρίζας; Περιποιεί άραγε τιμή στην Εκκλησία μας τέτοια ατολμία στη διατύπωση της μαρτυρίας της Ορθοδοξίας για τα όσα ανίερα λαμβάνουν χώρα στον επίσημο φορέα του Προτεσταντισμού, τον Π.Σ.Ε; Και πως έχουν τη απαίτηση οι συντάκτες του κείμενου να δεχθεί ο πιστός λαός του Θεού ότι η Ορθόδοξος Εκκλησία έδωσε και δίδει μέχρι σήμερα μέσα στους κόλπους του Π.Σ.Ε. την μαρτυρία της Ορθοδοξίας, όταν αυτήν ακριβώς την μαρτυρία αδυνατεί να τη δώσει και σ’ αυτήν ακόμη την υψίστη στιγμή της συνοδικής εκφράσεώς της;
Τι να πούμε επίσης και για τα επίσημα κοινά κείμενα των Γενικών Συνελεύσεων του Π.Σ.Ε; Περιοριζόμαστε μόνο σε ένα μικρό απόσπασμα από την απόφαση της Θ΄ Γενικής Συνέλευσης στο Πόρτο Αλλέγκρε (2006) : «Κάθε εκκλησία [σσ. υπό τον όρο «Εκκλησία» εννοούνται και όλες οι προτεσταντικές ομάδες που συμμετέχουν στο ΠΣΕ] είναι η καθολική Εκκλησία και όχι απλά μέρος της. Κάθε εκκλησία είναι η καθολική Εκκλησία, αλλά όχι ολόκληρη [η καθολική Εκκλησία]. Κάθε εκκλησία πληροί την καθολικότητά της, όταν ευρίσκεται εν κοινωνία με τις άλλες εκκλησίες … Ακόμη και τώρα που η συμμετοχή στην ίδια Ευχαριστία δεν είναι πάντοτε δυνατή, οι διηρημένες εκκλησίες εκφράζουν την [μεταξύ τους] αμοιβαία εκτίμησι και όψεις της καθολικότητος … Ο ένας χωρίς τον άλλον είμαστε πτωχότεροι». Με άλλα λόγια, η Οικουμενική Κίνηση και δυστυχώς- και οι Ορθόδοξοι στα πλαίσια του Π.Σ.Ε, αναγνωρίσαμε, μεταξύ άλλων, την “καθολικότητα” (=πληρότητα αληθείας) των αιρετικών προτεσταντικών ομάδων και επιπλέον διακηρύξαμε ότι η Καθολικότητα της Ορθοδόξου Εκκλησίας εξαρτάται από τον αν βρίσκεται σε κοινωνία με τις αιρέσεις του Προτεσταντισμού, γιατί χωρίς αυτές είμαστε… «πτωχότεροι»!

Ας μη ξεχνάμε ότι αυτή η κατά της Ορθοδόξου Εκκλησίας θέσις εδράζεται και στο κείμενο Β.Ε.Μ. της Επιτροπής «Πίστις και Τάξις», στο οποίο αμφισβητείται ρητά ακόμα και η «καθολικότης της Ευχαριστίας» της Ορθοδόξου Εκκλησίας, επειδή δεν είναι αποδεκτή η intercommunio: «Εάν μία Εκκλησία, οι λειτουργοί και οι πιστοί αυτής, διαμφισβητούν εις άλλας Εκκλησίας, εις τους βαπτισθέντας υπ’ αυτών και εις τους λειτουργούς των το δικαίωμα να μετέχουν εις την Ευχαριστίαν η να προίστανται αυτής, η καθολικότης της Ευχαριστίας καθίσταται ολογώτερον έκδηλος».

Είναι λοιπόν φανερό, μετά από όλα όσα αναφέραμε, ότι η εικόνα που μας δίδει το κείμενο σχετικά με το Π.Σ.Ε. είναι επίπλαστη.

Γ) Ως προς το Προσυνοδικό κείμενο με τίτλο: «Η αποστολή της Ορθοδόξου Εκκλησίας εν τω συγχρόνω κόσμω. Η Συμβολή της Ορθοδόξου Εκκλησίας εις την επικράτησιν της ειρήνης, της δικαιοσύνης, της ελευθερίας, της αδελφοσύνης και της αγάπης μεταξύ των λαών και άρσιν των φυλετικών και λοιπών διακρίσεων».

