Ομιλία στη Β’ Κυριακή των Νηστειών

  • Δόγμα

Αγαπητοί μου αδελφοί, διερχόμαστε ως έθνος, ως κράτος, ώρες δύσκολες, δοκιμασίες μεγάλες, τις οποίες ασφαλώς επέτρεψε η πατρική Πρόνοια, η αγάπη του Θεού για το καλό μας, για τη σωτηρία μας. Διότι όλοι μας, «ημάρτομεν, ηνομήσαμεν, ηδικήσαμεν» ενώπιον του Θεού, και παραβήκαμε ποικιλότροπα το άγιό Του θέλημα. Και οι δοκιμασίες είναι η άλλη έκφραση της αγάπης του Θεού, για να έλθουμε σε συναίσθηση, σε μετάνοια, σε διόρθωση.

Ένα μεγάλο θαύμα του Κυρίου ημών Ιησού Χριστού, αγαπητοί εν Κυρίω αδελφοί, μας προβάλλει το σημερινό ευαγγελικό ανάγνωσμα, καθώς και άφθονα ψυχωφελή διδάγματα.

Το θαύμα αφορά στη θαυματουργική ίαση ενός παραλύτου, τη διπλή ίασή του, και τη σωματική δηλαδή και την ψυχική. Κι από τα πλούσια πνευματικά νοήματα της σημερινής περικοπής ξεχωρίζουν οι αρετές της αγωνιστικότητας, της αγάπης και της πίστης.

Ολοκληρώνοντας ο Δεσπότης μας Χριστός ένα πρώτο κύκλο των ιεραποστολικών περιοδειών Του σε κωμοπόλεις της Γαλιλαίας, όπου κήρυσσε το Ευαγγέλιο και θεράπευε τους ποικιλότροπα ασθενούντες ανθρώπους, επέστρεψε στην πόλη που επέλεξε να κατοικήσει, φεύγοντας από τη Ναζαρέτ, δηλαδή την Καπερναούμ, που βρισκόταν στις όχθες της λίμνης της Τιβεριάδας. Κι όταν οι κάτοικοι της Καπερναούμ το πληροφορήθηκαν, πεινασμένοι και διψασμένοι για λόγο Θεού και ουράνια παρηγορία, έτρεξαν πλήθος απ’ αυτούς, για να ιδούν και να ακούσουν τον άγιο Διδάσκαλο και να λάβουν την ευλογία Του. Και, τόσο πολλοί μαζεύτηκαν, που, όχι μόνο το σπίτι όλο γέμισε ασφυκτικά, αλλά και όλος ο χώρος μπροστά από την είσοδο. Τότε, ενώ οι όχλοι άκουγαν αχόρταγα τη μελίρρυτη και ψυχοτρόφο διδασκαλία του Κυρίου, μια άλλη σκηνή αρχίζει να εξελίσσεται. Τέσσερεις άνδρες φέρνουν πάνω σ’ ένα ξυλοκρέββατο ένα ταλαίπωρο ασθενή άνδρα, ένα τελείως παράλυτο, ένα άταφο νεκρό. Τόσο ο ασθενής, όσο και οι φιλάνθρωποι εκείνοι υπηρέτες του, ακούγοντας πως ήταν στην πόλη τους ο θαυμαστός εκείνος ιατρός, που μ’ ένα Του λόγο φυγάδευε δαιμόνια, έπαυε πυρετούς, ανάσταινε νεκρούς, γιάτρευε κωφούς και τυφλούς και χωλούς, γεμάτοι πίστη και ελπίδα, έτρεξαν να τον βρούν, για να λάβουν την ποθουμένη ίαση του ασθενούς. Μα είχαν καθυστερήσει και ο όχλος, σαν απροσπέλαστο τείχος, τους έφραζε τον δρόμο προς τον Δεσπότη Χριστό. Μάταια φώναζαν στους όχλους ν’ ανοίξουν λίγο δρόμο, να περάσουν μέσα τον άρρωστο. Τόσο προσηλωμένοι ήσαν οι άνθρωποι, ακούγοντας την ουράνια του Κυρίου διδαχή, που δεν το κούναγαν ρούπι απ’ εκεί.

Αλλ’ όμως η πίστη και αγάπη των καλών εκείνων «Σαμαρειτών», που μετέφεραν τον ασθενή, δεν κάμφθηκε. Κι αποφάσισαν να τολμήσουν το παράδοξο. Ανέβασαν με τέχνες και κόπους τον ασθενή στη στέγη και, αφού άνοιξαν εκεί μια οπή μεγάλη τόσο, όσο να χωράει το κρεββάτι του παραλύτου, τον κατέβασαν προσεκτικά με σχοινιά μπροστά στον Κύριο.

