Καισαριανής Δανιήλ: «Η πνευματική πορεία και η βίωση των αρετών κατά την περίοδο του Τριωδίου»

  • Δόγμα

Του Σεβ. Μητροπολίτου Βύρωνος, Καισαριανής και Υμηττού κ. Δανιήλ

Με τα προβαλλόμενα βιβλικά και εκκλησιαστικά πρόσωπα, την περίοδο του Τριωδίου με τους ύμνους, με τα βιβλικά αναγνώσματα, τις προτροπές και τις νουθεσίες, η αγία Εκκλησία μας αποσκοπεί στο να μας καλλιεργήσει πνευματικά, ανυψώνουσα όλους μας από τα γήινα στα ουράνια, από τα φθαρτά στα άφθαρτα, από τα πρόσκαιρα στα αιώνια. Τα βιώματα του πιστού που καλλιεργούνται την περίοδο του Τριωδίου βοηθούν τον πιστό στον πνευματικό αγώνα του, ιδιαίτερα κατά την ασκητική αυτή περίοδο.

 

α΄. Η εκζήτηση του ελέους της ευσπλαγχνίας του Θεού – Η εκζήτηση της θείας Χάριτος

Στον Κύριό μας Ιησού Χριστό, οι μαθητές Του, αντιλαμβανόμενοι την αδυναμία του ανθρώπου να νικήσει την αμαρτία και τα πάθη, είχαν θέσει το ερώτημα «τις δύναται σωθήναι». Σ’ αυτό τον προβληματισμό ο Κύριος απάντησε ότι «πάντα δυνατά τω πιστεύοντι» (Μάρκου θ΄, 23) ότι «τα δυνατά παρά ανθρώποις δυνατά παρά τω Θεώ εστι» (Λουκά ιη΄, 27). Γι’ αυτό και ο απόστολος Παύλος ομολογούσε «πάντα ισχύω εν τω ενδυναμούντι μοι Χριστώ» (Προς Φιλιππησίους δ΄, 13).

Αυτά που ο άνθρωπος δεν μπορεί με τις δικές του δυνάμεις να κατορθώσει, τα επιτυγχάνει ενισχυόμενος από την Χάρη του Θεού. Με την συνεργασία της ανθρώπινης βουλήσεως και της θείας Χάριτος και διά της συνενώσεως της ανθρώπινης αδυναμίας με την θεία παντοδυναμία, είναι δυνατό να διαλυθεί η πνευματική ζόφωση, να θρυμματισθούν τα μακροχρόνια πνευματικά δεσμά των παθών και να επιτευχθεί η πνευματική ελευθερία, την οποία ο απόστολος Παύλος συνιστά στον πιστό να προσέχει να μην απωλέσει.

«Τη ελευθερία η ο Χριστός ελευθέρωσε στήκετε και ζυγώ δουλείας μη ανέχεσθε» (Προς Γαλάτας ε΄, 1).

Ο πιστός κατά την διάρκεια του Τριωδίου συνειδητοποιώντας:

α΄. Την αδυναμία του έναντι των παθών, όπως την περιέγραψε ο απόστολος Παύλος ως «έτερο νόμο» (Προς Ρωμαίους ζ΄, 23) στην ύπαρξή του και

β΄. Τις μεθοδείες του πονηρού, για τις οποίες ο απόστολος Παύλος διαπιστώνει ότι «ότι ουκ έστιν ημίν η πάλη προς αίμα και σάρκα, αλλά προς τας αρχάς, προς τας εξουσίας, προς τους κοσμοκράτορας του σκότους του αιώνος τούτου» (Προς Εφεσίους στ΄, 12), υψώνει ικεσία προς τον «δυνάμενον σώσαι» ζητώντας βοήθεια, ενίσχυση και παρηγορία για να εξέλθει νικητής.