Στο εν λόγω κείμενο της Ε΄ Προσυνοδικής Διασκέψεως, στην 5η παράγραφο, (σελ.3), διασαφίζεται, πως εννοούν και πως βλέπουν οι συντάκτες του κειμένου, ότι μπορεί να επιτευχθεί αυτή η «συμβολή» της Ορθοδόξου Εκκλησίας: «Αι Ορθόδοξοι Εκκλησίαι καλούνται να συμβάλλουν εις την διαθρησκειακήν συνεννόησιν και συνεργασίαν, [προφανώς μέσω των Διαθρησκειακών Συνεδρίων και Διαλόγων], δι’ αυτής δε εις την απάλειψιν του φανατισμού από πάσης πλευράς και τοιουτοτρόπως εις την συμφιλίωσιν των λαών και επικράτησιν της ελευθερίας και της ειρήνης εις τον κόσμον προς εξυπηρέτησιν του ανθρώπου, ανεξαρτήτως φυλής και θρησκεύματος».

Στο ίδιο Κείμενο γίνεται επίσης λόγος περί ειρήνης στο Γ΄ κεφάλαιο με τίτλο: «Περί ειρήνης και δικαιοσύνης» και στο Δ΄ με τίτλο: «Η ειρήνη και η αποτροπή του πολέμου». Στα παρά πάνω κεφάλαια γίνεται προσπάθεια να κατανοηθούν και να εφαρμοσθούν οι περί ειρήνης βιβλικές και πατερικές αναφορές με την κοσμική τους σημασία, προκειμένου έτσι να δικαιολογηθεί ο ρόλος της Εκκλησίας στην αποτροπή του πολέμου και στην εδραίωση της παγκόσμιας ειρήνης. Ωστόσο ο όρος «ειρήνη» έχει μέσα στον χώρο της Εκκλησίας χαρισματικό περιεχόμενο, που διαφοροποιείται ουσιαστικά από την κοσμική σημασία, που αποδίδεται σ’ αυτόν. Κανείς δεν αμφιβάλλει, ότι οι πόλεμοι, οι συγκρούσεις, οι αιματοχυσίες και οι τρομοκρατικές ενέργειες δεν είναι σύμφωνες με το θέλημα του Θεού. Όλα αυτά όμως είναι επακόλουθα της αμαρτίας, και της αποστασίας του ανθρώπου από τον Θεόν και τότε μόνον θα εκλείψουν, όταν ο άνθρωπος επιστρέψει εν μετανοία μέσα στους κόλπους της Εκκλησίας και φυλάξει το θέλημα του Θεού. Η Εκκλησία υποδεικνύει μεν τον τρόπον της θεραπείας του κακού, δεν μπορεί όμως να μεταβληθεί σε έναν εγκόσμιο ειρηνευτικό οργανισμό, ούτε είναι δυνατόν να εγκλωβιστεί σε εγκόσμιους ρόλους, διότι τότε μοιραία εκκοσμικεύεται και εκφυλίζεται, χάνει την σωτηριολογική της αποστολή. Η Ορθόδοξη Εκκλησία είναι Θεανθρώπινος Οργανισμός, που σκοπό έχει να προσλάβει και να θεώσει τον κόσμο, και όχι να γίνεται η ίδια κόσμος. Αποστολή της Εκκλησίας είναι να ειρηνεύσει τον άνθρωπο με τον Θεό, που είναι απαραίτητη προϋπόθεση, για να ειρηνεύσουν και οι άνθρωποι στη συνέχεια μεταξύ τους. Να προσφέρει τον Χριστό, τον μόνον ειρηνοποιόν, ο οποίος είναι «η ειρήνη ημών» (Εφ.2,14) κατά τον απόστολο. Εξ άλλου και ο ίδιος ο Χριστός την αντιδιαστέλλει από την κοσμική ειρήνη: «ειρήνην την εμήν δίδωμι υμίν, ου καθώς ο κόσμος δίδωσιν, εγώ δίδωμι υμίν» (Ιω.14,27). Οι άγιοι απόστολοι και οι άγιοι Πατέρες της Εκκλησίας μας ουδέποτε κατενόησαν την αποστολή τους, όπως την κατανοούν σήμερα οι πρωτεργάτες των Διαλόγων. Ουδέποτε διανοήθηκαν να συμμαχήσουν και να συνεργαστούν με άλλες θρησκείες και αιρέσεις για να υπηρετήσουν μία κοσμικού τύπου παγκόσμια ειρήνη, έχοντες υπ’ όψιν τους παραπάνω λόγους του Κυρίου.