Κι εδώ διερωτάται κανείς: Ο παντεπόπτης Θεάνθρωπος Ιησούς, που βλέπει και γνωρίζει, όχι μόνο τα φανερά και κρυπτά, αλλά κι αυτές τις απόκρυφες σκέψεις των ανθρώπων, πολύ περισσότερο δεν γνώριζε για ποιο σκοπό είχαν έλθει αυτοί, που κουβαλούσαν τον δύστυχο εκείνο παράλυτο; Δεν άκουσε τις φωνές τους να τους ανοίξουν δρόμο να περάσουν; Δεν μπορούσε να προστάξει να γίνει τούτο; Ναί, τα ήξερε και τα άκουγε, αλλά σιωπά. Κι έπειτα, όταν έβγαιναν πάνω στη στέγη με κίνδυνο πρώτα του παραλύτου, είναι φανερό, πως και σκάλες έμπαιναν και σχοινιά απλώνονταν και ξύλα και κτύποι και φωνές ακούγονταν. Κι όμως, πάλιν ο Ιησούς σιωπά. Κι όταν τέλος πάντων βγήκαν πάνω στη σκέπη και άρχισαν να την αποστεγάζουν και να κατεβάζουν τον παράλυτο, πάλιν γίνονται κτύποι βαρύτεροι και φωνές ισχυρότερες, όσες ακούγονται όταν άνθρωποι κατεβάζουν από ψηλό τόπο μεγάλο βάρος. Όλα αυτά ασφαλέστατα και έβλεπε και άκουγε ο Δεσπότης Χριστός, αλλ’ εσιώπα. Τότε μόνον άνοιξε το άχραντο στόμα Του και ομίλησε, όταν είδε μπροστά Του τον παράλυτο κατακείμενο. Τότε μόνον εξεφώνησε: «Παιδί μου, σου συγχωρούνται οι αμαρτίες», κι έπειτα «Σ᾽ εσένα λέγω, σήκωσε το κρεββάτι σου και πήγαινε υγιής στο σπίτι σου». Γιατί όμως ενήργησε έτσι ο φιλάνθρωπος Κύριος; Τούτο, αδελφοί μου Χριστιανοί, είναι μάθημα άγιο, πρόξενο μεγάλης ψυχικής ωφέλειας.

Μ’ αυτό μας διδάσκει ο Κύριος ότι τότε αυτός εκπληρώνει τα αιτήματά μας και μας προφθάνει στις ποικίλες ανάγκες και περιστάσεις, όταν δώσουμε εξετάσεις πίστης και αγάπης θερμής σ’ Αυτόν, κι όταν πρώτα πράξουμε ο,τι είναι ανθρωπίνως δυνατόν να κάνουμε σε μία περίσταση. Όλα αυτά τα είχε κάνει ο παράλυτος. Κι όχι μόνο αυτός, αλλά και οι άνθρωποι που τον αγαπούσαν και τον μετέφεραν εκεί. Γι’ αυτό, ας προσέξουμε τι λέει το Ευαγγέλιο: «Ιδών δε ο Ιησούς την πίστιν αυτών», δηλαδή όλων, και του παραλύτου και των μεταφορέων του. Και, ποιο το αποτέλεσμα; Πως αντάμειψε ο Κύριος τούτη την πίστη, την ελπίδα, την αγάπη; Συγχώρησε πρώτα τις αμαρτίες του ασθενή, για τις οποίες φαίνεται ότι επέτρεψε να πάσχει. Και, ύστερα, του δώρησε και την πλήρη υγεία του σώματος. Αυτός, που τον έπαιρναν οι τέσσερεις, εν ριπή χρόνου σηκώθηκε επάνω και, τόσο γερός αισθάνθηκε, που σήκωσε μόνος του και το ξυλοκρέββατό του και επέστρεψε χαρούμενος και δοξάζοντας τον Θεό στο σπίτι του!