β΄. Η ταπεινοφροσύνη

Καθόλη την διάρκεια της Μεγάλης Τεσσαρακοστής καλλιεργείται στον πιστό το πνεύμα της ταπεινοφροσύνης, της οποίας ως απαράμιλλο πρότυπο εξυμνείται ο Κύριος.

Η ταπεινοφροσύνη, αντίθετη προς την αλαζονεία, της οποίας εισηγητής και πατέρας είναι ο εωσφόρος, είναι «οδός υψώσεως», «υψοποιός», «κλίμαξ», και, σε αντίθεση προς την αλαζονεία που ταπεινώνει τον άνθρωπον, τον ανυψώνει προς τον Θεό.

Η αρετή αυτή προσελκύει την ενίσχυση του Θεού, που «υπερηφάνοις αντιτάσσεται, ταπεινοίς δε δίδωσι χάριν» (Ιακώβου δ΄, 6) και «καθαίρουσα το κακόν» και «σκορπίζουσα των παθών την πληθύν», δωρίζει στην ψυχή «νάματα ιαμάτων» και αποβαίνει το θεμέλιο όλων των αρετών και δημιουργός του «πλούτου δικαιοσύνης».

γ΄. Η μετάνοια

Η αρετή της ταπεινοφροσύνης και της «πτωχείας τω πνεύματι» αποτελεί αρίστη οδό προς το κατά Θεόν πένθος και προς την «στεναγμοίς» εκδηλουμένη μετάνοια.

Η μετάνοια δεσπόζει στην περίοδο του Τριωδίου. Με πρότυπα μετανοίας και προτροπές της Αγίας Γραφής, κυρίως όμως με την υπόμνηση της θείας ευσπλαγχνίας, προτρέπεται ο πιστός να αφυπνισθεί, ώστε να αποστραφεί την αμαρτία και κάθε πονηρία και να ζητήσει από τον Θεό να τον δεχθεί με την ευσπλαγχνία Του και να μην αποστρέψει το πρόσωπό Του απ’ αυτόν και να μην τον απορρίψει για τις αμαρτίες του.

Με την μετάνοια ο άνθρωπος επανακτά την συμπάθεια του Θεού.

Η μετάνοια σημαίνει εκούσια άρνηση του κακού, νέκρωση του παλαιού ανθρώπου και εξάλειψη του κακού φρονήματος και απελευθέρωση της ψυχής από την ενοχή.

Η μετάνοια ολοκληρώνεται με την εξομολόγηση με την οποία η ψυχή  «καθαίρεται από πάσης αδικίας», «βδελύσεται την πρότερον επιθυμητή αμαρτία», «παθών εκπλύνει αμαυρότητα», «αποπλύνεται εκ του ρύπου των ηδονών», «υπέρ χιόνα λευκαίνεται» και ο άνθρωπος θεραπεύεται «ψυχή και σώματι».

Η μετάνοια «δωρείται λογισμόν επιστροφής», ζωογονεί την προσευχή, «αναπλάττει την συντριβήσαν εικόνα», δημιουργεί «καρδίαν καθαράν και εγκαινίζει πνεύμα ευθές», «γλυκαίνει τον νουν», «εξοπλίζει διά των όπλων του φωτός», παρακινεί προς την αγάπη του Θεού, επιθυμεί την ωραιότητα του Θεού, δημιουργεί «βίον καθαρόν», και «μύρον ευωδίας», «καθωραΐζει το ειδεχθές, «μεταπλάττει και καινοποιεί την ψυχήν», προσφέρει στον άνθρωπο το «πρωτόκτιστο κάλλος», την «φωτεινή στολή της αναγεννήσεως», της αφθαρσίας και της δόξας της θείας ωραιότητας, περιβάλλει αυτόν διά «χιτώνος ευφροσύνης και παντός στολισμού» και δωρίζει σ’ αυτόν «ζωτική ενέργεια».