Επικαλείται ακόμη το Κείμενο, (Α΄ κεφ. § 6), το βιβλικό χωρίο του αποστόλου Παύλου «Θεού εσμέν συνεργοί» (Α΄ Κορ.3,9) για να θεμελιώσει βιβλικά την ανάγκη συνεργασίας της Εκκλησίας «μεθ’ όλων των ανθρώπων καλής θελήσεως των αγαπώντων την αληθή ειρήνην, επ’ αγαθώ της ανθρωπίνης κοινωνίας επί τοπικού, εθνικού, και διεθνούς επιπέδου». Προφανώς μέσα σ’ αυτούς τους ανθρώπους «καλής θελήσεως» συμπεριλαμβάνονται και άνθρωποι κάθε θρησκεύματος. Ωστόσο το παραπάνω χωρίο του αποστόλου τοποθετείται και ερμηνεύεται μόνο σε καθαρά εκκλησιολογικά πλαίσια και ουδέποτε βεβαίως σε πλαίσια διαθρησκειακά. Συνεργασία σε διαθρησκειακό επίπεδο με βάση τον λόγο του Θεού, ούτε δυνατή είναι, ούτε επιτρεπτή. Διότι πως είναι δυνατόν να συνεργαστούμε με τις άλλες θρησκείες, που βρίσκονται στο σκότος της πλάνης, χωρίς να προσκρούσωμε τον θεόπνευστο λόγο του αποστόλου: «Μη γίνεσθε ετεροζυγούντες απίστοις. Τις γαρ μετοχή δικαιοσύνη και ανομία; Τις δε κοινωνία φωτί προς σκότος;» (Β΄ Κορ. 6,14). Ποια επικοινωνία, και κατά συνέπεια, ποιάς μορφής συνεργασία, μπορεί να υπάρχει μεταξύ του φωτός της Ορθοδοξίας και του σκότους των διαφόρων αιρέσεων και θρησκειών; Ασφαλώς καμία. Οι σημερινοί Οικουμενιστές δυστυχώς, αγνοούντες και διαγράφοντες θεληματικά τις παρά πάνω διδασκαλίες του αποστόλου Παύλου και τις ερμηνείες των αγίων Πατέρων, και την ιδίαν διδασκαλίαν «ζητούντες στήσαι», τη διδασκαλία του Θεού «ούχ υπετάγησαν» (πρβλ. Ρωμ. 10,3). Οραματίζονται μία κοσμικού τύπου ειρήνη με τους αιρετικούς και αλλοθρήσκους, στην οποία «το νενοσηκώς» σώμα του Παπισμού και των άλλων αιρέσεων και θρησκειών δεν θα «αποτέμνηται», ούτε «το στασιάζον» θα χωρίζεται, αλλά θα εναρμονίζεται με το υγιές εκκλησιαστικό σώμα της Ορθοδόξου Εκκλησίας!

Στην ίδια παράγραφο του ιδίου κεφαλαίου (Α΄ κεφ. § 6), μνημονεύεται και ο Μακαρισμός του Κυρίου «Μακάριοι οι ειρηνοποιοί» (Ματθ.5,9), ως «εντολή Θεού». Ωστόσο το έργο των ειρηνοποιών, τους οποίους μακαρίζει εδώ ο Κύριος, δεν έχει καμία σχέση με τις ειρηνευτικές προσπάθειες που καταβάλλουν οι συμμετέχοντες στις Διαθρησκειακές Συναντήσεις και Διαλόγους. Οι ειρηνοποιοί, για τους οποίους εδώ ομιλεί ο Κύριος είναι οι ποιμένες και διδάσκαλοι της Εκκλησίας, οι οποίοι αναλαμβάνουν να συμφιλιώσουν τους ανθρώπους με τον Θεόν. Ο άνθρωπος, υποδουλωμένος στα πάθη και στην αμαρτία, ευρίσκεται σε κατάσταση έχθρας με τον Θεόν και έχει ανάγκη καταλλαγής και συμφιλιώσεως, σύμφωνα με τον λόγο του Παύλου: «Ει γαρ εχθροί όντες κατηλλάγημεν τω Θεώ διά του θανάτου του υιού αυτού, πολλώ μάλλον καταλλαγέντες σωθησώμεθα εν τη ζωή αυτού» (Ρωμ.5,10). Όταν δε επιτευχθή αυτή η καταλλαγή διά της πίστεως, τότε ο άνθρωπος απολαμβάνει το αγαθόν της ειρήνης: «Δικαιωθέντες ούν εκ πίστεως ειρήνην έχομεν προς τον Θεόν διά του Κυρίου ημών Ιησού Χριστού», (Ρωμ.5,1).