Αδελφοί μου, ας σταθούμε λίγο και στους τέσσερεις μεταφορείς του παραλύτου. Το πρώτο που παρατηρούμε είναι ότι τους εμπνέει η αγάπη. Ύστερα, η τόλμη της αγάπης, που γίνεται εφευρηματική, όταν χρειάστηκε να κατεβάσουν τον άρρωστό τους από τη στέγη. Υπάρχει όμως κι ένα τρίτο σπουδαίο στοιχείο στη στάση τους, το θεμέλιο θα λέγαμε της αγάπης τους. Κι αυτό είναι η πίστη, η θερμή πίστη στον Θεό, που τους έκανε να ελπίζουν και να μην υποχωρούν σ’ όποιο εμπόδιο, ότι ο Κύριος μπορούσε εκείνο τον άταφο νεκρό, που κουβαλούσαν, να τον κάνει υγιή. Και η πίστη και αγάπη τους αμείφθηκε πλούσια! Η στάση τούτων των τεσσάρων αγνώστων εναρέτων ανδρών, που την εμπνέει η πίστη και καθοδηγεί η αγάπη, πρέπει να αποτελέσουν υπόδειγμα προς μίμηση και σ’ εμάς, μπροστά στις τόσες ανάγκες και προκλήσεις της εποχής μας. Ας υπενθυμίσουμε μερικές απ’ αυτές: Άρρωστοι ξεχασμένοι σε νοσοκομεία και διάφορα ιδρύματα. Άνθρωποι, που πέρα από τον σωματικό τους πόνο, τους βασανίζει η μοναξιά και η εγκατάλειψη. Που νοιώθουν, πως τους έχουν ξεχάσει οι πάντες.

Ακόμη, άνθρωποι ανήμποροι η ανάπηροι, που περνούν τη ζωή τους σε αναπηρικό καροτσάκι η κλεισμένοι στους τέσσερεις τοίχους ενός δωματίου. Θέλουν κι αυτοί κάποιο να τους πάρει μια βόλτα. Να τους μεταφέρει στην Εκκλησία. Έχουν τις άλλες ανάγκες τους. Κι άλλοι, που είναι κατάκοιτοι, κι έχουν ανάγκη από λίγη περιποίηση, κουβέντα, συντροφιά. Μπροστά σ’ αυτούς έχουμε ο καθένας τις ευθύνες μας, την ευθύνη της αγάπης, της μαρτυρίας Χριστού. Είναι ανάγκη να εργασθούμε, να αγωνισθούμε για τη σωτηρία μας.

Αγαπητοί μου αδελφοί, διερχόμαστε ως έθνος, ως κράτος, ώρες δύσκολες, δοκιμασίες μεγάλες, τις οποίες ασφαλώς επέτρεψε η πατρική Πρόνοια, η αγάπη του Θεού για το καλό μας, για τη σωτηρία μας. Διότι όλοι μας, «ημάρτομεν, ηνομήσαμεν, ηδικήσαμεν» ενώπιον του Θεού, και παραβήκαμε ποικιλότροπα το άγιό Του θέλημα. Και οι δοκιμασίες είναι η άλλη έκφραση της αγάπης του Θεού, για να έλθουμε σε συναίσθηση, σε μετάνοια, σε διόρθωση.

Και οι δοκιμασίες είναι η άλλη έκφραση της αγάπης του Θεού, για να έλθουμε σε συναίσθηση, σε μετάνοια, σε διόρθωση. Διερχόμαστε μία κατεξοχήν περίοδο μετανοίας, τη Μεγάλη Τεσσαρακοστή. Ας την εκμεταλλευθούμε πνευματικά. Ο Θεός, όπως είδαμε, δεν θέλει λόγια. Θέλει έργα. Έργα μετάνοιας, ταπείνωσης, εξομολόγησης, έργα αγάπης στους ποικιλότροπα πάσχοντες και στερημένους εμπερίστατους αδελφούς, που συνεχώς, φαίνεται, θα αυξάνονται. Ας δώσουμε χείρα βοηθείας σ’ όποιον τη χρειάζεται. Κι αν μαζί με την ελεημοσύνη σμίξουμε τα έργα της μετάνοιας, να είμαστε βέβαιοι, πως θα έλθει πλούσιο το έλεος του Θεού και πάλιν στον τόπο μας. Πάντοτε να ελπίζουμε. Και θα αξιωθούμε και τούτη την πρόσκαιρη ζωή να διέλθουμε ειρηνικά και στην άλλη, την αιώνια και ατελεύτητη να εισέλθουμε, με τη χάρη και φιλανθρωπία του Κυρίου ημών Ιησού Χριστού και τις πρεσβείες της Υπεραγίας Θεοτόκου και όλων των αγίων. Αμήν!

TOP NEWS