δ΄. Η νήψη, άσκηση και νηστεία

Η νήψη έχει μόνιμο χαρακτήρα και σταθερά αποτελέσματα, όταν συνδυάζεται με την εξ ίσου επιβαλλομένη από το Τριώδιο άσκηση και εγκράτεια με την οποία πραγματοποιείται η εγρήγορση και η νήψη. Η άσκηση αυτή δεν σημαίνει άρνηση και περιφρόνηση του σώματος· άλλωστε εντός της Μεγάλης Τεσσαρακοστής εξυψώνεται. Με την άσκηση δεν καταδικάζεται αυτό καθ’ εαυτό το σώμα του ανθρώπου, αλλά η σωματολατρεία, η χαύνωση από τα πάθη, η θεοποίηση των σωματικών ενστίκτων και η υποδούλωση σ’ αυτά.

Το βαθύτερο νόημα της νηστείας συνίσταται στο ότι αυτή οδηγεί στο πνευματικό «καθαρθήναι» και ασκεί την θέληση του ανθρώπου στην πειθαρχία, στην υπακοή, στην ταπείνωση, στη νήψη, στην προσευχή και στην αποχή κακίας, που ονομάζεται «πνευματική νηστεία».

Σύμφωνα με τις ωραιότατες εκφράσεις του Τριωδίου, διά της «παθοκτόνου» νηστείας η ψυχή φθάνει στην κάθαρση, αγνίζεται, λαμπρύνεται και εισέρχεται στο γνόφο των σεπτών θεωριών· οι αισθήσεις του ανθρώπου ελευθερώνονται «της εμπαθούς νεκρώσεως» και αναγνωρίζουν ως «ηγεμόνα τον ένδοθεν λογισμό»· από την αμαρτία ζόφωση καθαίρεται· τα πάθη του σώματος «ταπεινούνται», «ιατρεύονται» και «προκαθαίρονται», η ψυχή απωθεί την πικρία των ηδονών και θηλάζει τον γλυκασμό της εγκράτειας· ο ρύπος από τις ηδονές αποπλύνεται· η ψυχή αποκτά ως εξάρτηση της πνευματικής «πανοπλίας» την «μάχαιρα, ήτις εκτέμνει από καρδίας πάσαν κακίαν»· το αισθητήριο της ψυχής εξυγιαίνεται και ορά τον Θεό· η διάθεση για προσευχή ζωογονείται· η ψυχή «κουφίζεται διά των πτερύγων των αρετών» «πτερούται πριν θείον έρωτα» και «τρυγά την εκ του θείου Σταυρού ζωήν», η καρδία «πιαίνεται», η «μέθη των παθών»  αποδιώκεται, τα «πεπυρωμένα βέλη του πονηρού σβέννυνται», η «αχλύς των παθών» εκδιώκεται· οι «θανατηφόρες ηδονές θανατούνται».

Απ’ όλα αυτά συνάγεται ότι το βαθύτερο νόημα της αληθινής σωματικής νηστείας συνίσταται εις το ότι μας ασκεί στην πνευματική νηστεία, χωρίς την οποία η σωματική νηστεία είναι, κατά το Ησαΐου, «μισητή στον Θεό» (α΄, 13-16).

Όπως λέγει ο Μέγας Βασίλειος και επαναλαμβάνει το Τριώδιο, «αληθής νηστεία η του κακού αλλοτρίωσις, εγκράτεια γλώσσης, θυμού αποχή, επιθυμιών χωρισμός, καταλαλιάς, ψεύδους, επιορκίας. Η τούτων ένδεια νηστεία εστίν αληθής» (Ομιλία περί νηστείας Β΄, κεφ. 7. Migne P.G. 31, 196).

Έτσι γίνεται κατανοητό ότι η νηστεία ως άσκηση και γενικώς η εγκράτεια δεν σημαίνει περιφρόνηση του σώματος ή καταπίεση του ανθρώπου και εισαγωγή του σε μία ζοφερή και σκυθρωπή ατμόσφαιρα, αλλά αντίθετα εξυμνείται ως «ωραία», «τερπνή», «φαιδρά», «ευφρόσυνος».

TOP NEWS