Αυτό δε ακριβώς το έργο της καταλλαγής επιτυγχάνεται μόνον εντός της Ορθοδόξου Εκκλησίας και ποτέ μέσα στον χώρο της αιρέσεως, ούτε βεβαίως σε συνεργασία με άλλες θρησκείες.

Πέραν τούτου, η ειρήνη δεν είναι πάντοτε επαινετή, ούτε ο πόλεμος πάντοτε κακός. Υπάρχει κακή ειρήνη, όταν συμβιβαζόμαστε με την πλάνη και προδίδουμε την πίστη και καλός πόλεμος, για τον οποίον ομιλεί ο ίδιος ο Χριστός: «Μη νομίσητε, ότι ήλθον βαλείν ειρήνην επί την γην, ουκ ήλθον βαλείν ειρήνην, αλλά μάχαιραν. Ήλθον γαρ διχάσαι άνθρωπον κατά του πατρός αυτού και θυγατέρα κατά της μητρός αυτής και νύμφην κατά της πενθεράς αυτής και εχθροί του ανθρώπου οι οικιακοί αυτού», (Ματθ.10,34-36). Ο άγιος Ιωάννης ο Χρυσόστομος σχολιάζει: «Ου γαρ πανταχού ομόνοια καλόν. Και επί του πύργου εκείνου, (της Βαβέλ), την κακήν ειρήνην η καλή διαφωνία έλυσε και εποίησε ειρήνην».

Στο κείμενο γίνεται επίσης λόγος για «συμφιλίωσιν των λαών και επικράτησιν της ελευθερίας και της ειρήνης εις τον κόσμον προς εξυπηρέτησιν του ανθρώπου». (Α΄ κεφ. § 5). Αλλά και στους μέχρι τώρα γενομένους Διαλόγους κατά κόρον τονίστηκε και προβλήθηκε το ιδανικό της ειρηνικής συνυπάρξεως και συμφιλιώσεως των λαών και των θρησκειών. Η Ορθοδοξία ουδέποτε αρνήθηκε την συνύπαρξη και συμβίωση με ανθρώπους διαφορετικών πίστεων, έχοντας υπ’ όψιν της τον λόγον του αποστόλου Παύλου στην προς Ρωμαίους επιστολή, «ει δυνατόν το εξ υμών μετά πάντων ανθρώπων ειρηνεύοντες» (12,18). Ωστόσο το ιδανικό της ειρηνικής συνυπάρξεως καθίσταται αδύνατο, διότι έρχεται σε πλήρη αντίθεση με τον λόγον του Κυρίου, «ει εμέ εδίωξαν και υμάς διώξουσιν», (Ιω.15,20), η με τον λόγον του αποστόλου «πάντες δε οι θέλοντες ευσεβώς ζην εν Χριστώ Ιησού διωχθήσονται», (Β΄ Τιμ.3,14). Είναι αδύνατον ο πιστός, που πραγματικά θέλει να ζήσει την εν Χριστώ ζωή, να αποφύγει τον διωγμό και να συμβιώσει ειρηνικά με τον κόσμο της απιστίας και της αποστασίας, διότι ένα τέτοιο ενδεχόμενο το απέκλεισε ο Χριστός, ως νόμο πνευματικό.
Επισημαίνουμε ακόμη το γεγονός ότι πουθενά στο εν λόγω κείμενο δεν γίνεται λόγος για την ανάγκη απαγορεύσεως των συμπροσευχών, πράγμα που δείχνει ότι έστω και σιωπηρώς εγκρίνονται και προωθούνται.

Κατακλείοντες και το εν λόγω κείμενο της Ε΄ Προσυνοδικής, επισημαίνουμε, ότι η πείρα των μέχρι τώρα γενομένων Διαλόγων απέδειξε την πλήρη χρεοκοπία τους. Παρά την πληθώρα των Διαλόγων αυτών, ο ισλαμικός φανατισμός, όχι μόνον δεν καταστέλλεται, αλλά γιγαντώνεται όλο και περισσότερο, όπως αποδεικνύεται από τον επί πέντε χρόνια πόλεμο στη Συρία, τον πόλεμο στο Ιράκ και τα συνεχώς αυξανόμενα κρούσματα τρομοκρατίας, απότοκα του ισλαμικού φανατισμού στη Μέση Ανατολή και στην Βόρειο Αφρική, αλλά και σε χώρες της Ευρώπης, όπως πρόσφατα στη Γαλλία, όπου δολοφονούνται χιλιάδες αθώα θύματα χριστιανών από φανατικούς Τζιχαντιστές μουσουλμάνους.

Γ) Η παρουσία παρατηρητών στην Αγία και Μεγάλη Σύνοδο.

Σύμφωνα με την απόφαση των Προκαθημένων (21-28.1.2016) θα προσκληθούν να παραστούν στην Αγία και Μεγάλη Σύνοδο εκπρόσωποι του Παπισμού, των Μονοφυσιτών και ορισμένων Προτεσταντικών Ομολογιών.
Ωστόσο ποτέ στη δισχιλιόχρονη ζωή της Εκκλησίας, στις Τοπικές η σε Οικουμενικές Συνόδους, δεν υπήρχαν «παρατηρητές» ετερόδοξοι, που έχουν καταδικαστεί από Οικουμενικές Συνόδους και την εκκλησιαστική συνείδηση. Μόνο στις δύο παπικές συνόδους του Βατικανού εμφανίστηκε το καθεστώς των «παρατηρητών». Είναι επιτρεπτό όμως η Πανορθόδοξη Σύνοδος να έχει ως πρότυπο τις παπικές πρακτικές, μεθόδους και μεθοδεύσεις; Η Πανορθόδοξη Σύνοδος αποτελεί την ύψιστη φανέρωση και έκφραση της ίδιας της Εκκλησίας, ως Σώματος Χριστού, και δεν μπορεί να εκπέσει σε συνέδριο ανταλλαγής απόψεων, ούτε σε μία απλή πανηγυρική εκδήλωση-συνάντηση με κριτήρια και στοχεύσεις «εκ του κόσμου τούτου». Στην ιστορία της Εκκλησίας οι αιρετικοί εκαλούντο και παραστούν στις Συνόδους όχι τιμητικά ως «παρατηρητές», αλλά για να απολογηθούν, η να εκφράσουν την μετάνοιά τους, και, αν ενέμεναν στην πλάνη και την αίρεση, καθαιρούνταν, αναθεματίζονταν, εκδιώκονταν της Συνόδου και δε συμμετείχαν στη συνέχεια των εργασιών της. Η τιμητική παρουσία στην Πανορθόδοξο Σύνοδο ως «παρατηρητών», εκπροσώπων αιρετικών Κοινοτήτων και Ομολογιών που έχουν καταδικαστεί από την πατερική συνείδηση και τις Οικουμενικές Συνόδους, νομιμοποιεί την πλάνη και την αίρεση και ουσιαστικά υποσκάπτει το κύρος της ίδιας της Συνόδου.Σύνοδος η οποία δεν διαστέλλει «αναμέσον βεβήλου και αγίου» (Όρος της Ζ΄ Οικουμενικής), την Ορθοδοξία από την αίρεση, την αλήθεια του Χριστού από την δαιμονική πλάνη, νομιμοποιώντας εκκλησιαστικά την αίρεση, δεν μπορεί να είναι πραγματικά Ορθόδοξη, αλλά εκπίπτει σε ψευδοσύνοδο.

+ο Πειραιώς ΣΕΡΑΦΕΙΜ

TOP NEWS